Location via proxy:
[ UP ]
[Report a bug]
[Manage cookies]
No cookies
No scripts
No ads
No referrer
Show this form
pun
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Συνώνυμα
1.2
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
pun
puns
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
pun
(en)
το
λογοπαίγνιο
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
play on words
wordplay
Πηγές
[
επεξεργασία
]
pun
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Català
Čeština
Deutsch
English
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
ქართული
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lietuvių
Malagasy
മലയാളം
Bahasa Melayu
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Srpskohrvatski / српскохрватски
Simple English
Sunda
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
Volapük
Walon
中文