quickly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | quickly |
συγκριτικός | more quickly |
υπερθετικός | most quickly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]quickly (en)
- γρήγορα, ταχέως, σβέλτα
- ⮡ He wants to get rich quickly.
- Θέλει να πλουτίσει γρήγορα.
- ⮡ Don’t speak so quickly.
- Μην μιλάς τόσο γρήγορα.
- ⮡ A new method for someone to learn foreign languages more quickly.
- Nέα μέθοδος για να μαθαίνει κανείς ταχύτερα τις ξένες γλώσσες.
- ⮡ Do it quickly!
- Κάνε σβέλτα!
- ≈ συνώνυμα: fast, promptly, quick, rapidly, speedily και swiftly
- ≠ αντώνυμα: slowly
- ⮡ He wants to get rich quickly.
Πηγές
[επεξεργασία]- quickly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 200, 781. ISBN 9780194325684., λήμμα: γρήγορα, σβέλτος