waft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
waft | wafts |
waft (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | waft |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wafts |
αόριστος | wafted |
παθητική μετοχή | wafted |
ενεργητική μετοχή | wafting |
waft (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) έρχομαι με τον αέρα, κινούμαι ή κάνω κάτι να κινηθεί απαλά στον αέρα