osmium

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
osmium < (λόγιο δάνειο) νεολατινική osmium < αρχαία ελληνική ὀσμή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

osmium



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
osmium < (λόγιο δάνειο) νεολατινική osmium < ὀσμή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

osmium (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
osmium < νεολατινική osmium < ὀσμή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

osmium (fr) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
osmium < αρχαία ελληνική ὀσμή + -ium

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

osmium (la)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
osmium < νεολατινική osmium < ὀσμή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

osmium (cs) ουδέτερο