risqué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | risqué |
συγκριτικός | more risqué |
υπερθετικός | most risqué |
Επίθετο
[επεξεργασία]risqué (en)
- σκαμπρόζικος, τολμηρός, μια παράσταση, ένα σχόλιο, ένα αστείο κτλ. που σοκάρει ελαφρώς τους ανθρώπους, συνήθως επειδή έχει να κάνει με το σεξ
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]risqué (fr)