slicing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
slicing slicings

slicing (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

slicing (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]