spoke

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spoke spokes

spoke (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

spoke (en)