phallique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
phallique | phalliques |
Επίθετο
[επεξεργασία]phallique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
phallique | phalliques |
phallique (fr) αρσενικό ή θηλυκό