posture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
posture postures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

posture (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

posture (fr) θηλυκό