ordinal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ordinal (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ordinal (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ordinal (fr)
- τακτικός, σχετικός με την τάξη, τη θέση
- (μαθηματικά) διατακτικός