tempe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tempe | tempes |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- tempe < temple < δημώδης λατινική tempula < λατινική tempora, πληθυντικός αριθμός του tempus
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tempe (fr) θηλυκό
- ο κρόταφος
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- tempe < ίσως από το templum
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tempe (fr) θηλυκό