tchateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chateur | chateurs |
θηλυκό | chateuse | chateuses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tchateur (fr)
- (πληροφορική) αυτός που κουβεντιάζει ηλεκτρονικά χάρη στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή του