time limit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
time limit | time limits |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]time limit (en)
- η προθεσμία, το χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να κάνω ή να ολοκληρώσω κάτι
- ⮡ All will be done within the time limit.
- Θα γίνουν όλα μέσα στις προθεσμίες.
- ⮡ All will be done within the time limit.