recession

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
recession recessions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

recession (en)

  • (οικονομία) η ύφεση
    ⮡  The country is in a deep economic recession.
    Η χώρα βρίσκεται σε βαθιά οικονομική ύφεση.