talonnière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- talonnière < talon
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
talonnière | talonnières |
talonnière (fr) θηλυκό
- (εικονογραφία) πτέρυγα του Ερμή σε κάθε φτέρνα
- (τέχνη) μικρό ξύλινο στήριγμα που τοποθετείται κάτω από τη φτέρνα ενός μοντέλου για να μπορεί να στέκεται στην πόζα
- (ιατρική) κατάδεσμος ενός χειρουργικού τραπεζιού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη talon