wildcard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wildcard (en)
- (στην τράπουλα) μπαλαντέρ
- άλλη γραφή: wild card
- (πληροφορική) εν συντομία ο wildcard character
- δείτε επίσης: wildcard character στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επίθετο
[επεξεργασία]wildcard (en)
- (για πρόσωπο) ο απρόβλεπτος
- (για πρόσωπο) αυτός που νοιάζεται για όλα, αυτός που κάνει τα πάντα, ο άσος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- wildcard στην αγγλική Βικιπαίδεια