Papers by Poppy Sfakianaki
Tériade (Efstratios Eleftheriadis, 1897–1983) was born on the Greek island of Lesbos and moved to... more Tériade (Efstratios Eleftheriadis, 1897–1983) was born on the Greek island of Lesbos and moved to Paris in 1916 where he worked in the art world, first as a critic (1926–1936) then a publisher (1937–1975). He
embraced the idealistic approach to Greece that was being pushed
by the French intelligentsia at the time and highlighted an ancient, mythical and bucolic vision of Greece through his publications, far from both the recent trials of the Greek people and the approach of
contemporary Greek artists. With the rare exceptions of Yannis Tsarouchis and Manolis Calliyannis, Tériade did not really make any connections with Greek painters. Nevertheless, from the end of the fifties onward, and thanks to his friends Angelos Katakouzinos, Odysseus Elytis and Tsarouchis, he developed a certain nostalgia for Greece, and his native island in particular. This nostalgia led to two important donations to the Greek state: the Theophilos Museum (1965) and the Museum-Library Stratis Eleftheriadis-Tériade (1979), in his birthplace Varia. These two museums corresponded to French culture minister André Malraux’s idea of decentralising culture, and they not only contributed to the cultural and economic life on the island of Lesbos but they also facilitated Tériade’s repatriation and reinforced his legitimacy with the Greek intelligentsia and the public at large as a patron of the diaspora.
Artl@s Bulletin 10/2, 2021
This article deals with the uses of the concept of the Mediterranean by the art critic Tériade in... more This article deals with the uses of the concept of the Mediterranean by the art critic Tériade in interwar France. Aligning himself with the then dominant intellectual and artistic trend that considered Southern/Mediterranean art superior to Northern/German art, he stressed in his writings the Mediterranean origin of the artists that he wished to promote as well as the Mediterranean features of their art. Being himself of Greek origin his arguments about the mediterraneity of art and artists reflected back on him as a means of integration into the
French cultural establishment.
Journal of Art Historiography, 23 , 2020
Between 1925 and 1930, when artists’ interviews were still not a regular feature of the art press... more Between 1925 and 1930, when artists’ interviews were still not a regular feature of the art press, the French art critic Jacques Guenne, co-director of one of the most important Parisian art journals for modern art, L’art vivant, published in it a series of illustrated artists’ interviews under the title ‘Portraits d’artistes’. Moreover, in 1927 Guenne edited and reprinted a selection of his interviews in a book. Treating the published interviews as fiction, as the echo of the real interviews, the article examines how they constructed the artists’ public image via the mediating role of Guenne, thus increasing their visibility in the public sphere. Furthermore, it argues that the interviews contributed to the construction of the public image of the interviewer and the promotion of his aesthetic ideal that was also that of the journal that he managed.
Journal of European Periodical Studies, 4.2 (Winter 2019)
Tériade (1897–1983) fonda la revue Ve r v e ainsi que la maison d’édition d’art homonyme en mêm... more Tériade (1897–1983) fonda la revue Ve r v e ainsi que la maison d’édition d’art homonyme en même temps à Paris en 1937. Cet article montre que le journal a servi à Tériade de tremplin dans sa carrière dans l’édition artistique. D’une part, Ve r v e était un outil de médiation pour publier des livres d’artistes et des livres illustrés ainsi que pour promouvoir le travail d’artistes modernes de renom, un choix parfaitement en accord avec la politique française officielle de l’après-seconde guerre mondiale, qui entendait incorporer l’art moderne dans le patrimoine culturel français. D’autre part, cela a permis à Tériade de prouver que la tradition de l’imprimerie et de l’iconographie pouvait continuer à prospérer sous une forme contemporaine et qu’elle pouvait accroître la valeur artistique et commerciale des livres d’artistes et des livres illustrés. De plus, discuter les relations entre la revue de Tériade et ses autres publications révèle un jeu complexe d’interdépendances et d’échanges de capital économique, symbolique et relationnel entre les différents acteurs du monde de l’art.
By the 1920s, it was apparent that the reputation, reception, and success of modern artists large... more By the 1920s, it was apparent that the reputation, reception, and success of modern artists largely depended on networks of art critics, dealers, collectors, publishers, and intellectuals, whose aesthetic ideas and financial interests often played a crucial part in the making of the art scene. This phenomenon, which was often discussed in the international art press of the interwar period, was quite pronounced in Paris. The purpose of this essay is to discuss a column that appeared in a short-lived supplement to the journal Cahiers d'Art, Feuilles volantes, in 1927. Its title was “Interview with … ,” and it included interviews of Christian Zervos (1889–1970) and Tériade (Efstratios Eleftheriadis, 1897–1983) with art dealers, such as Daniel-Henry Kahnweiler (1884–1979), Léonce Rosenberg (1879–1947), and Alfred Flechtheim (1878–1937). Through a critical analysis of the aesthetic and commercial issues that were raised during the interviews, I explore how art critics and art dealers worked together toward the construction, legitimization, and promotion of the values of modernism. I also argue that both sides profited from this joint effort, since the interviews served as a vehicle for the promotion not only of ideas, but also of commercial interests in the art market.
στο Αδαμοπούλου Αρετή, Λία Γυιόκα και Κωνσταντίνος Ι. Στεφανής (επιμ.), Ιστορία της Τέχνης, Ζητήματα Ιστορίας, Μεθοδολογίας, Ιστοριογραφίας, Αθήνα: Gutenberg 2019, 120-137
Στη στήλη «Τέχνες» της παρισινής εφημερίδας Paris-Midi δημοσιεύτηκε το 1927, μεταξύ 19 Ιουλίου κα... more Στη στήλη «Τέχνες» της παρισινής εφημερίδας Paris-Midi δημοσιεύτηκε το 1927, μεταξύ 19 Ιουλίου και 6 Σεπτεμβρίου, μια έρευνα γνώμης για την τεχνοκριτική με τρία ερωτήματα: α) Πιστεύετε στη χρησιμότητα της τεχνοκριτικής; β) Έχετε διαπιστώσει πως η τεχνοκριτική επηρεάζει την επιτυχία ή την αποτυχία μιας έκθεσης; γ) Εκτιμάτε πως η κριτική ή οι αντιδράσεις του κοινού μπροστά σε ένα έργο τέχνης έχουν μπορέσει να εμπλουτίσουν ή να επιδεινώσουν τις τάσεις κάποιων καλλιτεχνών; Στα ερωτήματα αυτά απάντησαν 87 διευθυντές και επιμελητές μουσείων, καλλιτέχνες, έμποροι, συγγραφείς, αλλά κυρίως τεχνοκρίτες (μεταξύ αυτών οι Adolphe Basler, Jean Cocteau, Paul Guillaume, Frantz Jourdain, Moise Kisling, Camille Mauclair, Louis Vauxcelles, Georges Rouault, André Thérive, Christian Zervos). Την επιμέλεια της έρευνας και τον σχολιασμό της ανέλαβε ο υπεύθυνος της στήλης, δημοσιογράφος, συγγραφέας και τεχνοκρίτης Gabriel-Joseph Gros.
Προσεγγίζοντας κριτικά αυτή την έρευνα, θα αναλύσω τις απόψεις που διατυπώθηκαν είτε υπέρ της χρησιμότητας της τεχνοκριτικής (υπεράσπιση νέων τάσεων και σύγχρονων καλλιτεχνών, εκπαίδευση κοινού, καταγραφή της ιστορίας της τέχνης) είτε κατά (σχέση εξάρτησης με το εμπόριο, εξυπηρέτηση συμφερόντων, συγκαλυμμένος διαφημιστικός χαρακτήρας), λαμβάνοντας υπόψη το αισθητικό, ιδεολογικό και επαγγελματικό υπόβαθρο των ερωτώμενων. Στο πλαίσιο της ανάλυσής μου, θα δώσω έμφαση αφενός στην αμφισβήτηση της αξίας και της αξιοπιστίας της τεχνοκριτικής, όπως προκύπτει από την έρευνα, και αφετέρου στο γεγονός πως από τις απαντήσεις που δίνονται στα ερωτήματά της παρατηρείται συχνά μετατόπιση του κέντρου βάρους της από την τεχνοκριτική στην ταυτότητα και τον διαμεσολαβητικό ρόλο του ίδιου του τεχνοκρίτη. Θα εγγράψω επίσης τη συγκεκριμένη έρευνα γνώμης στην ευρύτερη συζήτηση περί τεχνοκριτικής στο Παρίσι τα χρόνια του μεσοπολέμου, καθώς η άνθιση τόσο του εμπορίου τέχνης όσο και του τύπου, εξειδικευμένου και μη, ενισχύει την καθιέρωση της τεχνοκριτικής ως ιδιαίτερου επαγγέλματος, το οποίο δεν εξασκείται πια αποκλειστικά από λογοτέχνες. Τέλος, θα επισημάνω πως, για να κατανοήσουμε τη λειτουργία και τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας έρευνας γνώμης, πρέπει να την προσεγγίσουμε όχι μόνο ως πηγή άντλησης πληροφοριών, αλλά και ως όψη μιας αστικής, νεωτερικής δημοκρατίας, η οποία δίνει σημασία στη συλλογική διαμόρφωση γνώμης, όμως έχει όρια, στη συγκεκριμένη περίπτωση τους επαΐοντες. Από τη μια, η έρευνα φιλοξενεί πληθώρα απόψεων και στάσεων ειδικών περί την τέχνη· από την άλλη, ο επιμελητής αμβλύνει με τις καταληκτικές του παρατηρήσεις τις πιο οξείες στάσεις.
in Marie Gispert and Catherine Méneux (eds.), Bibliographies de critiques d’art francophones, uploaded in October 2018, URL: http://critiquesdart.univ-paris1.fr/teriade , 2018
«Κριτική παρουσίαση του Festival de l’histoire de l’art: Φονταινεμπλώ, Γαλλία, 29 ‒ 31 Μαΐου 2015», Ιστορία της τέχνης, 5 (καλοκαίρι 2016), 221-223 / “Review of the Festival de l’Histore de l’art: Fontainebleau, France, 29 - 31 May 2015”, Historia tis Technis, 5 (2016), 221-223.
http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=1622
Η εκδοτική δραστηριότητα του Τεριάντ, που ξεκινά το 1937 με το περιοδικό Verve, το οποίο κυκλοφορ... more Η εκδοτική δραστηριότητα του Τεριάντ, που ξεκινά το 1937 με το περιοδικό Verve, το οποίο κυκλοφορεί χωρίς διακοπή ως το 1960, ολοκληρώνεται το 1975 με την έκδοση του τελευταίου του Μεγάλου Βιβλίου. Σε όλη αυτή την εκδοτική πορεία ο Τεριάντ προβάλλει σχεδόν απαρέγκλιτα το εικαστικό έργο καθιερωμένων μοντέρνων καλλιτεχνών όπως οι Ματίς, Μιρό, Μπονάρ, Πικάσο, Ρουώ και Σαγκάλ. Μέσα από την κριτική εξέταση των μεταπολεμικών εκδόσεων του Τεριάντ, τις οποίες αντιμετωπίζω ως προϊόντα των επιλογών του σε επίπεδο τόσο συνεργατών όσο και κειμένων και εικόνων που περιέχονται σε αυτές, καθώς και μέσα από τη μελέτη αρχειακού υλικού (αρχείο Τεριάντ, αρχείο Πομπιντού, αρχεία καλλιτεχνών κ.ά.), ο στόχος της ανακοίνωσης μου είναι διττός.
Αφενός επιθυμώ να δείξω πως η εκδοτική δραστηριότητα του Τεριάντ αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τις αισθητικές αντιλήψεις που ο ίδιος είχε διατυπώσει ήδη στα τεχνοκριτικά του κείμενα του μεσοπολέμου. Σε αυτό το πλαίσιο, θα τονίσω πως εμμένει σε ένα είδος «κλασικού μοντερνισμού» αποστασιοποιούμενος από τις εξελίξεις που σημειώνονται στο διεθνές εικαστικό περιβάλλον, το οποίο διαρκώς μεταβάλλεται. Αφετέρου θα επισημάνω ότι αυτή η σταθερή στο χρόνο εκδοτική στρατηγική του Τεριάντ εγγράφεται στο πολιτιστικό κλίμα της Γαλλίας, ιδιαίτερα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Με άλλα λόγια, θα υποστηρίξω πως οι εκδοτικές του επιλογές συμπορεύονται με την ανάδειξη των μοντέρνων καλλιτεχνών ως συμβόλων των εθνικών αξιών και την ένταξή τους στη γαλλική πολιτιστική κληρονομιά με σταθμό την ίδρυση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι το 1947.
Books by Poppy Sfakianaki
by Marie Gispert, Catherine Méneux, Philipp Leu, Viviana Birolli, Tatsuya Saito, Chara Kolokytha, Poppy Sfakianaki, Guy Lambert, Julien Faure-Conorton, Gwenn Riou, and Cavenago Margherita
Ph.D. dissertation by Poppy Sfakianaki
Ph.D. dissertation, University of Crete, 2020
The PhD dissertation deals with the career of the Greek-born art critic and publisher Tériade (St... more The PhD dissertation deals with the career of the Greek-born art critic and publisher Tériade (Stratis Eleftheriadis, 1897-1983), who was an important mediator in the Parisian art world from the mid 1920s until the mid 1970s. Focusing on how Tériade’s career may be interpreted in the context of the art world of the twentieth century, the historical approach of the dissertation is enriched by the use of methodological tools from sociology and sociology of art, mainly the concepts of mediation, social networks, and symbolic and financial capital. Through his writings in the interwar Parisian art press and especially through his publications ‘Verve’ from the late 1930s onwards, and taking advantage of a strong professional network that he built, Tériade became established as an important mediator of modern art, who collaborated with and promoted artists such as Henry Matisse, Pablo Picasso, Henri Laurens, Marc Chagall, Fernand Léger and Joan Miró, whose art corresponded to his aesthetic ideal. This ideal consisted in a post-cubist aesthetic, and in particular in what Tériade called lyrical plasticity, a combination of pure plastic values with the artist’s emotion. Tériade shaped this perception as a young art critic and later realised it through his choices and strategy as a publisher, when the artists with whom he collaborated were recognised as the classic masters of modernism. The dissertation consists of four parts. The first part discusses and evaluates the methodological interpretive tools of the dissertation. The second part is dedicated to the activities and ideas of Tériade as an art critic, as well as to the building of his professional network. The third part deals with Tériade as a publisher, analysing his publications not only in aesthetic terms but also in relation to the networks through which modern art was created and disseminated, and in connection with the exchange of symbolic and financial capital between the members of these networks. The fourth part discusses the recognition that Tériade enjoyed in the last years of his life and his posthumous fame, as well as his symbolic ‘repatriation’ through his establishment of the Theophilos Museum and the Stratis Eleftheriadis-Tériade Museum-Library in Lesvos. Overall, I use the case of Tériade to highlight the importance of the role of mediators and networks in art production and diffusion and the complex matrix of interactions and interdependencies among actors of the art world on the basis of aesthetic principles and issues of financial success and social recognition.
M.A. thesis by Poppy Sfakianaki
M.A. thesis, University of Crete, 2009
Conference Presentations by Poppy Sfakianaki
Conference paper in the conference Περίοδοι κρίσης και αλλαγές παραδείγματος [Periods of crisis and paradigm shifts], organised by the Association of Greek Art Historians and The Benaki Museum, Athens, 2019
Conference paper for the session "The artist interview: an interdisciplinary approach to its hist... more Conference paper for the session "The artist interview: an interdisciplinary approach to its history, process and dissemination" organised in the context of the 2019 annual conference of the Association for Art History in Brighton, 4-6 April 2019.
Conference paper for the tenth international graduate conference in Modern Greek Studies "Works i... more Conference paper for the tenth international graduate conference in Modern Greek Studies "Works in Progress: New Approaches", organised by Seeger Center for Hellenic Studies, Princeton University, New Jersey, 2018.
Conference paper for the international conference "Modernismes en Méditerranée. Parcours artistiq... more Conference paper for the international conference "Modernismes en Méditerranée. Parcours artistiques et critiques 1890-1950" (Sorbonne Université-Centre Chastel, AMU TELEMMe, IMEC), Mucem, Marseille, 2018.
Uploads
Papers by Poppy Sfakianaki
embraced the idealistic approach to Greece that was being pushed
by the French intelligentsia at the time and highlighted an ancient, mythical and bucolic vision of Greece through his publications, far from both the recent trials of the Greek people and the approach of
contemporary Greek artists. With the rare exceptions of Yannis Tsarouchis and Manolis Calliyannis, Tériade did not really make any connections with Greek painters. Nevertheless, from the end of the fifties onward, and thanks to his friends Angelos Katakouzinos, Odysseus Elytis and Tsarouchis, he developed a certain nostalgia for Greece, and his native island in particular. This nostalgia led to two important donations to the Greek state: the Theophilos Museum (1965) and the Museum-Library Stratis Eleftheriadis-Tériade (1979), in his birthplace Varia. These two museums corresponded to French culture minister André Malraux’s idea of decentralising culture, and they not only contributed to the cultural and economic life on the island of Lesbos but they also facilitated Tériade’s repatriation and reinforced his legitimacy with the Greek intelligentsia and the public at large as a patron of the diaspora.
French cultural establishment.
Προσεγγίζοντας κριτικά αυτή την έρευνα, θα αναλύσω τις απόψεις που διατυπώθηκαν είτε υπέρ της χρησιμότητας της τεχνοκριτικής (υπεράσπιση νέων τάσεων και σύγχρονων καλλιτεχνών, εκπαίδευση κοινού, καταγραφή της ιστορίας της τέχνης) είτε κατά (σχέση εξάρτησης με το εμπόριο, εξυπηρέτηση συμφερόντων, συγκαλυμμένος διαφημιστικός χαρακτήρας), λαμβάνοντας υπόψη το αισθητικό, ιδεολογικό και επαγγελματικό υπόβαθρο των ερωτώμενων. Στο πλαίσιο της ανάλυσής μου, θα δώσω έμφαση αφενός στην αμφισβήτηση της αξίας και της αξιοπιστίας της τεχνοκριτικής, όπως προκύπτει από την έρευνα, και αφετέρου στο γεγονός πως από τις απαντήσεις που δίνονται στα ερωτήματά της παρατηρείται συχνά μετατόπιση του κέντρου βάρους της από την τεχνοκριτική στην ταυτότητα και τον διαμεσολαβητικό ρόλο του ίδιου του τεχνοκρίτη. Θα εγγράψω επίσης τη συγκεκριμένη έρευνα γνώμης στην ευρύτερη συζήτηση περί τεχνοκριτικής στο Παρίσι τα χρόνια του μεσοπολέμου, καθώς η άνθιση τόσο του εμπορίου τέχνης όσο και του τύπου, εξειδικευμένου και μη, ενισχύει την καθιέρωση της τεχνοκριτικής ως ιδιαίτερου επαγγέλματος, το οποίο δεν εξασκείται πια αποκλειστικά από λογοτέχνες. Τέλος, θα επισημάνω πως, για να κατανοήσουμε τη λειτουργία και τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας έρευνας γνώμης, πρέπει να την προσεγγίσουμε όχι μόνο ως πηγή άντλησης πληροφοριών, αλλά και ως όψη μιας αστικής, νεωτερικής δημοκρατίας, η οποία δίνει σημασία στη συλλογική διαμόρφωση γνώμης, όμως έχει όρια, στη συγκεκριμένη περίπτωση τους επαΐοντες. Από τη μια, η έρευνα φιλοξενεί πληθώρα απόψεων και στάσεων ειδικών περί την τέχνη· από την άλλη, ο επιμελητής αμβλύνει με τις καταληκτικές του παρατηρήσεις τις πιο οξείες στάσεις.
Αφενός επιθυμώ να δείξω πως η εκδοτική δραστηριότητα του Τεριάντ αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τις αισθητικές αντιλήψεις που ο ίδιος είχε διατυπώσει ήδη στα τεχνοκριτικά του κείμενα του μεσοπολέμου. Σε αυτό το πλαίσιο, θα τονίσω πως εμμένει σε ένα είδος «κλασικού μοντερνισμού» αποστασιοποιούμενος από τις εξελίξεις που σημειώνονται στο διεθνές εικαστικό περιβάλλον, το οποίο διαρκώς μεταβάλλεται. Αφετέρου θα επισημάνω ότι αυτή η σταθερή στο χρόνο εκδοτική στρατηγική του Τεριάντ εγγράφεται στο πολιτιστικό κλίμα της Γαλλίας, ιδιαίτερα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Με άλλα λόγια, θα υποστηρίξω πως οι εκδοτικές του επιλογές συμπορεύονται με την ανάδειξη των μοντέρνων καλλιτεχνών ως συμβόλων των εθνικών αξιών και την ένταξή τους στη γαλλική πολιτιστική κληρονομιά με σταθμό την ίδρυση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι το 1947.
Books by Poppy Sfakianaki
Ph.D. dissertation by Poppy Sfakianaki
M.A. thesis by Poppy Sfakianaki
Conference Presentations by Poppy Sfakianaki
embraced the idealistic approach to Greece that was being pushed
by the French intelligentsia at the time and highlighted an ancient, mythical and bucolic vision of Greece through his publications, far from both the recent trials of the Greek people and the approach of
contemporary Greek artists. With the rare exceptions of Yannis Tsarouchis and Manolis Calliyannis, Tériade did not really make any connections with Greek painters. Nevertheless, from the end of the fifties onward, and thanks to his friends Angelos Katakouzinos, Odysseus Elytis and Tsarouchis, he developed a certain nostalgia for Greece, and his native island in particular. This nostalgia led to two important donations to the Greek state: the Theophilos Museum (1965) and the Museum-Library Stratis Eleftheriadis-Tériade (1979), in his birthplace Varia. These two museums corresponded to French culture minister André Malraux’s idea of decentralising culture, and they not only contributed to the cultural and economic life on the island of Lesbos but they also facilitated Tériade’s repatriation and reinforced his legitimacy with the Greek intelligentsia and the public at large as a patron of the diaspora.
French cultural establishment.
Προσεγγίζοντας κριτικά αυτή την έρευνα, θα αναλύσω τις απόψεις που διατυπώθηκαν είτε υπέρ της χρησιμότητας της τεχνοκριτικής (υπεράσπιση νέων τάσεων και σύγχρονων καλλιτεχνών, εκπαίδευση κοινού, καταγραφή της ιστορίας της τέχνης) είτε κατά (σχέση εξάρτησης με το εμπόριο, εξυπηρέτηση συμφερόντων, συγκαλυμμένος διαφημιστικός χαρακτήρας), λαμβάνοντας υπόψη το αισθητικό, ιδεολογικό και επαγγελματικό υπόβαθρο των ερωτώμενων. Στο πλαίσιο της ανάλυσής μου, θα δώσω έμφαση αφενός στην αμφισβήτηση της αξίας και της αξιοπιστίας της τεχνοκριτικής, όπως προκύπτει από την έρευνα, και αφετέρου στο γεγονός πως από τις απαντήσεις που δίνονται στα ερωτήματά της παρατηρείται συχνά μετατόπιση του κέντρου βάρους της από την τεχνοκριτική στην ταυτότητα και τον διαμεσολαβητικό ρόλο του ίδιου του τεχνοκρίτη. Θα εγγράψω επίσης τη συγκεκριμένη έρευνα γνώμης στην ευρύτερη συζήτηση περί τεχνοκριτικής στο Παρίσι τα χρόνια του μεσοπολέμου, καθώς η άνθιση τόσο του εμπορίου τέχνης όσο και του τύπου, εξειδικευμένου και μη, ενισχύει την καθιέρωση της τεχνοκριτικής ως ιδιαίτερου επαγγέλματος, το οποίο δεν εξασκείται πια αποκλειστικά από λογοτέχνες. Τέλος, θα επισημάνω πως, για να κατανοήσουμε τη λειτουργία και τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας έρευνας γνώμης, πρέπει να την προσεγγίσουμε όχι μόνο ως πηγή άντλησης πληροφοριών, αλλά και ως όψη μιας αστικής, νεωτερικής δημοκρατίας, η οποία δίνει σημασία στη συλλογική διαμόρφωση γνώμης, όμως έχει όρια, στη συγκεκριμένη περίπτωση τους επαΐοντες. Από τη μια, η έρευνα φιλοξενεί πληθώρα απόψεων και στάσεων ειδικών περί την τέχνη· από την άλλη, ο επιμελητής αμβλύνει με τις καταληκτικές του παρατηρήσεις τις πιο οξείες στάσεις.
Αφενός επιθυμώ να δείξω πως η εκδοτική δραστηριότητα του Τεριάντ αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τις αισθητικές αντιλήψεις που ο ίδιος είχε διατυπώσει ήδη στα τεχνοκριτικά του κείμενα του μεσοπολέμου. Σε αυτό το πλαίσιο, θα τονίσω πως εμμένει σε ένα είδος «κλασικού μοντερνισμού» αποστασιοποιούμενος από τις εξελίξεις που σημειώνονται στο διεθνές εικαστικό περιβάλλον, το οποίο διαρκώς μεταβάλλεται. Αφετέρου θα επισημάνω ότι αυτή η σταθερή στο χρόνο εκδοτική στρατηγική του Τεριάντ εγγράφεται στο πολιτιστικό κλίμα της Γαλλίας, ιδιαίτερα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Με άλλα λόγια, θα υποστηρίξω πως οι εκδοτικές του επιλογές συμπορεύονται με την ανάδειξη των μοντέρνων καλλιτεχνών ως συμβόλων των εθνικών αξιών και την ένταξή τους στη γαλλική πολιτιστική κληρονομιά με σταθμό την ίδρυση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι το 1947.