πρώιμος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
See also: πρώϊμος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Ancient Greek πρώϊμος (prṓïmos)

Adjective

[edit]

πρώιμος (próimosm (feminine πρώιμη, neuter πρώιμο)

  1. forward, precocious, early, premature

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πρώιμος  πρώιμη  πρώιμο  πρώιμοι  πρώιμες  πρώιμα 
genitive πρώιμου  πρώιμης  πρώιμου  πρώιμων  πρώιμων  πρώιμων 
accusative πρώιμο  πρώιμη  πρώιμο  πρώιμους  πρώιμες  πρώιμα 
vocative πρώιμε  πρώιμη  πρώιμο  πρώιμοι  πρώιμες  πρώιμα 

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πρώιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πρώιμος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πρωιμότερος  πρωιμότερη  πρωιμότερο  πρωιμότεροι  πρωιμότερες  πρωιμότερα 
genitive πρωιμότερου  πρωιμότερης  πρωιμότερου  πρωιμότερων  πρωιμότερων  πρωιμότερων 
accusative πρωιμότερο  πρωιμότερη  πρωιμότερο  πρωιμότερους  πρωιμότερες  πρωιμότερα 
vocative πρωιμότερε  πρωιμότερη  πρωιμότερο  πρωιμότεροι  πρωιμότερες  πρωιμότερα 

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πρωιμότερος", etc)