shut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | shut |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shuts |
αόριστος | shut |
παθητική μετοχή | shut |
ενεργητική μετοχή | shutting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]shut (en)
Επίθετο
[επεξεργασία]shut (en)