opieka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]opieka (pl) θηλυκό
- η φροντίδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]- γ' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος opiekać