sorry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός sorry
συγκριτικός sorrier / more sorry
υπερθετικός sorriest / most sorry

sorry (en)

  • (όχι πριν από ουσιαστικό) λυπάμαι, νιώθω λυπημένος και δείχνω συμπόνια
    ⮡  They were sorry for him and gave him money.
    Τον λυπήθηκαν και του έδωσαν χρήματα.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

sorry (en)