snuggle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
snuggle snuggles

snuggle (en)

  • η αγκαλιά
    I like to hold my puppy in a snuggle.
    Μ' αρέσει να κρατάω το σκυλάκι μου αγκαλιά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη embrace
ενεστώτας snuggle
γ΄ ενικό ενεστώτα snuggles
αόριστος snuggled
παθητική μετοχή snuggled
ενεργητική μετοχή snuggling

snuggle (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]