yard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]yard < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική ġeard < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gher. Συγγενή: αρχαία ελληνική χόρτος, λατινική hortus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
yard | yards |
yard (en)
- η αυλή
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]yard < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική yerd
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
yard | yards |
yard (en)
- (μονάδα μέτρησης μήκους) η γιάρδα
- ↪ He cannot run 100 yards, much less a mile.
- Δεν μπορεί να τρέξει εκατό γιάρδες, πόσο μάλλον ένα μίλι.
- ↪ He cannot run 100 yards, much less a mile.
- (ναυτικός όρος) κεραία, αντένα ενός ιστιοφόρου
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]yard (fr)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]yard < (άμεσο δάνειο) αγγλική yard
Ρήμα
[επεξεργασία]yard (it)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μονάδες μέτρησης (αγγλικά)
- Ναυτικοί όροι (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Μονάδες μέτρησης (γαλλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ρήματα (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Μονάδες μέτρησης (ιταλικά)