parent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]parent (en)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (πληροφορική) parent class
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
parent | parents |
parent (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
parent | parents |
parent (fr)