pay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pay | pays |
pay (en)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pay |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pays |
αόριστος | paid |
παθητική μετοχή | paid |
ενεργητική μετοχή | paying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
pay (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πληρώνω, δίνω σε κάποιον χρήματα για δουλειά, αγαθά, υπηρεσίες κτλ.
- ⮡ How much did you pay for it?
- Πόσο το πλήρωσες;
- ⮡ The repairs aren’t paid for yet.
- Οι επισκευές δεν πληρώθηκαν ακόμα.
- ⮡ The power, internet, and rent are all paid.
- ΔΕΗ, ΚΟΣΜΟΤΕ, νοίκι είναι όλα πληρωμένα.
- ⮡ How much did you pay for it?
- (μεταβατικό) πληρώνω, δίνω σε κάποιον χρήματα που του χρωστάω
- ⮡ I will pay what I owe.
- Θα πληρώσω ό,τι οφείλω.
- ⮡ I will pay what I owe.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πληρώνω, για έναν εργοδότη ή μια δουλειά που δίνει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για την εργασία που κάνει κάποιος
- ⮡ I am paid every Friday/on Fridays.
- Πληρώνομαι κάθε Παρασκευή.
- ⮡ That’s what you are paid for!/That’s why you are paid!
- Για αυτό πληρώνεσαι!
- ⮡ I am paid every Friday/on Fridays.
- (μεταβατικό) δίνω, κάνω, χρησιμοποιείται με μερικά ουσιαστικά για να δείξω ότι δίνω ή κάνω το πράγμα που αναφέρεται
- ⮡ I am paying attention.
- Δίνω προσοχή.
- ⮡ We paid a visit.
- Κάναμε επίσκεψη.
- ⮡ I paid him a compliment.
- Του έκανα φιλοφρόνηση.
- ⮡ I am paying attention.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αποφέρω, αποδίδω, παράγω κέρδος· έχει ως αποτέλεσμα κάποιο πλεονέκτημα για κάποιον
- (αμετάβατο) πληρώνω για κάτι που έκανα, τιμωρούμαι
- ⮡ He paid dearly for his recklessness.
- Πλήρωσε ακριβά την απερισκεψία του.
- ⮡ He paid dearly for his recklessness.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- pay a visit: κάνω επίσκεψη, επισκέπτομαι κάποιον
- pay cash: πληρώνω με μετρητά
- pay one's way
Πηγές
[επεξεργασία]- pay (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pay (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 115-116. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποφέρω