tell
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | tell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tells |
αόριστος | told |
παθητική μετοχή | told |
ενεργητική μετοχή | telling |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]tell (en)
- (μεταβατικό) λέω, διηγούμαι, κάποιος δίνει προφορικά ή γραπτά πληροφορία
- ↪ He told me it was raining.
- Μου είπε ότι έβρεχε.
- ↪ -“What time will he be back?” -“He didn’t tell me.”
- -«Τι ώρα θα γυρίσει;» -«Δεν είπε.»
- ↪ She is telling a joke.
- Λέει ένα αστείο.
- ↪ What have I told you to say?
- Τι σας έχω πει να λέτε;
- ↪ I am telling a story.
- Διηγούμαι μια ιστορία.
- ≈ συνώνυμα: say, speak, narrate (επίσημο), recount (επίσημο), utter (επίσημο)
- ↪ He told me it was raining.
- (μεταβατικό) λέω, κάτι δίνει πληροφορία
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) λέω ένα μυστικό
- ↪ Don’t tell anyone.
- Μην το πεις σε κανέναν.
- ↪ Don’t tell anyone.
- (μεταβατικό) λέω, δίνω εντολή
- (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) καταλαβαίνω ή αντιλαμβάνομαι κάτι σωστά, διακρίνω
- ↪ When he speaks quickly, I cannot tell what he is saying.
- Όταν μιλάει γρήγορα, δεν καταλαβαίνω τι λέει.
- ↪ You can tell from his expression that he’s lying.
- Από την έκφρασή του καταλάβαινες ότι λέει ψέματα.
- ↪ I can tell the seriousness of the situation.
- Αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης.
- ↪ You can easily tell there’s a hostile mood of the residents towards the tourists.
- Εύκολα διέκρινες την εχθρική διάθεση των κατοίκων απέναντι στους τουρίστες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
- ↪ When he speaks quickly, I cannot tell what he is saying.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) κρίνω κάτι σωστά
- (μεταβατικό, όχι στα continuous tenses ή στην παθητική φωνή) διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
- ↪ I tell right from wrong.
- Διακρίνω το καλό από το κακό.
- ↪ I can not tell them apart.
- Δεν μπορώ να τους διακρίνω.
- ↪ The twins are so alike that I can’t tell one from the other.
- Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart
- ↪ I tell right from wrong.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- tell - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 78, 221-222, 236, 424, 480, 495-497, 613. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντιλαμβάνομαι, διακρίνω, διηγούμαι, καταλαβαίνω, κρίνω, λέ(γ)ω, ξεχωρίζω