quill
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]quill (en)
- κύριο πτητικό φτερό, συνήθως: πρωτεύον ερετικό φτερό
- (ενικός: remex, πληθυντικός: remiges)
- πένα
- αγκάθι σκατζόχοιρου, ακανθόχοιρου κτλ.
- χοντρή αμυντική τρίχα θηλαστικού συνήθως κενή στο εσωτερικό