poignant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | poignant |
συγκριτικός | more poignant |
υπερθετικός | most poignant |
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]poignant (en)
- αιχμηρός
- εύστοχος (π.χ. ως επισήμανση)
- σπαραχτικός, οδυνηρός, πληγωτικός
- συγκινητικός, που συγκινεί, που προκαλεί συγκίνηση
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poignant | poignants |
θηλυκό | poignante | poignantes |
poignant (fr)