patate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
patate patates

patate (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) η πατάτα
     συνώνυμα: pomme de terre
  2. (οικείο) χαζούλης, αφελής
  3. (οικείο) ένα εκατομμύριο από centime ή, αλλιώς, δέκα χιλιάδες φράγκα
     συνώνυμα: niais, stupide
  4. patate douce: γλυκοπατάτα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  1. avoir la patate: έχω όρεξη για κάτι, είμαι γεμάτος ζωή, ενέργεια, ενθουσιασμό
     συνώνυμα: avoir la frite
  2. en avoir gros sur la patate: είμαι πικραμένος
     συνώνυμα: en avoir gros sur le coeur
  3. se refiler la patate chaude: ξεφορτώνομαι ένα δύσκολο θέμα, μια σπαζοκεφαλιά (απόδοση του αγγλικού hot potato)



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
patata patate

patate (it)