text
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
text | texts |
text (en)
- (μη μετρήσιμο) το κείμενο, οποιαδήποτε μορφή γραπτού υλικού
- ↪ We’re reading the text on page nine.
- Διαβάζουμε το κείμενο στη σελίδα εννέα.
- ↪ We’re reading the text on page nine.
- το μήνυμα, περικοπή του text message
- ↪ Send a text to this number to vote.
- Στείλετε μήνυμα σε αυτόν τον αριθμό για να ψηφίσετε.
- ↪ Send a text to this number to vote.
- το κείμενο, ένα βιβλίο, θεατρικό έργο κτλ., ειδικά ένα που μελετάται
- ↪ All the texts he wrote were published.
- Όλα τα κείμενα που έγραψε δημοσιεύτηκαν.
- ↪ All the texts he wrote were published.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | text |
γ΄ ενικό ενεστώτα | texts |
αόριστος | texted |
παθητική μετοχή | texted |
ενεργητική μετοχή | texting |
text (en)
- στέλνω μήνυμα, γραμμένο με απλούς χαρακτήρες του αλφαβήτου, συνήθως μέσω κινητού τηλεφώνου
- ↪ I texted him telling him we’re waiting at the bar.
- Του έστειλα μήνυμα να του πω πως περιμένουμε στο μπαρ.
- ≈ συνώνυμα: message, SMS και text-message
- ↪ I texted him telling him we’re waiting at the bar.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]text (ro)
- το κείμενο