Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                
Με βήματα αθόρυβα σε εσωτερικούς μονολόγους ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ, σελ. 36 Δημιουργός αλλά και φορέας της ανθρώπινης σκέψης η γλώσσα διατυπώνεται με δυο τρόπους. Ο ένας είναι ο κατευθυνόμενος. Ταυτίζεται με τον συμβατικό τρόπο ομιλίας και σκέψης, τον λογικό, που έχει ως έκφρασή της την επικοινωνία και την επιστήμη. Ο άλλος είναι ο μη κατευθυνόμενος και αφορά τον συνειρμικό και λανθάνοντα τρόπο, έσχατη μορφή του οποίου είναι το όνειρο. Προκειμένου να προσδιορίσει τις δύο αυτές διαφορετικές πλευρές της γλώσσας η συγγραφέας και θεωρητικός Τζούλια Κρίστεβα (Julia Kristeva, 1941-) χρησιμοποιεί τους όρους συμβολικό και σημειωτικό. Η συμβολική πλευρά της γλώσσας συνδέεται, για την Κρίστεβα, με την εξουσία, την καταπίεση, την τάξη, τον έλεγχο. Η σημειωτική χαρακτηρίζεται από μετατόπιση και ολίσθηση υποδεικνύοντας έναν πολύ χαλαρότερο, πολύ πιο τυχαίο τρόπο έκφρασης, που είναι η ποίηση. Το μοντέλο που παρουσιάζει η Κρίστεβα είναι το γνωστό λακανικό μοντέλο του συνειδητού-ασυνειδήτου: Jacques Marie Émile Lacan,  1901-1981  το συνειδητό, η ταχτοποιημένη επιφάνεια των σαφών δομών· το ασυνείδητο σχετίζεται με την ποίηση. Ολισθαίνοντας συχνά προς το ασυνείδητο ο λόγος της ποίησης, με τον ανοικειωτικό τρόπο διατύπωσης, συναντά προσκόμματα στη μεταφορά του σε μια ξένη γλώσσα. Απαιτείται εμπειρία όχι μόνο στη γλώσσα αλλά και στην ποίηση. Η απόδοση ωστόσο συνιστά ένα άνευ όρων σπουδαίο εισιτήριο. Η ποίηση αφενός βρίσκει τον παγκόσμιο χαρακτήρα της, αφετέρου η σκέψη του ποιητή/της ποιήτριας διαλέγεται με ευρύτερο κοινό. Το εγγενώς δύσκολο εγχείρημα της απόδοσης των ποιημάτων του Νίκου Μυλόπουλου στη γερμανική γλώσσα επιτέλεσε με προσοχή και συνέπεια η καθηγήτρια της Γερμανικής γλώσσας-ποιήτρια Κατερίνα Λιάτζουρα. Στη συλλογή Θερίσματα ζωής και ερώτων (εκδόσεις Στίξις 2022) αποδίδει στα γερμανικά 24 ποιήματα από οχτώ συλλογές του Μυλόπουλου και 10 τετράστιχα, δείγμα του ποιητικού του λόγου στο γερμανόφωνο κοινό. Η εισαγωγή του Γιώργου Ρούσκα με τίτλο Προοικονομίας το εύλογον φωτίζει την ποιητική του έκφραση, όπως και ο επίλογος της μεταφράστριας. Κατά τον Γιώργο Ρούσκα, τα ποιήματα του Μυλόπουλου συχνά με δομή μικρού μονολόγου ή συμπυκνωμένου μονόπρακτου, με ένα ποιητικό υποκείμενο να μιλά για όλα, να αισθάνεται πεντακάθαρα τα τεκμαιρόμενα, με μνήμη αλώβητη, χωρίς αυταπάτες, χωρίς να απελπίζεται, με θάρρος και αυτογνωσία, με σουρεαλιστική εξάρτυση, με την αγάπη καταλύτη, με τον έρωτα να δίνει ζωή στα κύτταρα, να συσπειρώνεται στο «εμείς» […]… (σελ. 6-12) Κατά την Κατερίνα Λιάτζουρα, ποιητής με ευαισθησία και ανθρωποκεντρική θεματική ο Μυλόπουλος παλαντζάρει από τη μια προς τη ρομαντική όψη των πραγμάτων και από την άλλη προς τον σκληρό ρεαλισμό της ζωής. (σελ. 70-72) Ανθρωποκεντρική και εσωστρεφής στη βάση της, πράγματι, η ποίηση του Νίκου Μυλόπουλου χαρακτηρίζεται για την αμεσότητα με την οποία προβάλλει τον προβληματισμό της. Ποίηση μεταϋπερρεαλιστική, της υπαρξιακής εμπειρίας, εστιάζει στο δίπολο ζωή-θάνατος. Το ατομικό και συλλογικό άγχος, ο ατομικός και συλλογικός πόνος για τα τεκταινόμενα, την τραγική κατάληξη της ύπαρξης, τη μοναξιά, την αλλοτρίωση, το αίσθημα του αδιεξόδου, αποτυπώνονται στα ποιήματα του Μυλόπουλου μέσα από ρεαλιστική και υπερρεαλιστική γλώσσα. Πρόθεση της ρεαλιστικής να αναπαραστήσει πιστά την πραγματικότητα. Της υπερρεαλιστικής να συνενώσει το συνειδητό με το ασυνείδητο, να αποδώσει το όνειρο, όπως και το παράλογο, ένα είδος συγκινησιακής εκκένωσης ώστε να αποφύγει τον βαθύ συγκλονισμό. Στα ποιήματα της συλλογής Θερίσματα ζωής και ερώτων ο Μυλόπουλος στρέφεται προς εαυτόν. Στο δεύτερο πρόσωπο -του διαλόγου, αλλά και του εσωτερικού μονολόγου-, η ποιητική έκφραση, με τη μνήμη φορέα της ενδόμυχης συγκίνησης, αποτιμά την προσωπική σχέση με τον χρόνο. Στοχαστικός ο τόνος και ελεγειακός, η εικονοποιία και η αντίθεση πρωτοστατούν. Επικεντρώνεται στους φόβους, στις απογοητεύσεις, αλλά και στον έρωτα που -κατά τη γνώμη του υποκειμένου- καταργεί τον θάνατο, ξορκίζει το κακό. Εστιάζει επίσης στην ποίηση, το «καταφύγιο», κατά την έκφραση του Κώστα Καρυωτάκη. Ο έρωτας αποτυπώνεται με λέξεις που εκφράζουν αισθησιασμό, με τη μεταγλώσσα της αλφαβήτας. Μελετώντας προσεκτικά του κορμιού σου τα λάμδα/ Και τα δύο μετέωρα όμικρον στη βάση του στήθους/ Επιμελώς εκπαίδευα τ’ αναλφάβητα όνειρά μου/ Ξόρκιζα έτσι το κακό καταργώντας τον θάνατο./ Στοχαστής των ύστερων ερωτικών χρόνων/ Ικέτης μιας πλανόδιας νυχτερινής προστασίας/ Λάτρευα το υπέροχο άρωμα στο ύψιλον των περιπτύξεων […] (Τ’ ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, σελ. 32) Ο θάνατος, κυρίαρχος σε πολλές συνθέσεις, εικονοποιείται με τρόπο παραστατικό. Τα λεωφορείο έβγαζε μαύρο καπνό/ Τα περιστέρια άσπρα δάκρυα/ Όμως ο δρόμος έστεκε πάντοτε ίδιος/ Είχε άλλωστε τόσα στόματα να ταΐσει/ Που πίκρανε και τα σύννεφα που έμειναν άκληρα./ Η μόνη αλήθεια που αντέχαμε/ Ήταν να ξεχάσουμε ότι υπάρχει/ Πίνοντας ψέματα στις δύο άκρες της υφηλίου/ Ψάχνοντας με επιμονή αυτό που ήταν μπροστά μας/ Ώσπου πέσαμε και οι δύο νεκροί από την προσπάθεια./ Ύστερα ακούσαμε το θόρυβο μιας πόρτας που κλείνει/ Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι χωρίς να ξέρουμε αν είμαστε μέσα/ Βαρύ στ’ αλήθεια να έχεις το χάρισμα/ Αν και ήμουν τυφλός περιδιάβαινα από κόχη σε κόχη/ Σκοντάφτοντας συνέχεια πάνω στις σκέψεις μου/ Έτσι κάθε βράδυ καληνυχτούσα σχολαστικά/ Ένα ένα τα άδεια δωμάτια/ Γιατί δεν ήθελα κάποιο πρωί μάτια άγνωστα/ Να τ΄ αντίκριζαν λυπημένα.// Πώς να φωτίσει μια νύχτα ολόκληρη/ Η νεκρή στρατιά των πυγολαμπίδων; (ΝΕΚΡΗ ΣΤΡΑΤΙΑ, σελ. 22) Στο πρώτο ενικό πρόσωπο το ποιητικό υποκείμενο εξωτερικεύει την υποκειμενική του θεώρηση για τον κόσμο, την κοινωνική και υπαρξιακή του αγωνία κυρίως. Δεν πέταξα λιθάρια κόκκινα στον ουρανό λερώνοντας το μέλλον Έψαχνα μόνο σε πορφυρή αγκαλιά μια εκδρομή στο φως Και πρόσωπα αόρατα έντιμων δολοφόνων […] (ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ, σελ. 36) Οι διαψεύσεις δημιουργούν στο ποιητικό υποκειμένο ένα πικρό συναίσθημα που καταλήγει στη διατύπωση αποφθεγματικού λόγου: […] Γέλιο πικρό θέλει η ζωή και τέχνη να την ζεις Σε έργο μακρόσυρτο κι αυτοτελές εικονική υποδυόμαστε γενναιότητα. (ΓΕΛΙΟ ΠΙΚΡΟ, σελ. 38) Ο ειρωνικός και σκωπτικός τόνος ενυπάρχει στην προσπάθεια της ποιητικής έκφρασης να αναδείξει τη δυσανασχέτηση ή να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα: Η πόρτα έτριζε παράξενα χρώματα/ Φτιαγμένη από ανοξείδωτο ήταν πανί/ Πίσω της άνθρωποι που χάρτινα φτερά αντί για φτέρνες είχαν/ Λοφίο κόκκινο πιο πάνω απ’ το μυαλό/ Ασπρόμαυρα ηλιοβασιλέματα κοστούμια εκκεντρικά/ Με τεράστιες τσέπες για να στοιβάζουν μέσα τους/ Παλιές αγάπες, πέτρες και χώματα./ Ανασαίνοντας δύσκολα τον μολυσμένο αέρα/ Της κάθε χθεσινής γιορτής/ Ψάχναμε με αγωνία ένα κομμάτι ουρανού/ Δύο σιωπές σε μια γωνιά αγκαλισμένες να ξυπνούν. (ΔΥΟ ΣΙΩΠΕΣ ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ, σελ. 52) Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο είναι το πρόσωπο του «εμείς». Με τη χρήση του ο ποιητής δείχνει πρόθεση να επικοινωνήσει με την κοινότητα, εντάσσοντας τον εαυτό του στον καθολικό προβληματισμό. Ταΐζαμε με υπομονή τα ξεχασμένα κεραμίδια Τα πουλιά βλέπεις είχαν φύγει από καιρό Χαϊδεύαμε τα βουρκωμένα κυπαρίσσια της καρδιάς μας Βαφτίζοντας τα κατάρτια στα πλοία της αναζήτησης. […] (ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ, σελ. 40) Η συλλογή Θερίσματα ζωής και ερώτων ολοκληρώνεται με τα τετράστιχα τα οποία αποτυπώνουν με τρόπο πυκνό και στοχαστικό τις προσδοκίες και τις απογοητεύσεις του ποιητικού υποκειμένου, τις πεποιθήσεις απέναντι στη ζωή, τον έρωτα, την ποίηση, όσα συμβαίνουν. Με σώμα βαμμένο στα κόκκινα Τριαντάφυλλο που μόλις φαινόταν, λιγόστευα. Κανείς χωρισμός δεν πονούσε Σαν το ξημέρωμα. (σελ. 68) Η ποιητική γλώσσα του Νίκου Μυλόπουλου στη συλλογή Θερίσματα ζωής και ερώτων έχει στο σύνολό της τόνο μελαγχολικό. Πηγάζει από τη διάθεση του προσωπικού απολογισμού, την επώδυνη καταβύθιση στο εγώ, την ενηλικίωση. Λυρική και δραματική, με συναισθηματική φόρτιση και εσωστρέφεια, αποτυπώνει τις αυταπάτες, τη ματαιότητα. Ποίηση της προσμονής και της διάψευσης, χρησιμοποιεί κυρίως λεξιλόγιο αγωνιώδες και αρνητικής χροιάς (ξάγρυπνος, τρέμοντας, χλομάδα, ακίνητη, ισοβίτης, κ. ά.). Εστιασμένη στη ζωή και στον θάνατο αποτυπώνει ευρύτερα ανθρώπινα συναισθήματα, την πάλη του συνειδητού με τις δυνάμεις του ασυνείδητου, της λογικής με τον παραλογισμό, την τραγικότητα της ύπαρξης. Οι εικόνες που τεχνουργεί υποβάλλουν. Αποκαλύπτουν το έρεβος του θανάτου, τη θλίψη αλλά και την ομορφιά της ζωής. ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ 5