tell

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας tell
γ΄ ενικό ενεστώτα tells
αόριστος told
παθητική μετοχή told
ενεργητική μετοχή telling
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

tell (en)

  1. (μεταβατικό) λέω, διηγούμαι, κάποιος δίνει προφορικά ή γραπτά πληροφορία
    He told me it was raining.
    Μου είπε ότι έβρεχε.
    -“What time will he be back?” -“He didn’t tell me.”
    -«Τι ώρα θα γυρίσει;» -«Δεν είπε
    She is telling a joke.
    Λέει ένα αστείο.
    What have I told you to say?
    Τι σας έχω πει να λέτε;
    I am telling a story.
    Διηγούμαι μια ιστορία.
     συνώνυμα: say, speak, narrate (επίσημο), recount (επίσημο), utter (επίσημο)
  2. (μεταβατικό) λέω, κάτι δίνει πληροφορία
    My watch tells me it is 7:30.
    Το ρολόι μου λέει 7.30.
    The law tells us…
    Ο νόμος λέει
     συνώνυμα: say
  3. (αμετάβατο, ανεπίσημο) λέω ένα μυστικό
    Don’t tell anyone.
    Μην το πεις σε κανέναν.
  4. (μεταβατικό) λέω, δίνω εντολή
    He told us to leave immediately.
    Μας είπε να φύγουμε αμέσως.
     συνώνυμα: say
  5. (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) καταλαβαίνω ή αντιλαμβάνομαι κάτι σωστά, διακρίνω
    When he speaks quickly, I cannot tell what he is saying.
    Όταν μιλάει γρήγορα, δεν καταλαβαίνω τι λέει.
    You can tell from his expression that he’s lying.
    Από την έκφρασή του καταλάβαινες ότι λέει ψέματα.
    I can tell the seriousness of the situation.
    Αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης.
    You can easily tell there’s a hostile mood of the residents towards the tourists.
    Εύκολα διέκρινες την εχθρική διάθεση των κατοίκων απέναντι στους τουρίστες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
  6. (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) κρίνω κάτι σωστά
    Who is going to tell if it is necessary or not?
    Ποιος θα κρίνει αν είναι αναγκαίο ή όχι;
    Only I can tell how urgent it is.
    Μόνο εγώ μπορώ να κρίνω πόσο επείγον είναι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη judge
  7. (μεταβατικό, όχι στα continuous tenses ή στην παθητική φωνή) διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
    I tell right from wrong.
    Διακρίνω το καλό από το κακό.
    I can not tell them apart.
    Δεν μπορώ να τους διακρίνω.
    The twins are so alike that I can’t tell one from the other.
    Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • για τη διαφορά χρήσης μεταξύ tell και say → δείτε τις σημειώσεις του say

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  • tell - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 78, 221-222, 236, 424, 480, 495-497, 613. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αντιλαμβάνομαι, διακρίνω, διηγούμαι, καταλαβαίνω, κρίνω, λέ(γ)ω, ξεχωρίζω