top

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

top (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. πάνω, στην ψηλότερη θέση
    ⮡  in the top right-hand corner - στην πάνω δεξιά γωνία
    ⮡  the top drawer - το πάνω συρτάρι
    ⮡  Can you reach the dictionary on the top shelf?
    Μπορείς να πιάσεις το λεξικό στο πάνω ράφι;
     συνώνυμα: upper
  2. κορυφαίος, υψηλότερη σε βαθμό ή σημασία
    ⮡  I want to study at a top university.
    Θέλω να σπουδάσω σε ένα κορυφαίο πανεπιστήμιο.
    ⮡  The excellent doctor was a top student when he was a child.
    Ο σπουδαίος γιατρός ήταν κορυφαίος μαθητής όταν ήταν παιδί.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
top tops

top (en)

  1. η κορυφή, το πάνω, το υψηλότερο μέρος ή σημείο κάτι
    ⮡  the top of a tree/mountain - η κορυφή ενός δέντρου/βουνού
    ⮡  at the top of the page - στο πάνω της σελίδας
    ⮡  He read the 10th line from the top.
    Διάβασε τη 10η αράδα από πάνω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη peak
  2. το καπάκι, το σκέπασμα ενός δοχείου
    ⮡  the top of a pot - το καπάκι μιας κατσαρόλας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lid
  3. τοπ, ρούχο που καλύπτει τον κορμό
  4. η σβούρα
    ⮡  He spun the top.
    Περίστρεψε την σβούρα.
     συνώνυμα: spinning top

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας top
γ΄ ενικό ενεστώτα tops
αόριστος topped
παθητική μετοχή topped
ενεργητική μετοχή topping

top (en)

  1. ξεπερνάω, κάτι είναι υψηλότερο από ένα συγκεκριμένο ποσό
    ⮡  Our exports topped 1 million euros.
    Οι εξαγωγές μας ξεπέρασαν το 1 εκατομμύριο ευρώ.
    ⮡  The beauty of the scenery topped all of our expectations.
    Η ομορφιά του τοπείου ξεπέρασε κάθε προσδοκία μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exceed
  2. νικώ, λέω ή κάνω κάτι που είναι καλύτερο από κάτι που έχει πει ή κάνει κάποιος άλλος στο παρελθόν
    ⮡  They topped him in singing.
    Τον νίκησαν στο τραγούδι.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

top (tr)

  1. η μπάλα, το τόπι
  2. το κανόνι, το πυροβόλο

Παράγωγα

[επεξεργασία]