placo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
placo placos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

placo (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
placo < plac + -o

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική placo placoj
αιτιατική placon placojn

placo (eo)