spoke
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spoke | spokes |
spoke (en)
- η ακτίνα (τρόχου)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]spoke (en)
ενικός | πληθυντικός |
spoke | spokes |
spoke (en)
spoke (en)