waft

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
waft wafts

waft (en)

ενεστώτας waft
γ΄ ενικό ενεστώτα wafts
αόριστος wafted
παθητική μετοχή wafted
ενεργητική μετοχή wafting

waft (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) έρχομαι με τον αέρα, κινούμαι ή κάνω κάτι να κινηθεί απαλά στον αέρα
    sweet smells wafting across a room - μυρουδιές που έρχονται με τον αέρα μέσα σ' ένα δωμάτιο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη drift