solidarity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

solidarity (en)

  • η αλληλεγγύη
    worker solidarity - εργατική αλληλεγγύη
    They will walk out in a show of solidarity with the coal miners.
    Θα απεργήσουν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους ανθρακωρύχους.