torture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
torture | tortures |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]torture (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το βασανιστήριο
- ↪ He broke under the torture.
- Έσπασε κάτω από τα βασανιστήρια.
- ↪ He broke under the torture.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]torture (fr)
- το βασανιστήριο, o βασανισμός