rotta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rotto | rotti |
θηλυκό | rotta | rotte |
rotta (it) θηλυκό πληθυντικός rotte
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rotto | rotti |
θηλυκό | rotta | rotte |
rotta (it) θηλυκό πληθυντικός rotte