Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                

Χρησιμοποιώντας τον Φουκώ στην εκπαιδευτική έρευνα

Χρησιμοποιώντας τον Φουκώ στην εκπαιδευτική έρευνα Του Ansgar Allen Ο Φουκώ έγινε διάσημος στη δεκαετία του 1960 και του 1970 ως ένας ανατρεπτικός και εικονοκλαστικός στοχαστής. Είχε ως στόχο να αποδείξει μέσα από προσεκτική έρευνα ότι όλα έχουν μια ιστορία, ακόμα και η ηθική, όπως είχε κάποτε υποστηρίξει ο Νίτσε. Αν όλα έχουν ιστορία, τα πάντα είναι ενδεχόμενα και ως εκ τούτου, τουλάχιστον κατ 'αρχήν, είναι ανοικτά στην αλλαγή. Ο Φουκώ πίστευε ότι η αλλαγή είναι δυνατή σε επίπεδα και σε χώρους που εμείς θεωρούμε δεδομένα. Ο Φουκώ είναι δύσκολο να ταξινομηθεί, τόσο όσον αφορά τη πνευματική εργασία του όσο και τις πολιτικές δεσμεύσεις του. Είναι συζητήσιμο το κατά πόσον ή όχι θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως φιλόσοφος, ιστορικός, θεωρητικός ή κριτικός. Ο Φουκώ τείνει να βρεθεί ανάμεσα σε δύο ή ακόμη και εκτός από τις συμβατικές κατηγορίες, κι αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο έχει συνδεθεί με μια σειρά από αντικρουόμενες θέσεις: έχει χαρακτηριστεί ως στρουκτουραλιστής, μεταδομιστής, μεταμοντέρνος, αντι-ανθρωπιστικής ακόμα και, μάλλον συγκεχυμένα, ως στοχαστής της παράδοσης του Διαφωτισμού. Σε πολιτικό επίπεδο υπάρχει διαφωνία για το αν ήταν ένας αριστερός αγωνιστής, ένας ακτιβιστής ή ένα κρυφός συντηρητικός. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο ο Φουκώ αποφεύγει την ταξινόμηση αυτή μπορεί κάλλιστα να είναι ένα μέτρο της συνεχιζόμενης επιτυχίας του σε δύσκολες συνθήκες και σε όλο και πιο εύκολες ερμηνείες του παρελθόντος ή του παρόντος. Δύναμη και γνώση Στην εκπαιδευτική έρευνα, ο Φουκώ είναι γνωστός για τη δουλειά του από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η οποία εξέτασε τη δύναμη και τη σχέση της με τη γνώση. Προσπάθησε να μετασχηματίσει το τρόπο που βλέπουμε τη δύναμη και την παραγωγή της γνώσης. Αυτό οδήγησε σε παρεξηγήσεις. Για παράδειγμα, ο ισχυρισμός ότι η γνώση έχει «γίνει δυσδιάκριτη από την εξουσία» αποδόθηκε λανθασμένα στο έργο του. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος φρόντισε να απορρίψει την ιδέα ότι «η γνώση είναι δύναμη» ή ότι «η δύναμη είναι γνώση". Αν αυτοί οι όροι είναι εναλλάξιμοι, θα υπήρχαν πολύ λίγα για να διερευνήσει κανείς. Ταυτόχρονα ο Φουκώ θέλησε να ανατρέψει την ιδέα ότι η πραγματική γνώση ή η αλήθεια μπορεί να παραχθεί μόνο σε περίπτωση απουσίας της εξουσίας. Σύμφωνα με τη συμβατική λογική, η δύναμη δεν πρέπει να επιτραπεί να αλλοιώσει την παραγωγή της γνώσης. Η πρόκληση του Φουκώ στη σύμβαση αυτή αναπτύσσει μια ιδέα παρμένη από τον Νίτσε, αυτή είναι η άποψη ότι ένα πράγμα μπορεί να «προκύψει από το αντίθετό του». Η εξουσία δεν μπορεί να αλλοιώσει τη γνώση, γιατί η γνώση είναι ήδη προϊόν της εξουσίας. Αν και η γνώση μερικές φορές φαίνεται να εδρευεί κάπου πάνω από τη σύγχυση της καθημερινής ζωής, είναι στενά συνδεδεμένη με τον «αναλώσιμο, σαγηνευτικό, παραπλανητικό, ταπεινό κόσμο που την παράγει». Τα τεστ νοημοσύνης, για παράδειγμα, έχουν διαμορφωθεί μέσα στο εννοιολογικό πλαίσιο της εκπαίδευση των αρχών του εικοστού αιώνα. Η ίδια η αντίληψη μας για τη νοημοσύνη ήταν επομένως το ιδιότυπο προϊόν μιας ουσιαστικά αυθαίρετης θεσμικής ρύθμισης. Η ανάλυση αυτή μπορεί να επεκταθεί για να δείξει πώς η εξουσία συνεχίζει να μας επηρεάζει μέσα από την παραγωγή της γνώσης. Η ανάπτυξη των τεστ νοημοσύνης μπορεί να τοποθετηθεί μέσα σε ένα πολύ μεγαλύτερο μετασχηματισμό που βρίσκεται σε εξέλιξη τουλάχιστον από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Φουκώ υποστήριξε ότι υπήρξε μια γενικότερη «αντιστροφή της ορατότητας» χάρη στην οποία προηγουμένως αγνοημένες, άγνωστες και περιθωριοποιημένες ομάδες ήρθαν στο προσκήνιο. Ο γενικός πληθυσμός είχε εξεταστεί σχολαστικά, με μια διαδικασία αντικειμενοποίησης κατά την οποία εντοπίστηκαν νέα επίπεδα για τη λειτουργία της εξουσίας. Μέσα από διάφορα δίκτυα παρατήρησης και τήρησης αρχείων, το «κατώφλι της περιγράψιμης ατομικότητας» είχε μειωθεί. Είτε άμεσα ορατά μέσω των μορφών της οπτικής επιτήρησης, είτε έμμεσα ορατά μέσω του μονοπατιού των δεδομένων που αφήνουμε καθώς περνάμε μέσα από διάφορους φορείς και θεσμούς, συλλαμβανόμαστε μέσα σε ένα μεγάλο όγκο εγγράφων που συνωμοτούν για να κάνουν τις πιο μπανάλ πτυχές της ζωής μας προσβάσιμες στην επίδραση της δύναμης. Στην περίπτωση της σχολικής εκπαίδευσης, τα συστήματα τήρησης αρχείων και επιτήρησης συνοδεύονται από αρχιτεκτονικές της εξουσίας που κυμαίνονται από το σχεδιασμό των σχολικών κτιρίων έως την κατασκευή και την τοποθέτηση των καθισμάτων. Οι ρυθμίσεις αυτές συνδυάζονται με προσεκτικά επινοημένες σχέσεις ηθικού εξαναγκασμού μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών (συχνά με τη πιο καλοπροαίρετη όψη), όπου το «τελικό σημείο είναι η παραγωγή ενός αυτο-πειθαρχούμενου, αυτο-ρυθμιζόμενου πολίτη». Δεν είναι τυχαίο, υποστήριξε ο Φουκώ, ότι η μαζική εκπαίδευση επεκτάθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών. Τα σχολεία του δέκατου ένατου αιώνα ανέπτυξαν μια ποικιλία από «μικρούς, καθημερινούς, φυσικούς μηχανισμούς» που θα εγγυάται την «υποβολή των δυνάμεων και των σωμάτων» κάτω από ένα σύστημα που ήταν μόνο «επί της αρχής ισότιμο [και δημοκρατικό]». Με άλλα λόγια, ο λόγος (discourse) των δημοκρατικών ελευθεριών ήταν στενά συνδεδεμένος με μια «σημαντική επέκταση των διαδικασιών ελέγχου, περιορισμού και εξαναγκασμού», όπου τα σχολεία ήταν υπεύθυνα για την ενσωμάτωση εκείνων των τεχνικών που αποτέλεσαν τη «σκοτεινή πλευρά» του δημοκρατικού προτάγματος. Η εξουσία μπορεί και παίρνει τη μορφή της άμεσης καταπίεσης. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές, υποστήριξε ο Φουκώ, λειτουργεί με τη διαμόρφωση των υποκειμενικοτήτων. Αντί να επιβάλει μια ολοκληρωτική χειραγώγηση της καθημερινής συμπεριφοράς μας, η εξουσία δρα επηρεάζοντας τη «συμπεριφορά δεοντολογίας», διαμορφώνει τα άτομα να κάνουν τις σωστές επιλογές από έναν περιορισμένο αριθμό αποδεκτών επιλογών. Η ελευθερία, για τον Φουκώ, είναι μια προσεκτικά κατασκευασμένη οντότητα, και τα σχολεία είναι μόνο ένας από τα πολλούς τόπους που ασχολούνται με αυτό το περίπλοκο έργο. Διασπορά της εξουσίας Ακριβώς όπως ο Φουκώ αμφέβαλε για την ύπαρξη της αντικειμενικής αλήθειας, είχε εκφράσει επίσης αμφιβολίες για τη δυνατότητα επίτευξης αληθινής ελευθερίας. Προσπάθησε να αποδείξει ότι μια τέτοια κατάσταση είναι αδύνατη και ότι θα πρέπει να αποφύγουμε τις αποπλανήσεις αυτού του ουτοπικού ονείρου, όταν, για παράδειγμα, μας ενθαρρύνουν να πιστεύουμε ότι ο νόμιμος στόχος της εκπαίδευσης είναι να παράγει αυτόνομα, ορθολογικά και ελεύθερα σκεπτόμενα άτομα. Τέτοιες ελπίδες αντιπροσωπεύουν μια αναστολή της κριτικής συνείδησης, επιτρέποντας σε λειτουργίες της εξουσίας να εισέλθουν λαθραία. Για να αποφευχθεί αυτή η μορφή της αναλυτικής τύφλωσης, ο Φουκώ υιοθέτησε τη θέση της αέναης κριτικής που υποθέτει ότι «τα πάντα είναι επικίνδυνα». Είδε την εξουσία περισσότερο ως διασπαρμένη παρά ως εντοπισμένη σ’ ένα ιδιαίτερα ισχυρό και καταναγκαστικό θεσμό. Επίσης, αρνήθηκε ότι η εξουσία διέπεται από οποιαδήποτε κεντρική οργανωτική αρχή παρόλο που συχνά είναι δελεαστικό να υποστηρίξει κανείς ότι η εξουσία αντιπροσωπεύει τα ευρύτερα συμφέροντα του κεφαλαίου, την πατριαρχία ή το κράτος. Αυτά είναι «μετατοπίσεις», υποστήριξε ο Φουκώ, με τις οποίες θα αποφεύγουμε το πραγματικό ερώτημα της εξουσίας σε όλες τις πολύπλοκες λεπτομέρειες της. Η δυσκολία με τη θέση του Φουκώ είναι ότι υπαινίσσεται την αδυνατότητα καταγγελίας της εξουσίας από έξω, απλώς και μόνο επειδή η εξουσία είναι παντού. Πράγματι, η φουκωϊκή κριτική αρνείται γενικά να καθοδηγείται από εξωτερικά πρότυπα ή νόρμες, έναντι των οποίων θα μπορούσαμε να μετρήσουμε και να κρίνουμε συγκεκριμένες περιπτώσεις εξουσίας. Ο Φουκώ δεν αποθαρρύνθηκε, υποστηρίζοντας ότι η κριτική είναι πιο παραγωγική όταν υποθέτει ότι η εξουσία είναι παντού, συγκροτώντας την καθημερινή ζωή, συμπεριλαμβανομένου του ηθικού σύμπαντος μέσα από το οποίο θα θέλαμε να εκδίδουμε τις καταδίκες μας. Ο Φουκώ υποστήριξε ότι όταν τα άτομα ή οι ομάδες αναπτύσσουν μια κοινωνική κριτική που βασίζεται στην ψευδαίσθηση ότι έχουν διαγνωστεί οριστικά την εξουσία, και όταν προσπαθούν για τη θεσμική, κοινωνική και πολιτική αλλαγή με βάση αυτή τη διάγνωση, τότε σχεδόν «αναπόφευκτα» επανεπενδύουν μερικούς από τους  «ίδιους μηχανισμούς εξουσίας» που επιδιώκουν να απορρίψουν. Ήταν ιδιαίτερα επικριτικός με τις επαναστατικές δραστηριότητες που καθοδηγούνται από μια μαρξιστική ανάλυση της κρατικής εξουσίας, υποστηρίζοντας ότι τα σοσιαλιστικά κράτη αναπαράγουν, με διαφορετικό μανδύα, τις ωμότητες και τις αδικίες που προσπάθησαν να καταστρέψουν. Αυτό οφείλεται, εν μέρει, στην έλλειψη έρευνας και σε μια τάση να μειώνουν τις πολυπλοκότητες της εξουσίας σε απλοϊκές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Ενάντια σε αυτή τη τάση τύφλωσης σχετικά με την εξουσία, ο Φουκώ, υποστήριξε μια αφθονία «σχολαστικών και υπομονετικά τεκμηριωμένων» ερευνών για τις πολλαπλές επιπτώσεις και τους τρόπους λειτουργίας της εξουσίας. Οι ερευνητές, οι οποίοι επιδιώκουν να υιοθετήσουν το θεωρητικό πλαίσιο του Φουκώ καλούνται ως εκ τούτου να αποφύγουν τη διατύπωση απόψεων που βασίζονται σε ένα σιωπηρό ιδανικό σχετικά με το πώς είναι ή πρέπει να είναι η εκπαίδευση. Αυτή η αντι-κανονιστική οπτική θα τους επιτρέψει να εξετάσουν εκπαιδευτικές ανησυχίες με μεγαλύτερη προσοχή και κριτική διορατικότητα. Χρησιμοποιώντας τον Φουκώ Ο Φουκώ θα αντιστεκόταν, ίσως, στην ιδέα μιας εισαγωγής ή επισκόπησης του έργου του, αφού έχει υποστηρίξει ότι οι προσπάθειες για να παρέχουμε μια ολοκληρωμένη περιγραφή του έργου ενός συγγραφέα τείνουν να δημιουργήσουν μια υπερβολικά τακτοποιημένη εικόνα που μπορεί να «εξημερώνει» τις ιδέες του συγγραφέα. Κάποτε πρότεινε ότι το έργο του θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό ως μια «εργαλειοθήκη» από το οποίο οι άλλοι μπορούν να εξάγουν τα μέρη που τους είναι χρήσιμα. Ήθελε να αποφύγει να θεωρηθεί ότι προσφέρει ένα «γενικό σύστημα», ένα κυρίαρχο θεωρητικό πλαίσιο ή μια κοσμοθεωρία που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε διάφορους τομείς με ένα «ενιαίο τρόπο». Αυτό σημαίνει με τη σειρά του ότι όσοι χρησιμοποιούν τον Φουκώ έχουν μια αποσπασματική προσέγγιση στο έργο του και συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει συνεκτικό φουκωϊκό πλαίσιο βάσει του οποίου η ερμηνεία του έργου του θα μπορούσε να κριθεί για την ορθότητά της. Ενώ η πρόσκληση να χρησιμοποιήσουμε το έργο του συμβάλλει δημιουργικά στη διευκρίνιση της οπτικής του Φουκώ για τη γνώση, αυτό θα πρέπει να ενταχθεί μέσα στο γενικό πλαίσιο της πολιτικής του Φουκώ. Ο Φουκώ αντιστάθηκε στη ταξινόμηση επειδή ο ρόλος ενός διανοούμενου, κατά την άποψή του, δεν είναι να «καλουπώνει την πολιτική βούληση των άλλων». Αντίθετα, υποστήριξε «τον διανοούμενο ως καταστροφέα της απόδειξης και των καθολικοτήτων, αυτόν που, στις αδράνειες και τους περιορισμούς του παρόντος, εντοπίζει και σημειώνει τα αδύνατα σημεία, τα ανοίγματα, τις γραμμές της εξουσίας,  ο οποίος αδιάκοπα μετατοπίζει τον εαυτό του, δεν γνωρίζει ακριβώς που οδεύει, ούτε τι θα σκεφτεί αύριο, γιατί είναι πάρα πολύ προσεκτικός με το παρόν». Η πρόκληση, όπως το έβλεπε, δεν είναι να υπερασπιστεί μια πολιτική "τοποθέτηση" (η οποία προϋποθέτει ότι οι διαθέσιμες επιλογές έχουν ήδη οριστεί), αλλά να βοηθήσει «να αναδείξει νέα σχήματα πολιτικοποίησης» και ως εκ τούτου να εργαστεί προς την κατεύθυνση ακόμη και αφάνταστων μορφών κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η συμβολή του Φουκώ στη μελέτη της εκπαίδευσης, ως κοινωνικό και πολιτικό θεσμό, πρέπει να γίνει κατανοητή υπό αυτό το πρίσμα. Πηγή: British Educational Research Association Μετάφραση: Αντώνης Γαλανόπουλος