patch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
patch | patches |
patch (en)
- μπάλωμα, τσόντα
- πάνινο, υφασμάτινο σήμα που ράβεται σε ρούχο
- (πληροφορική) το επίθεμα, αρχείο για την τροποποίηση κώδικα ή οποιοδήποτε άλλου αρχείου. (αργκό: μπάλωμα)
- ※ RCS works by keeping patch sets (that is, the differences between files) in a special format on disk; it can then re-create what any file looked like at any point in time by adding up all the patches. (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
- Το RCS δουλεύει χρησιμοποιώντας συλλογές από επιθέματα (δηλαδή, τις διαφορές μεταξύ αρχείων) σε μια συγκεκριμένη μορφή στον δίσκο. Έπειτα, μπορεί να ξαναδημιουργήσει κάθε αρχείο όπως ήταν σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο προσθέτοντας όλα τα επιθέματα. [2]
- ≈ συνώνυμα: patch file
- υπώνυμα: bugfix
- → δείτε τη λέξη diff file
- ※ RCS works by keeping patch sets (that is, the differences between files) in a special format on disk; it can then re-create what any file looked like at any point in time by adding up all the patches. (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | patch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | patches |
αόριστος | patched |
παθητική μετοχή | patched |
ενεργητική μετοχή | patching |
patch (en)
- επισκευάζω, διορθώνω με χρήση πρόσθετων τμημάτων (τσόντες), μαντάρω, μπαλώνω
- συνενώνω τμήματα, κομμάτια ενός πράγματος (πχ. τα μέρη ενός ρούχου)
- συνδέω συσκευές με χρήση καλωδίου
- (πληροφορική) χρησιμοποιώ επίθεμα/επιθέματα, για την τροποποίηση κώδικα ή οποιοδήποτε άλλου αρχείου
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- patch στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) (November 9, 2014), 1.1 Getting Started - About Version Control. Πρόσβαση 2020-12-03.
- ↑ 1.1 Ξεκινώντας με το Git - Σχετικά με τον έλεγχο εκδόσεων. Πρόσβαση 2020-12-03.