yard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

yard < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική ġeard < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gher. Συγγενή: αρχαία ελληνική χόρτος, λατινική hortus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
yard yards

yard (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

yard < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική yerd

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
yard yards

yard (en)

  1. (μονάδα μέτρησης μήκους) η γιάρδα
    He cannot run 100 yards, much less a mile.
    Δεν μπορεί να τρέξει εκατό γιάρδες, πόσο μάλλον ένα μίλι.
  2. (ναυτικός όρος) κεραία, αντένα ενός ιστιοφόρου



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yard (fr)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

yard < (άμεσο δάνειο) αγγλική yard

yard (it)