tile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tile | tiles |
tile (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | tile |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tiles |
αόριστος | tiled |
παθητική μετοχή | tiled |
ενεργητική μετοχή | tiling |
tile (en)
- πλακοστρώνω, τοποθετώ πλακάκια
- κεραμοσκεπώνω, τοποθετώ κεραμύδια
- επιψηφιδώνω, ψηφιδώνω, ψηφιδοστρώνω, τοποθετώ ψηφίδες