savory
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | savory |
συγκριτικός | savorier |
υπερθετικός | savoriest |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- savory < παλαιά γαλλική savoure < savourer < λατινική saporare
Επίθετο
[επεξεργασία]savory (en)
- νόστιμος, γευστικός
- αλμυρός, όχι γλυκός
- ↪ I prefer sweet food to savory.
- Προτιμώ τα γλυκά από τα αλμυρά.
- ↪ I prefer sweet food to savory.
- ηθικά αποδεκτός