straight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός straight
συγκριτικός straighter
υπερθετικός straightest

straight (en)

  1. ίσιος, ευθύς
  2. σκέτος

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός straight
συγκριτικός straighter
υπερθετικός straightest

straight (en)

  1. ίσια, κατευθείαν, σε ευθεία γραμμή
    Move straight ahead!
    Προχώρα ίσια μπροστά!
    Look straight in front of you.
    Κοίτα κατευθείαν μπροστά σου.
    You will turn right and then keep going straight (ahead).
    Θα στρίψετε δεξιά και στη συνέχεια θα προχωρήσετε ευθεία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη directly
  2. ίσια, κατευθείαν, αμέσως και χωρίς παρεκκλίσεις από την καθορισμένη πορεία ή χωρίς στάσεις ή ενδιάμεσους σταθμούς
    He came straight to my office.
    Ήρθε ίσια στο γραφείο μου.
    I went straight home.
    Πήγα κατευθείαν σπίτι.
    I will go straight to the manager.
    Θα πάω κατευθείαν στο διευθυντή.
    This year, we went from summer straight into winter.
    Φέτος, μπήκαμε από το καλοκαίρι κατευθείαν στο χειμώνα.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις directly και immediately
  3. ίσια, σε επίπεδη ή κάθετη θέση· στη σωστή θέση
    Sit (up) straight!
    Κάθισε ίσια!
  4. (μερικές φορές με up/out) στα ίσια, κατευθείαν, ειλικρινά και άμεσα
    He straight (out) refused to help us.
    Αρνήθηκε στα ίσια να μας βοηθήσει.
    I told him straight (up) what I thought of him.
    Του είπα στα ίσια τι σκεφτόμουν γι' αυτόν.
    I will tell it to him straight.
    Θα του τα πω κατευθείαν.
  5. αδιάκοπα, συνεχώς, χωρίς διακοπή
    It has been snowing for the last few days straight.
    Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuously

Σύνθετα

[επεξεργασία]