tacite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tacite < λατινική tacitus < tacere, σιωπώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ta.sit/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tacite tacites

tacite (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]