solvo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | solvo | solvoj |
αιτιατική | solvon | solvojn |
solvo (eo)
- η λύση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | solvo | solvoj |
αιτιατική | solvon | solvojn |
solvo (eo)