ανόητος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
See also: ἀνόητος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀνόητος (anóētos), from ἀ- (a-) + νοητός (noētós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈno.i.tos/
  • Hyphenation: α‧νό‧η‧τος

Adjective

[edit]

ανόητος (anóitosm (feminine ανόητη, neuter ανόητο)

  1. foolish, stupid

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανόητος (anóitos) ανόητη (anóiti) ανόητο (anóito) ανόητοι (anóitoi) ανόητες (anóites) ανόητα (anóita)
genitive ανόητου (anóitou) ανόητης (anóitis) ανόητου (anóitou) ανόητων (anóiton) ανόητων (anóiton) ανόητων (anóiton)
accusative ανόητο (anóito) ανόητη (anóiti) ανόητο (anóito) ανόητους (anóitous) ανόητες (anóites) ανόητα (anóita)
vocative ανόητε (anóite) ανόητη (anóiti) ανόητο (anóito) ανόητοι (anóitoi) ανόητες (anóites) ανόητα (anóita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανόητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανόητος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]