Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                

Greek

edit

Adjective

edit

αρρενωπός (arrenopósm (feminine αρρενωπή, neuter αρρενωπό)

  1. manly, virile, masculine

Declension

edit
Declension of αρρενωπός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρρενωπός (arrenopós) αρρενωπή (arrenopí) αρρενωπό (arrenopó) αρρενωποί (arrenopoí) αρρενωπές (arrenopés) αρρενωπά (arrenopá)
genitive αρρενωπού (arrenopoú) αρρενωπής (arrenopís) αρρενωπού (arrenopoú) αρρενωπών (arrenopón) αρρενωπών (arrenopón) αρρενωπών (arrenopón)
accusative αρρενωπό (arrenopó) αρρενωπή (arrenopí) αρρενωπό (arrenopó) αρρενωπούς (arrenopoús) αρρενωπές (arrenopés) αρρενωπά (arrenopá)
vocative αρρενωπέ (arrenopé) αρρενωπή (arrenopí) αρρενωπό (arrenopó) αρρενωποί (arrenopoí) αρρενωπές (arrenopés) αρρενωπά (arrenopá)
edit

Further reading

edit