raisonnement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
raisonnement < raison

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
raisonnement raisonnements

raisonnement (fr) αρσενικό