spoliation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spoliation | spoliations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spoliation (fr) θηλυκό
- η υφαρπαγή
ενικός | πληθυντικός |
spoliation | spoliations |
spoliation (fr) θηλυκό