Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                

19. Aυγουστίνος - Ιερώνυμος.pdf

Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ SENSUS ΣΤΟΝ CONSENSUS Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ SENSUS ΣΤΟΝ CONSENSUS ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Κ. & Μ. ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου. Από τον sensus στον consensus ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Κ. & Μ. ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015 Τηλ. 2310-264.748 2310-900.777 69.46.461.460 email : anstamoulis@hotmail.com ISBN 978-618-5161-24-8 Όλα τα δικαιώματα μετάφρασης, αναπαραγωγής και προσαρμογής κατοχυρωμένα για όλες τις χώρες του κόσμου. Copyright © by ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Κ. & Μ. ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, 2015. All rights reserved Σ ον α α ώ α ο Α χ πί οπο Α νών α πά . ΙΕΡΩ Υ Ο Ε άο ανα ί μ «Πᾱσι τοῑς πληκτισμοῡ ἐπιδεομένοις ἐπιπλήσσων, ἀλλά μή πλήσσων, ὑποπιέζων εἰς ἐντροπήν, ἀλλά μή εἰς ἀνατροπήν…τό ἰσχυρόν φυλάσσων… τόν λαόν εἰρηνικῶς ποιμαίνων˙τό ἐνοχλούμενον ἐνισχύων… τό ἀρρωστοῡν ἰώμενος… τό συντετριμμένον καταδεσμῶν… ὡς ποιμήν χρηστός τῷ κόλπῳ συνάγων τά ἀρνία». (Διαταγαί των αγίων Αποστόλων 2, 20). ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ...................................................................... ΕΙΣΑΓΩΓΗ.................................................................................. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ EΠΙΣΤΟΛΗ 28η Ο Αυγουστίνος, στον φίλτατο κύριο και λίαν πεπαιδευμένο, αξιοσέβαστο και πεφιλημένο αδελφό και συμπρεσβύτερο Ιερώνυμο...................................................................... ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 40ή Ο Αυγουστίνος, στον φίλτατο κύριο και λίαν πεπαιδευμένο, αξιοσέβαστο και πεφιλημένο αδελφό και συμπρεσβύτερο Ιερώνυμο ............................................................................ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 71η Στον σεβαστό και ποθητό άγιο αδελφό και συμπρεσβύτερο Ιερώνυμο, ο Αυγουστίνος, εν Κυρίω χαίρειν.................... ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 112η Στον αληθινά άγιο κύριο και μακαριώτατο πάπα Αυγουστίνο, Ιερώνυμος ........................................................................ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 101η Στον φίλτατο κύριο και λίαν ποθητό και έντιμο εν Χριστώ αδελφό και συμπρεσβύτερο Ιερώνυμο, ο Αυγουστίνος, εν Κυρίω χαίρειν.............................................................................. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 102η Στον αληθινά άγιο και μακαριώτατο πάπα Αυγουστίνο, ο Ιερώνυμος, εν Κυρίω χαίρειν .................................................... 9 11 21 29 39 47 83 85 8 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 105η Στον αληθινά άγιο και μακαριώτατο πάπα Αυγουστίνο, Ιερώνυμος ................................................................................... ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 115η Στον αληθινά άγιο κύριο και μακαριώτατο πάπα Αυγουστίνο, ο Ιερώνυμος, εν Χριστώ χαίρειν ................................... ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ EΠΙΣΤΟΛΗ 82η Στον φίλτατο και εν σπλάγχνοις Χριστού τιμιώτατο άγιο αδελφό και συμπρεσβύτερο Ιερώνυμο, ο Αυγουστίνος, εν Κυρίω χαίρειν ............................................................................. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ EΠΙΣΤΟΛΗ 73η Στον σεβαστό και ποθητό άγιο αδελφό και συμπρεσβύτερο Ιερώνυμο, ο Αυγουστίνος, εν Κυρίω χαίρειν ................... ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 103η Στον αληθινά άγιο κύριο και μακαριώτατο πάπα Αυγουστίνο, ο Ιερώνυμος, εν Χριστώ χαίρειν ................................... ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ- AUCTARIUM ................................................ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ........................................................................ Α΄. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ............................................................. B΄. ΘΥΡΑΘΕΝ ........................................................................... Γ΄. NEOTEΡΗ ........................................................................... ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ Α΄. ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΧΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ............. Β΄. ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ......... Β1΄. Ελληνόγλωσσο.................................................................... Β2΄. Ξενόγλωσσο ........................................................................ 89 95 97 143 157 159 163 163 165 165 167 171 171 173 ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ O ταν προ εικοσιτεσσάρων ετών με αξίωνε ο Κύριος να εκδώσω, ως πρωτόλειο, στην ελληνική το έργο του αγίου Ειρηναίου Λουγδούνου ΄Ελεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, εκπληρωνόταν μία υπόσχεση στον αείμνηστο Γέροντά μου π. Αυγουστίνο, διά των χειρών του οποίου έλαβα το χάρισμα της ιερωσύνης και στον οποίο αφιέρωσα, ως όφειλα, εκείνο το βιβλίο. Από τότε που είδα ότι ο άγιος Ειρηναίος, για τις ανάγκες της στρατευομένης Εκκλησίας, βρέθηκε αγωνιζόμενος στο δυτικό στρατόπεδο της μιας και αδιαιρέτου Εκκλησίας, σιγόκαιε μέσα μου ο πόθος να γνωρίσω τους Πατέρες της Δύσης. Αυτός ο πόθος εν μέρει εκπληρώθηκε με τη διατριβή, τη σχετική με το ερμηνευτικό έργο του αγίου Αυγουστίνου De consensu evangelistarum. ΄Εχοντας τότε διαβάσει τόσα για τη διαφωνία του αγίου Αυγουστίνου με τον άγιο Ιερώνυμο, σχετικά με την περικοπή Γα 2, 11-14, δηλαδή το επεισόδιο με την κατά πρόσωπο εναντίωση του αποστόλου Παύλου στον απόστολο Πέτρο στην Αντιόχεια, αισθανόμουν ως αδήριτη ανάγκη να βρω και να μελετήσω την αλληλογραφία των δύο αγίων Πατέρων. Εκπληρώνοντας τώρα αυτόν τον κρυφό πόθο, με αξιώνει η χάρι του Κυρίου να μεταφράσω τις ένδεκα επιστολές τους, στις οποίες οι δύο Πατέρες εξέφραζαν τη διαφωνία τους όχι μόνο για την ως άνω περικοπή, αλλά και για την «κολοκύνθην» στον προφήτη Ιωνά. Διαφωνούσαν, αλλά τελικά συμφώνησαν, αποδεικνύοντας πώς η πολυφωνία μπορεί να γίνει συμφωνία, πώς η δυ- 10 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης σαρμονία μεταβάλλεται σε εναρμόνιο μέλος θεολογίας, με τη χάρι και τη δωρεά του αγίου Πνεύματος, πώς από το φρόνημα, τον sensus, μπορούμε να φθάσουμε στον consensus, στη συμφωνία. Παραδίδοντας αυτό το πόνημα της μετριότητός μου, σε μετάφραση εκ του λατινικού, δεν ήταν δυνατό να υπάρξει αφιέρωση σε κάποιο άλλο πρόσωπο, πλην του γεραρού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου. Του αφιερώνω το πόνημα άνευ ιδιοτελείας, αιτούμενος μόνο ως αντίδοση την ευχή Του. Φλώρινα, 28 Αυγούστου - ημέρα κατά την οποία εκοιμήθη ο άγιος Αυγουστίνος - του έτους 2015. Αρχιμ. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης ΕΙΣΑΓΩΓΗ O ι δύο άγιοι της μιας και αδιαιρέτου Εκκλησίας, ο Ιερώνυμος (345/348 - ca.1 420) και o Αυγουστίνος (354-430), ως πρεσβύτερος ο πρώτος, ως πρεσβύτερος δε και επίσκοπος ο δεύτερος, διακρίθηκαν ως σημαντικότατοι ερμηνευτές της αγίας Γραφής. Η αγωνία τους για την αλήθεια της αγίας Γραφής τους παρώθησε να ανταλλάξουν επιστολές. Οι στεριές και οι θάλασσες που τους χώριζαν, δεν τους εμπόδισαν να επικοινωνούν διά των επιστολών. Ευρισκόμενοι ο μεν Αυγουστίνος στον Hippo Regius της βορείου Αφρικής, ο δε Ιερώνυμος στη Bηθλεέμ2, κοπίαζαν συγγράφοντας μικρές, αλλά και εκτενείς επιστολές, οι οποίες αποτελούν ξεχωριστό τμήμα του σώματος των επιστολών τους. Γενικώς ειπείν για τις επιστολές των δύο αγίων Πατέρων: Οι επιστολές του αγίου Ιερωνύμου ανέρχονται σε εκατόν πενήντα. Είναι κυρίως ερμηνευτικού, ασκητικού και αντιαιρετικού περιεχομένου. Αλλά υπάρχουν και επιστολές παραμυθητικές. Άλλες χαρακτηρίζονται ως επικήδειοι και βιογραφίες. Οι μελετητές και ερευνητές των επιστολών του θεωρούν ότι ο Ιερώνυμος είναι «έ- 1. ca., συντομογραφία της λατινικής λ. circa, περίπου. 2. Από το 386 έως το θάνατό του ο Ιερώνυμος παρέμεινε στη Βηθλεέμ, όπου ίδρυσε μία ανδρώα μονή και τρεις γυναικείες, αλλά και μοναστηριακή σχολή, με μεγάλη βιβλιοθήκη. Αυτές οι μονές πυρπολήθηκαν από τους Πελαγιανούς. Βλ. M. von Albrecht (2011), Iστορία της Ρωμαϊκής Λογοτεχνίας, τ. 2, μτφ.-επιστημ. επιμέλεια Δ. Νικήτας, 5η έκδ., σ. 1897-1898, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης: Ηράκλειο. 12 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης νας λαμπρός επιστολογράφος, ένας συναρπαστικός αφηγητής»3. Οι επιστολές του αγίου Αυγουστίνου συμποσούνται σε διακόσιες εβδομήντα και ένα απόσπασμα. Είναι επιστολές ιδιωτικού περιεχομένου, αλλά και πραγματείες, στις οποίες πραγματεύεται θέματα ποιμαντικής και δογματικής θεολογίας προς οικοδομή του λαού. Ως πρεσβύτερος και επίσκοπος, ο οποίος μεριμνούσε για όλες τις εκκλησίες και ιδιαιτέρως για το ποίμνιό του, σπανίως γράφει για δικά του θέματα. Κατά το πλείστον, τον απασχολούν τα ζητήματα των πιστών. Εκτιμά τους παραλήπτες των επιστολών του και τους φέρεται με ευγένεια και εγκαρδιότητα, όπως θα δούμε ότι το πράττει και στις επιστολές του προς τον Ιερώνυμο. ΄Αλλοτε ελλείπει ο αυθορμητισμός στις επιστολές του, γεγονός που οφείλεται στο ότι απευθύνεται στους περισσότερους «ως διδάσκαλος ή πνευματικός οδηγός τους»4. Πρωτίστως απασχόλησε τους δύο αγίους Πατέρες, στη μεταξύ τους αλληλογραφία, η περικοπή Γα 2, 11-145, σχετική με την κατά πρόσωπο εναντίωση6 του αποστόλου Παύλου στον απόστολο Πέτρο, στην Αντιόχεια. Διαφώνησαν ανοικτά, υποστηρίζοντας ο μεν Αυγουστίνος ότι ήταν πραγματική η επιτίμηση του 3. Βλ. M. von Albrecht, ό. π., σ. 1899, 1901. 4. Βλ. M. von Albrecht, ό. π., σ. 1927, 1949, 1950-1951. 5. Η προς Γαλάτας επιστολή του αποστόλου Παύλου είναι η μόνη επιστολή, για την οποία έχουν διασωθεί υπομνήματα όλων των άλλων Λατίνων ερμηνευτών, συγχρόνων με τους δύο αγίους Πατέρες μας, όπως είναι ο Μάριος Βικτωρίνος, ο Αμβροσιαστής, ο Πελάγιος και ένας ανώνυμος συγγραφέας. 6. Κατά τους J. Dunn – J. Rogerson, ο απόστολος Παύλος υπαινίσσεται ότι παραθέτει αυτήν την αντίθεσή του ως πρότυπο για να αμιλλώνται οι Γαλάτες. Βλ. J. Dunn – J. Rogerson (2003), Eerdmans Commentary on the Bible, σ. 1377, Εerdmans: Cambridge. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 13 αποστόλου Πέτρου, ο δε Ιερώνυμος, ακολουθώντας Ανατολικούς Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς, ότι ήταν φαινομενική. Αμφότεροι εμφορούνταν από την αγωνία να υπερασπισθούν την αλήθεια των γραφομένων στην αγία Γραφή έναντι αιρετικών και παγανιστών, ιδιαίτερα έναντι του Πορφυρίου7. Των δύο αγίων Πατέρων προηγήθηκε, εν προκειμένω, ο Caius Marius Victorinus (ca. 280-363). Στο Υπόμνημά του στην προς Γαλάτας επιστολή, χαρακτηρίζει «peccatum», αμάρτημα, την πράξη του αποστόλου Πέτρου8. Λέγει ότι σαφώς «αντείπε» ο Παύλος στον Πέτρο, διότι ο Πέτρος ήταν «κατεγνωσμένος» από όλους. Βεβαίως ούτε ο Πέτρος ούτε οι υπόλοιποι «μετακινήθηκαν» προς τα ιουδαϊκά έθιμα, αλλά συγκατατέθηκαν σε αυτά πρόσκαιρα. Τόσο ο Πέτρος, όσο και ο Βαρνάβας, τηρούσαν μεν ακέραιο το Ευαγγέλιο και καταλάβαιναν ότι δεν πρέπει να ζουν 7. Το έργο του Πορφυρίου Κατά Χριστιανών λόγοι πεντεκαίδεκα πιθανώς ήταν γνωστό και στη Δύση. Δύο περικοπές του έργου Adversus Porphyrium ενός Pacatus δείχνουν ότι και εκεί δεν θεωρούνταν ακίνδυνο αυτό το έργο. Είναι πολύ πιθανόν ότι το έργο του Πορφυρίου δεν ήταν γνωστό στον Αυγουστίνο, αφ’ ενός μεν διότι δεν κυκλοφορούσε σε λατινική μετάφραση, αφ’ ετέρου δε διότι κάτι τέτοιο αφήνει να εννοηθεί η 102η επιστολή του Αd Deogratiam, το 408. Όμως τον μνημονεύει στις Retractationes 2, 31˙PL 32, 643 και στο έργο του De Civitate Dei 10, 29˙ PL 41, 308. Moλονότι δε η πατρίδα του Πορφυρίου ήταν ή η Τύρος ή η Βατανέα, ο Αυγουστίνος τον αποκαλεί “Σικελό”, «Porphyrius Siculus». Βλ. Retractationes 2, 31˙PL 32, 643 και De consensu evangelistarum 15, 23˙ PL 34, 1052. Σύμφωνα με τον Ιερώνυμο και τον Ευσέβιο Καισαρείας, o Πορφύριος έγραψε το έργο του στη Σικελία. Βλ. Ιερωνύμου, De viris illustribus 51˙PL 23, 727A και Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία 6, 19˙ PG 20, 561B. 8. Σημειωτέον ότι ο Ιερώνυμος δεν εκτιμούσε αυτό το υπόμνημα του Victorinus. 14 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης όπως οι εκ περιτομής, αλλ’ επειδή υποκρίνονταν, γι’ αυτό «και κακώς ερμήνευαν το Ευαγγέλιο και κακώς δεν ακολουθούσαν την ορθή οδό της αληθείας του Ευαγγελίου»9. Η άποψη του Ιερωνύμου περί υποκριτικής διαφωνίας δεν είναι μόνο δική του10. Προηγήθηκαν ο Ωριγένης, ο οποίος είναι ο βασικός θεμελιωτής της θεωρίας του “θεάτρου”11 και η κύρια πηγή για το υπόμνημα του Ιερωνύμου στην προς Γαλάτας επιστολή, o Δίδυμος ο τυφλός12, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και άλλοι συγγραφείς, περί των οποίων ο λόγος στον οικείο τόπο. Βεβαίως είχε προηγηθεί ο Αμβροσιαστής, αλλ’ ο Ιερώνυμος τον αποσιωπά 9. Βλ. PL 8, 1162-1163. Στον πρόλογο του Υπομνήματός του στην προς Γαλάτας επιστολή -περίπου το 388- ο Ιερώνυμος δηλώνει ότι γνωρίζει τα υπομνήματα του C. M. Victorinus στον απόστολο Παύλο και ότι τον δίδαξε ρητορική στη Ρώμη, όταν ήταν παιδί. Βλ. PL 26, 332B. 10. Ο Τερτυλλιανός, στο έργο του Adversus Marcionem, σχετικά με το επεισόδιο στην Αντιόχεια, χαρακτηρίζει τον απόστολο Παύλο «εισέτι άπειρο στη χάρι», «adhuc in gratia rudis», φοβούμενο μήπως μάταια έτρεξε ή τρέχει. Λέγει ότι, αν και εισέτι «νεόφυτος», έκρινε ότι έπρεπε να ελέγξει για ιουδαϊσμό τη συναναστροφή του αποστόλου Πέτρου με τους εθνικούς, ενώ ήταν μία αδιάφορη συναναστροφή. Ο ίδιος δε απόστολος μετέπειτα, προκειμένου να κερδίσει τους πάντες, έγινε στους Ιουδαίους ως Ιουδαίος. Βλ. PL 2, 268BC. 11. Κατά τον T. Scheck, φαίνεται ότι είχαν δίκαιο ο Ωριγένης και ο Ιερώνυμος, καθώς έβλεπαν ότι ο Πέτρος και ο Παύλος βασικά συμφωνούσαν για τις θεμελιώδεις αρχές του Ευαγγελίου, όπως αυτές προσιδίαζαν στους εξ Ιουδαίων και εθνικών πιστούς. Η διαφορά τους έγκειτο στην εφαρμογή αυτών των αρχών. Ο Ιερώνυμος είναι απρόθυμος να συμπεράνει ότι η επίπληξη του Πέτρου ήταν αδικαιολόγητη. Εισηγείται την άποψη, ότι οι δύο άνδρες υποκρίνονταν τη δημόσια αντιπαράθεση ως ζήτημα διπλωματίας. Βλ. Τ. Scheck (2010), St. Jerome’s Cοmmentaries on Galatians, Titus and Philemon, μτφ., εισαγωγή, σ. 39, University of Notre Dame Press: Notre Dame, Indiana. 12. Βλ. PG 39, 540Β, 889Α. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 15 πλήρως στον πρόλογο του υπομνήματός του στην προς Γαλάτας επιστολή. Ο άγιος Ιερώνυμος παρομοιάζει τους αποστόλους Παύλο και Πέτρο με δύο ρήτορες, οι οποίοι προσποιούνται επίπλαστες δίκες χάριν των πελατών τους. Καλεί δε όποιον πιστεύει ότι ήταν πραγματική η επίπληξη του αποστόλου Παύλου στον απόστολο Πέτρο, να εξηγήσει γιατί ο Παύλος έκανε την περιτομή στον Τιμόθεο, γιατί τήρησε ιουδαϊκά έθιμα και έγινε “Ιουδαίος”, για να κερδίσει τους Ιουδαίους. Η “παρεκτροπή” του αποστόλου Πέτρου ήταν στα πλαίσια τακτικής, την οποία υιοθέτησε προσωρινά, προκειμένου να κερδίσει τους Ιουδαίους στο Χριστιανισμό. Φρονεί, επίσης, ο Ιερώνυμος ότι αυτή η πολεμική -ούτως ειπείνπρος τον απόστολο Πέτρο συνεχίζεται και παρακάτω, στο Γα 2, 21ε. Δευτερευόντως διαφώνησαν οι δύο άγιοι για το χωρίο Ιωνάς 4, 6, όπου, αντί της λ. «κολοκύνθην» στους Ο΄που υποστηρίζει ο Αυγουστίνος, ο Ιερώνυμος έθεσε στη μετάφρασή του τη λ. «hederam», κισσόν. Στις μεταξύ τους επιστολές ασχολήθηκαν αρκούντως με αυτήν τη διαφορά. Ο ίδιος δε ο Ιερώνυμος, στην 115η επιστολή του, χαρακτήριζε την προκείμενη διαφωνία τους ως «ridiculam cucurbitae quaestionem», γελοίo ζήτημα για την κολοκύνθη˙ βεβαίως ζήτημα ουσιώδες, διότι πρόκειται για το κείμενο της Γραφής. Οι παρατιθέμενες στο πόνημά μας επιστολές, συνολικά, είναι ένδεκα: έξι του Αυγουστίνου και πέντε του Ιερωνύμου. H πρώτη, χρονικά, επιστολή είναι η 28η του Αυγουστίνου, η οποία ακολούθησε μετά από τη γνωριμία του Ιερωνύμου με τον Αλύπιο. Δεν επιδόθηκε στον Ιερώνυμο, διότι εκοιμήθη ο Profutu- 16 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης rus, ο οποίος είχε αναλάβει τη μεταφορά της επιστολής. ΄Ηδη από αυτήν την επιστολή ο Αυγουστίνος έθεσε το ζήτημα της περικοπής Γα 2, 11-14, προηγουμένως δε του είχε ζητήσει να μεταφράσει την αγία Γραφή από την ελληνική στη λατινική. Στη δεύτερη επιστολή, την 40ή, ο Αυγουστίνος αναφέρει μία «ολόκληρη επιστολή» που έλαβε από τον Ιερώνυμο, άγνωστη όμως σε εμάς. Σε αυτήν θέτει πλέον εκτενώς το θέμα της ως άνω περικοπής, διότι ανέγνωσε την ερμηνεία του Ιερωνύμου στο υπόμνημά του της προς Γαλάτας επιστολής. Αρνείται εξ ολοκλήρου την ύπαρξη υποκρισίας των αποστόλων, τονίζει την αλήθεια των γραφομένων του αποστόλου Παύλου και ακροθιγώς αναφέρεται στις πλάνες του Ωριγένη. Την 71η επιστολή του απέστειλε ο Αυγουστίνος με τον διάκονο Κυπριανό, μαζί με δύο προηγούμενες επιστολές του. Εκεί μνημονεύει τη μετάφραση του Ιώβ που έκανε ο Ιερώνυμος από το εβραϊκό κείμενο, ενώ ήδη είχε τη μετάφρασή του από την ελληνική στη λατινική. Διατυπώνει τον προβληματισμό του για τη νέα μετάφραση και μνημονεύει το περιστατικό στην πόλη Οία, τη σημερινή Τρίπολη της βορείου Αφρικής, όπου επήλθε ταραχή του λαού από τη λ. «hederam», κισσόν, αντί της κολοκύνθης, στο χωρίο Ιωνάς 4, 6. Υπερασπίζεται δε αναφανδόν το κείμενο των Ο΄. Ο Ιερώνυμος απάντησε με την εκτενή 112η επιστολή στις υπ’ αριθμ. 28, 40 και 71 επιστολές του Αυγουστίνου. Σε αυτήν αιτιολογεί τον τίτλο του βιβλίου De viris illustribus και την άποψή του γιατί ο Παύλος δεν μπορούσε να ελέγξει τον Πέτρο για κάτι που ο ίδιος έπραξε. Δηλώνει ότι στην ερμηνεία του επίμαχου χωρίου της προς Γαλάτας επιστολής ακολούθησε κυρίως τον Ωριγένη Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 17 και άλλους πέντε εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Προς επίρρωση της απόψεώς του, παραθέτει κατά βάση χωρία από τις Πράξεις των αποστόλων και την προς Γαλάτας επιστολή. Υπερασπίζεται την προσθήκη αστερίσκων και οβελίσκων στο κείμενο των Ο΄. Ασχολείται και με την ερμηνεία του Αυγουστίνου στους Ψαλμούς. Στο τέλος πραγματεύεται και τη δική του ερμηνεία στο Ιωνάς 4, 6, κατά την οποία δηλώνει ότι ακολούθησε παλαιότερους ερμηνευτές. Στην 101η επιστολή ο Αυγουστίνος δεν αποδέχεται την ύπαρξη δικού του βιβλίου εναντίον του Ιερωνύμου και αποστέλλει χαιρετισμούς στους συμμονάζοντές του. Σε αυτήν την επιστολή απάντησε ο Ιερώνυμος με την 102η επιστολή. Παραπονείται ότι προκαλείται αυτός ο πρεσβύτης από έναν νέο, δηλαδή τον Αυγουστίνο, και, ύστερα από σύντομη αναφορά στον Ρουφίνο, δηλώνει ότι προτίθεται να ανασκευάσει τα γραφόμενά του. Στην 105η επιστολή του ο Ιερώνυμος απορεί πώς δεν έφθασε στα χέρια του κάποια επιστολή του Αυγουστίνου, ενώ αυτή ανευρέθη σε νησί του Αδριατικού κόλπου. Φρονεί ότι πρέπει να αίρεται κάθε υποψία ανάμεσα σε φίλους, αλλά και παρακαλεί να μη ενοχλεί ο Αυγουστίνος «ένα γέροντα που κρύπτεται σε μικρό κελλί». Τον καλεί ή να αρνηθεί το βιβλίο του που φημολογείται ότι στρέφεται κατά του Ιερωνύμου ή να παραδεχθεί πως είναι δικό του. Παρατηρεί ότι κάποια σημεία των ερμηνειών του Αυγουστίνου είναι ασαφή και άλλα διαφέρουν από την ορθή γραμμή ερμηνείας. Η 115η επιστολή του Ιερωνύμου έχει διαφορετικό πνεύμα από τις άλλες. Εκφράζει τη χαρά του διότι άκουσε πως ο Αυγουστίνος είναι υγιής. Τον προτρέπει να απαλλαγούν από τις μεμψιμοιρίες 18 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης και να υπάρχει μεταξύ τους ειλικρίνεια και αγάπη. Μη παραλείποντας δε την αναφορά του στην «κολοκύνθην», τον καλεί να αγωνίζονται στο πεδίο της Γραφής, χωρίς να προκαλούν πόνο ο ένας στον άλλο. Ο Αυγουστίνος απάντησε στις υπ’ αριθμ. 105, 112 και 115 επιστολές του Ιερωνύμου με την εκτενέστατη επιστολή του, την 82η. Σε αυτήν κατοχυρώνει την άποψή του ότι η επιτίμηση του αποστόλου Πέτρου από τον απόστολο Παύλο ήταν πραγματική και όχι φαινομενική και επομένως ο Παύλος δεν ψεύδονταν, όταν έγραφε για το περιστατικό στην Αντιόχεια. Υποστηρίζει ότι καλώς ο Παύλος τήρησε ορισμένους τύπους του μωσαϊκού νόμου, τους οποίους ασφαλώς δεν θεωρούσε αναγκαίους για τη σωτηρία. Ουδόλως δέχεται ότι ο Ιερώνυμος πρέπει να ανακτήσει την ικανότητα της πνευματικής οράσεως, όταν του γράφει για την “παλινωδία” του Στησιχόρου. Εκφράζει δε την εκτίμησή του για την Vulgata. Αλλά επαναβεβαιώνει και την προσήλωσή του στο κείμενο των Ο΄. Γι’ αυτό προτιμά την «κολοκύνθην» στο σχετικό χωρίο του Ιωνά. Στην 73η επιστολή του ο Αυγουστίνος απαντά σε αιτιάσεις που περιέχονται στις 102 και 105 επιστολές του Ιερωνύμου. Εκφράζει τη λύπη του, διότι ο Ιερώνυμος θεωρεί τον εαυτό του ζημιωμένο από τις επιστολές του Αυγουστίνου. Δηλώνει ότι ακόμη δεν έλαβε απάντηση στις επιστολές του επί του θέματος της κατά πρόσωπον εναντίωσης του αποστόλου Παύλου στον απόστολο Πέτρο. Εκφράζει, επίσης, τη λύπη του για τη δημιουργηθείσα αντιπαλότητα του Ιερωνύμου με τον παλαιό του φίλο και συσπουδαστή Ρουφίνο. Θεωρεί, τέλος, ο Αυγουστίνος ότι αισθάνεται τον Ιερώνυμο ως πιστό του φίλο. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 19 Με τη σύντομη 103η επιστολή, την οποία απέστειλε ο Ιερώνυμος μέσω του Praesidius, κάνει λόγο για τους κινδύνους της μοναστικής ζωής του και τις δυσκολίες της αποδημίας του. Το μεταφραζόμενο κείμενο των επιστολών των δύο αγίων Πατέρων μας είναι κατά την κριτική έκδοση του λατινικού κειμένου στη σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum (CSEL), με την αρίθμηση καταχωρίσεως σε αυτήν την έκδοση. Οι επιστολές του Αυγουστίνου περιέχονται στον 34o τόμο, μέρος 2ο, αυτής της σειράς, μόνο δε η υπ’ αριθμ. 101 περιέχεται στον 55ο τόμο, μέρος 2ο, της ιδίας σειράς. Oι επιστολές του Ιερωνύμου περιλαμβάνονται στον 55o τόμο, μέρος 2ο, της αυτής σειράς. Στα χωρία της αγίας Γραφής τηρούνται οι γραφές του λατινικού πρωτοτύπου. Κατά τη μετάφραση των επιστολών καταβάλλεται προσπάθεια να αποδοθεί το πρωτότυπο, όσες δυσκολίες και αν δημιουργεί μία μετάφραση. Ορθώς έλεγαν οι Λατίνοι ότι η μετάφραση είναι “disjecta membra poetae”, διασκορπισμένα μέλη του ποιητή. ΄Η, για να θυμηθούμε μία συμβουλή του Ορατίου προς τον πεπαιδευμένο ερμηνευτή, την οποία παραθέτει ο άγιος Ιερώνυμος: «Nec verbum verbo curabis reddere, fidus interpres», Aξιόπιστε ερμηνευτή, μη προσπαθείς να ερμηνεύσεις κατά λέξη13. Kαι ο υποφαινόμενος μεταφραστής των επιστολών ζητεί προκαταβολικά την ευμένεια των αναγνωστών: “captatio benevolentiae”. 13. Βλ. Ιερωνύμου Epist. 57 ad Pammachium˙ PL 22, 571. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ EΠΙΣΤΟΛΗ 28η 14 Ο Αυγουστίνος, στον φίλτατο κύριο και λίαν πεπαιδευμένο, αξιοσέβαστο και πεφιλημένο αδελφό και συμπρεσβύτερο Ιερώνυμο O υδέποτε το να βλέπει κάποιος ένα πρόσωπο θα ήταν, για εμένα, το ίδιο με το να χαίρομαι και αναπαύομαι για την εν Κυρίω προθυμία σου και την πραγματικά δαψιλή άσκησή της. Μολονότι, λοιπόν, επιθυμώ παραπολύ να σε γνωρίσω, όμως κάτι μου λείπει, δηλονότι η σωματική παρουσία σου. Όταν συναντήθηκα, μετά από την επάνοδό του, με τον μακάριο αδελφό Αλύπιο, ο οποίος είναι τώρα επίσκοπος15 και ήδη προ πολλού ήταν άξιος της επισκοπής και ο οποίος σε είδε, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι εντυπωσιάσθηκα πολύ από τις αναφορές του για σένα, ακόμη και πριν από την επιστροφή του. Εφόσον εκείνος σε είδε τότε, σε εί14. Γράφηκε το 394/395, αλλά δεν επιδόθηκε στον Ιερώνυμο. Τότε ο Αυγουστίνος ήταν πρεσβύτερος. Χειροτονήθηκε επίσκοπος το 396/397. 15. Προφανώς το ίδιο έτος, ο Αλύπιος κατεστάθη επίσκοπος στη Θαγάστη, τη γενέτειρα του Αυγουστίνου. ΄Ηταν φίλος του Αυγουστίνου. Βαπτίσθηκαν μαζί και οι δύο. Σημειώνει δε περί του Αλυπίου ο Αυγουστίνος στις Εξομολογήσεις ότι είχε δαμάσει τόσο το κορμί του, ώστε κατόρθωνε να πατά με γυμνά πόδια επάνω στο παγωμένο έδαφος της Ιταλίας με ασυνήθιστη τόλμη. Βλ. Confessiones 9, 6˙ PL 32, 769. 22 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης δα και εγώ με τα δικά του μάτια. ΄Εμαθε ότι εγώ και συ είμαστε δύο όχι ψυχικά, αλλά σωματικά˙ τουλάχιστον είμαστε ένα, για την ομόνοια και τη σταθερή οικειότητα, αλλά διαφέρουμε ως προς την αξία και την υπεροχή. Επειδή, λοιπόν, με αγαπάς προπάντων με την κοινωνία του πνεύματος, με το οποίο έχουμε κοινό στήριγμα, ύστερα δε και από όσα μου είπε, δεν θα ήταν καθόλου ντροπή, σαν κάποιος άγνωστος, να συστήσω στην αδελφοσύνη σου τον αδελφό Profuturum16, ο οποίος ελπίζουμε ότι θα ωφελήσει, χάρη στις δικές μας προσπάθειες, αλλά και με τη δική σου βοήθεια˙ εκτός και αν ίσως είναι τέτοιος, ώστε εγώ ο ίδιος να σου συστηθώ μάλλον μέσω αυτού, παρά εκείνος μέσω εμού. ΄Ισως θα έπρεπε να γράψω μέχρι αυτό το σημείο, εάν ήθελα να αρκεσθώ στο έθος των εορταστικών επιστολών. Όμως η ψυχή μου σκιρτά για να επικοινωνήσει μαζί σου διά του λόγου, όσον αφορά στις μελέτες μας για τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας, ο Οποίος μας τίμησε ουκ ολίγον με το να μας χορηγήσει πολλά οφέλη και κάποια εφόδια για την οδό που έδειξε, ακόμη και με την αγάπη σου. 2. Ζητούμε, λοιπόν, και μαζί με εμάς ζητεί όλη η φιλομαθής κοινότητα των εκκλησιών της Αφρικής, να μη δυσανασχετήσεις για να φροντίσεις και να επιμεληθείς τη μετάφραση των βιβλίων εκείνων, με το άριστο κείμενο της αγίας Γραφής στην ελληνική. Μπορείς να το φέρεις αυτό σε πέρας, έτσι ώστε και εμείς να έχουμε παρόμοιους άνδρες και προπάντων έναν, τον οποίο εσύ δηλώνεις στις επιστολές σου ασμένως. Όμως θα ήθελα να φρο16. Ο Profuturus, όταν εκκίνησε να πάει στην Παλαιστίνη, εξελέγη επίσκοπος και μετά από λίγο απέθανε. Γι’ αυτόν το λόγο δεν επιδόθηκε η επιστολή στον Ιερώνυμο. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 23 ντίσεις για τη μετάφραση των κανονικών βιβλίων της αγίας Γραφής17 στη λατινική γλώσσα, μόνο με τη μέθοδο, με την οποία μετέφρασες τον Ιώβ18, ώστε με τα σημεία γραφής που χρησιμοποιούνται να φαίνεται σε τι διαφέρει η δική σου μετάφραση από εκείνην των Ο΄19. Αλλά δεν μπορώ να μη απορώ αρκούντως, εάν κάτι επιπλέον απαντά στο εβραϊκό πρωτότυπο, το οποίο διέφυγε από εκείνους τους τόσο καλούς γνώστες της εβραϊκής γλώσσας. Δεν χρειάζεται, βεβαίως, να πω ότι οι Ο΄είχαν μεγίστη συμφωνία στη σκέψη και στο πνεύμα, σαν να ήταν ένας άνθρωπος. Δεν τολμώ να εκ17. Η πρώτη συνάντηση του Αυγουστίνου με τη Γραφή έγινε, όπως γράφει ο ίδιος, στην ηλικία των δεκαεννέα ετών. Υπό την εντύπωση του Hortensius, διαλόγου του Κικέρωνα, αποφάσισε να μελετήσει τη Γραφή, για να μάθει τι είναι. Σύντομα, όμως, απογοητεύθηκε από το μη καλλιεργημένο ύφος της, διότι, καθώς γράφει στις Εξομολογήσεις, η υπεροψία του περιφρονούσε την απλότητα, οι δε οφθαλμοί του ήσαν ανίκανοι να διασχίσουν τα βάθη. Βλ. Confessiones 3, 5, 9˙ PL 32, 686. Aλλά και ο Ιερώνυμος, στην 22η επιστολή του, περιγράφει την πρώτη του απογοήτευση, τον «τρόμο» που του προκάλεσε το ακαλλιέργητο ύφος της Γραφής, όταν άρχισε να διαβάζει τους προφήτες. Βλ. PL 22, 416. 18. Πρβλ. PL 23, 1475-1536. 19. Οι Εβδομήκοντα. O Aυγουστίνος αποδέχεται τη θεοπνευστία των Ο΄. Βλ. De doctrina christiana 2, 15, 22˙ CCSL 32, 47. De Civitate Dei 18, 42-43˙ PL 41, 602-604. Αποδέχεται, μάλιστα, το γνωστό μύθο του Αριστέως. Δίνει την εντύπωση ότι συμμερίζεται εν μέρει την άποψη περί μηχανικής θεοπνευστίας. ΄Oσα λέγει για τη θεοπνευστία των Ο΄ αποτελούν και προσαρμογή σε μία θεωρία γενικώς αποδεκτή τότε. Στο De doctrina christiana 2, 15, 22 επικαλείται την παράδοση και πολλά αξιόπιστα πρόσωπα: «Ut fertur multique non indigni fide praedicant». Ως τέτοια αξιόπιστα πρόσωπα εκλαμβάνονται οι Ιουστίνος, Ειρηναίος, Κλήμης Αλεξανδρεύς, Κύριλλος Ιεροσολύμων, Ιλάριος Πικταβίου. 24 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης φέρω κάποια σίγουρη γνώμη, παρά μόνο φρονώ ότι χωρίς αντίρρηση πρέπει να τους απονέμουμε την υψίστη αυθεντία σε αυτό το έργο. Περισσότερο με ταράσσουν εκείνοι που, ενώ αργότερα μετέφρασαν και τήρησαν, καθώς λέγεται, με λοιδορίες τη μέθοδο και τους κανόνες των εβραϊκών ρημάτων και φράσεων, όχι μόνο δεν συμφωνούν μεταξύ τους, αλλά και παρέλειψαν πολλά, τα οποία μετά από τόσο καιρό παρέμειναν για να διορθωθούν και να παραδοθούν στους μεταγενέστερους. Εάν είναι ασαφή, πιστεύω ότι και συ μπορεί να σφάλλεις σε αυτά τα σημεία. Εάν είναι σαφή, δεν πιστεύω ότι μπορεί να έσφαλαν οι Ο΄. Θα σε παρακαλούσα, λοιπόν, εν ονόματι της αγάπης σου, να με διαβεβαιώσεις περί αυτού, εκθέτοντάς μου τους λόγους. 3. Διάβασα ακόμη κάποια κείμενα, φερόμενα ως δικά σου, στις επιστολές του αποστόλου Παύλου, συγκεκριμένα εκείνα, στα οποία ερμηνεύεις την προς Γαλάτας επιστολή. ΄Επεσε στα χέρια μου το χωρίο εκείνο, όπου ο απόστολος Πέτρος ανακαλείται από την ολέθρια υποκρισία20. Ομολογώ ότι εδώ δημιουργείται η υποψία πως είτε εσύ, ένας τέτοιος άνδρας, είτε κάποιος άλλος, εάν βεβαίως άλλος τα έγραψε, συνηγορείτε σε ψέμα. Στενοχωρούμαι πολύ έως ότου τα ανασκευάσετε, εάν ίσως είναι δυνα20. Με αυτό το ζήτημα θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα παρακάτω. Ο Ιερώνυμος, στο Υπόμνημά του στην προς Γαλάτας επιστολή -εκτενέστερο άλλων συγχρόνων ή λίγο προγενεστέρων-, επιμαρτυρεί ότι υπήρχαν κάποιοι που «νομίζουν πως ο Κηφάς, προς τον οποίο γράφει εδώ ο Παύλος ότι έναντιώθηκε κατά πρόσωπο, δεν είναι ο απόστολος Πέτρος, αλλά κάποιος άλλος από τους Εβδομήκοντα, τον οποίο μνημονεύει με το ίδιο όνομα». Βλ. PL 26, 365Β. Ο Ευσέβιος Καισαρείας διασώζει ιστορία του Κλήμεντος Αλεξανδρέως, ότι στο Γα 2, 11 ο Κηφάς ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα μαθητές, ομώνυμος με τον Πέτρο. Βλ. PG 20, 117C. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 25 τό να ανασκευασθούν αυτά που με ταράσσουν. Θεωρώ ολέθριο να πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποιο ψέμα στην αγία Γραφή, δηλαδή ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι διακόνησαν στη συγγραφή της Γραφής, είπαν κάποιο ψέμα στα βιβλία τους. Βεβαίως άλλο είναι το ζήτημα, αν κάποτε λέγει ψέμα ένας καλός άνθρωπος. Το αν πρέπει να ψεύδεται ένας συγγραφέας της Γραφής όχι μόνο δεν είναι άλλο ζήτημα, αλλ’ ούτε καν υφίσταται ως ζήτημα. Αν μία φορά δεχθούμε ότι ταιριάζει να υπάρχει ψέμα σε κάποιο σημείο αυτών των τόσο αυθεντικών κειμένων, δεν θα υπάρχει τμήμα αυτών των βιβλίων, το οποίο δεν θα φαίνεται σε κάποιον είτε δύσκολο για τον τρόπο ζωής του είτε αδύνατο να το πιστεύσει, εφόσον πιστεύει στη Γραφή˙ οπότε αυτός ακριβώς ο ολέθριος κανόνας θα αποδίδεται στη γνώμη και στο καθήκον αυτού του συγγραφέα που ψεύδεται. 4. ΄Εστω, λοιπόν, ότι ψεύδονταν ο απόστολος Παύλος, όταν, ελέγχοντας τον απόστολο Πέτρο, του είπε: «Εἰ σύ Ἰουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς ζῇς καί οὐκ Ἰουδαϊκῶς, τί τά ἔθνη ἀναγκάζεις ἰουδαῒζειν;»˙ φαινόταν, δηλαδή, ότι ο Πέτρος έπραξε ορθώς, ενώ ο Παύλος είπε και έγραψε ότι δεν έπραξε ορθώς, σαν να ήθελε να καταπραΰνει τις ψυχές όσων είχαν θορυβηθεί. Τι θα απαντήσουμε, όταν εξανίστανται οι διεστραμμένοι άνθρωποι, που απαγορεύουν το γάμο και τους οποίους προφήτευσε ο ίδιος απόστολος (Α΄ Τιμ 4, 1-3), και ισχυρίζονται ότι ήσαν ψέματα όσα έλεγε στην περικοπή Α΄Κο 7, 10-16, για να ενισχύσει τη νομιμότητα του γάμου, εξ αιτίας όσων μπορούσαν να δημιουργήσουν σύγχυση σχετικά με την αγάπη των συζύγων; Δηλαδή δεν είπε αυτό που νόμιζε, αλλά ήθελε να καταπραῢνει την αντίθεσή τους; Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Μπορεί να φαίνεται ότι το 26 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης ψέμα ταιριάζει ακόμη και προς δόξαν του Θεού, ούτως ώστε να αναλάμψει η αγάπη Του στους νωθρότερους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ουδαμού στα βιβλία της Γραφής θα είναι βέβαιη η αυθεντία και η καθαρή αλήθεια. Μήπως δεν προσέχουμε ότι ο ίδιος απόστολος, φροντίζοντας υπερβολικά να τονίσει την αλήθεια, είπε τα εξής: «Εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν. Εὑρισκόμεθα δέ καί ψευδομάρτυρες τοῡ Θεοῡ, ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν κατά τοῡ Θεοῡ ὅτι ἤγειρε τόν Χριστόν ὅν οὐκ ἤγειρε» (Α΄ Κο 15, 14-15 ); Εάν κάποιος του έλεγε: “Γιατί φρίττεις γι’ αυτό το ψέμα, εφόσον είπες αυτό, το οποίο, ακόμη και αν ήταν ψέμα, κατατείνει παραπολύ προς δόξαν Θεού”, δεν θα βδελύσσονταν την αφροσύνη του; Με όσα δε λόγια μπορούσε και με όσα δήλωνε, δεν θα απεκάλυπτε τα ενδότερα της καρδίας του, κραυγάζοντας ότι το να επαινείται το ψέμα εν Θεώ δεν είναι λιγότερο ή ίσως ακόμη πιο μεγάλο έγκλημα από το να κατηγορείται η αλήθεια; Επομένως ένας τέτοιος άνθρωπος προσεγγίζει τη γνώση της αγίας Γραφής και τη θεωρεί τόσο αγία και αληθινή, ώστε να μη θέλει να χαίρεται έστω και λίγο με τα ψέματα που ταιριάζουν και μάλλον προσπερνά αυτό που δεν καταλαβαίνει, παρά προτιμά τι λέγει η καρδιά του και όχι τι είναι αληθές. Σίγουρα όταν το λέγει αυτό, ζητεί να γίνει πιστευτός και το κάνει για να μη πιστεύσουμε στην αυθεντία της αγίας Γραφής. 5. Και εγώ μεν, με όσες δυνάμεις μου έδωσε ο Κύριος, έδειξα ότι όλες οι μαρτυρίες που παρουσίασα για να προσοικοδομήσω την ωφέλεια του ψέματος, πρέπει να εννοηθούν διαφορετικά, ούτως ώστε να γίνει παντού διδακτή η ισχυρή αλήθειά τους. ΄Οσο οι μαρτυρίες της Γραφής δεν πρέπει να είναι ψευδείς, άλλο τόσο Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 27 δεν πρέπει να ευνοούν το ψέμα. Αλλ’ αυτό το αφήνω στην αντίληψή σου. Θα δεις ίσως πιο ευκολότερα από εμένα ότι το κείμενο χρειάζεται επιμελέστερη εξέταση. Όμως σε αυτήν την εξέταση θα σε αναγκάσει η ευσέβειά σου, με την οποία γνωρίζεις ότι κλυδωνίζεται η αυθεντία της Γραφής, ούτως ώστε ο καθένας να πιστεύει σε αυτήν ό,τι θέλει και να μη πιστεύει ό,τι δεν θέλει. Αυτό θα συμβεί, εάν έστω και μία φορά πεισθεί κάποιος ότι ήταν πρέπον στους αποστόλους, που για εμάς διακόνησαν στη συγγραφή της Γραφής, να μπορούν να ψεύδονται˙ εκτός και αν ίσως δώσεις κάποιους κανόνες, με τους οποίους να γνωρίζουμε πού πρέπει και πού δεν πρέπει να ψεύδονται. Εάν αυτό μπορεί να συμβεί, δεν ζητώ καθόλου να το εξηγήσεις με ψέματα και αμφιβολίες. Ούτε να με κρίνεις ως φορτικό ή αναιδή, εν ονόματι του φιλευσπλάγχνου και αληθεστάτου Κυρίου μας. Σίγουρα ούτε μικρό, αλλ’ ούτε και μεγάλο σφάλμα είναι να ευνοεί η πλάνη μου την αλήθεια, εάν ορθώς για σένα μπορεί η αλήθεια να ευνοεί το ψέμα. 6. Θα επιθυμούσα να πω και άλλα πολλά με ειλικρίνεια και να συνεισφέρω στη μελέτη της Γραφής. Αλλά καμία επιστολή δεν αρκεί για να ικανοποιήσει αυτήν την επιθυμία μου. Πιο πολύ μπορώ να το κάνω μέσω του αδελφού, για τον οποίο χαίρομαι, διότι τον έστειλα για να συμπληρώσει και αυξήσει τα δικά σου γλυκά και χρήσιμα λόγια. Και όμως, ίσως ούτε ο ίδιος αντιλαμβάνεται πόσο επιθυμώ αυτό που θα έλεγα ειρηνικά, μολονότι κατ’ ουδένα τρόπο θα προτιμούσα αυτόν από εμένα. Εγώ, βεβαίως, ομολογώ ότι σε αποδέχομαι πιο πολύ. Αλλά βλέπω ότι αυτός γίνεται πληρέστερος από εμένα και αναμφίβολα με ξεπερνά. ΄Υστερα από την επιστροφή του, που ελπίζω ότι, με τη βοήθεια 28 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης του Κυρίου, θα έλθει ευτυχής, μολονότι θα είμαι μέτοχος της ψυχής του που συ ανέπαυσες, δεν θα είμαι πλήρης, διότι το κενό θα είναι εισέτι μέσα μου και θα επιθυμώ να μάθω την άποψή σου. Με αποτέλεσμα εγώ ακόμη και τότε να είμαι πτωχότερος, ενώ εκείνος να είναι πλουσιότερος. Σίγουρα ο ίδιος αδελφός φέρει μαζί του κάποια δικά μου κείμενα. Εάν αξιωθείς να τα διαβάσεις, ζητώ να δείξεις ειλικρινή και αδελφική αυστηρότητα. Δεν εννοώ διαφορετικά το χωρίο: «Παιδεύσει με δίκαιος καί ἐλέγξει με, ἔλαιον δέ ἁμαρτωλοῡ μή λιπανάτω τήν κεφαλήν μου» (Ψα 140, 5), παρά μόνο, επειδή πιο πολύ αγαπά η υγιώς ελέγχουσα κεφαλή, παρά η κεφαλή που αλείφει και κολακεύει. Εγώ, όμως, πολύ δύσκολα διαβάζω, ως καλός κριτής, αυτό που έγραψα, αλλά καλώς είμαι ή πιο δειλός ή επιθυμώ πιο πολύ. Εν τω μεταξύ βλέπω επιπλέον τα σφάλματά μου, αλλά προτιμώ να τα ακούω αυτά από τους καλύτερους, ούτως ώστε, επειδή ελέγχω ίσως ορθώς τον εαυτό μου, να μη φαίνομαι πάλι πιο αυτάρεσκος και να εκφέρω άποψη πιο μετριόφρονα, παρά δίκαιη. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 40ή21 Ο Αυγουστίνος, στον φίλτατο κύριο και λίαν πεπαιδευμένο, αξιοσέβαστο και πεφιλημένο αδελφό και συμπρεσβύτερο Ιερώνυμο Σ ε ευχαριστώ, διότι, αντί για υπογεγραμμένο χαιρετισμό, μου έστειλες ολόκληρη επιστολή, η οποία, όμως, ήταν πολύ πιο μικρή απ’ ό,τι ήθελα να λάβω από έναν τέτοιο άνδρα, ο οποίος, όσο χρόνο και αν του αρέσει να είναι απασχολημένος, δεν μακρηγορεί καθόλου. Επομένως, αν και μας περιορίζουν υπερβολικές φροντίδες για αλλότρια και κοσμικά πράγματα, όμως εύκολα δεν θα σου συγχωρούσα τη βραχύτητα της επιστολής, εκτός και αν σκεφτόμουν ότι ανταποδίδει τα δικά μου λιγότερα λόγια. Γι’ αυτό ζητώ να επιχειρήσουμε αυτήν τη μεταξύ μας επιστολική συζήτηση, διότι δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα λόγω της σωματικής απουσίας και της μεγάλης μεταξύ μας απόστασης. Είμαστε συνδεδεμένοι εν Κυρίω, με την ενότητα του πνεύματος (Εφ 4, 3), ακόμη και αν σιωπούμε και δεν γράφουμε επιστολές. Τα βιβλία, που κοπίασες να γράψεις προμηθευόμενος από το σιτοβολώνα του Κυρίου, σε φανερώνουν σε εμάς σχεδόν ολόκληρο. Εάν, λοιπόν, δεν σε γνωρίσαμε επειδή δεν είδαμε την όψη του 21. Γράφηκε τα τέλη του 398 ή τις αρχές του 399. 30 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης σώματός σου, με τον ίδιο τρόπο ούτε συ γνώρισες τον εαυτό σου, επειδή ούτε συ τη βλέπεις. Αν όμως γνωρίζεις τον εαυτό σου όχι για τίποτε άλλο, παρά μόνο επειδή γνώρισες την ψυχή σου, και εμείς δεν γνωρίσαμε την ψυχή σου αρκετά με τις επιστολές σου, για τις οποίες δοξολογούμε τον Κύριο, διότι σε έδωσε τόσο σπουδαίο σε σένα και σε εμάς και σε όλους τους αδελφούς που διαβάζουν τα συγγράμματά σου. 2. Πριν από λίγο καιρό περιήλθε στα χέρια μου κάποιο δικό σου βιβλίο22. Μέχρι τώρα δεν γνωρίζω ποια είναι η επιγραφή του. Η αρχική σελίδα αυτού του κώδικα δεν είχε έκταση, όπως συνηθίζεται. Όμως ο αδελφός, στον οποίο τον βρήκαμε, έλεγε ότι αποκαλείται “επιτάφιος”. Θα πίστευα ότι σου άρεσε να βάλεις αυτήν την ονομασία, εάν διάβαζα σε αυτόν τον κώδικα μόνο για την ζωή ή τα έργα τεθνεώτων. Επειδή, όμως, εν προκειμένω υπομνηματίζονται τα έργα πολλών συγχρόνων, απορώ γιατί του έθεσες αυτόν τον τίτλο ή πίστευες πως έπρεπε να τον θέσεις. Βεβαίως αποδέχομαι ότι όντως έγραψες αυτό το βιβλίο για να ωφελήσεις. 3. Επίσης στην ερμηνεία της προς Γαλάτας επιστολής του αποστόλου Παύλου23 βρήκα κάτι το οποίο με τάραξε πολύ. Εάν δεχθούμε ότι τρόπον τινά ταιριάζουν στη Γραφή τα ψέματα, ποια αυθεντία θα της απομείνει;24. Τελικά, ποια γνώμη θα σχηματί- 22. Πρβλ. 112, 3 επιστολή του Ιερωνύμου. 23. Πρβλ. 28, 3 επιστολή του Αυγουστίνου. 24. Πολέμιοι του Χριστιανισμού, όπως ο ανθύπατος Ιεροκλής, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, ο Κέλσος και ο Πορφύριος είχαν “ανακαλύψει” στις διαφορές των ευαγγελικών αφηγήσεων το κατάλληλο επιχείρημα για να διεξαγάγουν φιλολογικό αγώνα κατά του Χριστιανισμού. Το 410 ο επίσκοπος Μα- Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 31 σουμε για τη Γραφή, όταν με τη βαρύτητά της εξουδενώνεται η αναίδεια, η φιλονικία και το λάθος; Εάν άλλα φρονεί αυτός που ισχυρίζεται το αντίθετο, όπως είπες, τότε αμέσως λέγει και ισχυρίζεται ότι ο συγγραφέας είπε ψέματα εν ονόματι κάποιου εντίμου καθήκοντος. Είναι, όμως, δυνατό να πιστεύσουμε και να ισχυρισθούμε αυτό, συγκεκριμένα για την αφήγηση που άρχισε ο απόστολος με τα εξής: «Ἅ δέ γράφω ὑμῑν, ἰδού ἐνώπιον τοῡ Θεοῡ ὅτι οὐ ψεύδομαι» (Γα 1, 20), δηλαδή ότι είπε ψέματα, όταν έλεγε για τον Πέτρο και τον Βαρνάβα: «Ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῡσι πρός τήν ἀλήθειαν τοῡ Εὐαγγελίου» (Γα 2, 14); Εάν αυτοί ορθοποδούσαν, ο Παύλος είπε ψέματα. Εάν όμως είπε ψέματα, πού είπε την αλήθεια; Μήπως θα φαίνεται ότι είπε την αλήθεια, όταν είπε αυτό που γνωρίζει ο αναγνώστης, αλλά όταν συναντήσουμε κάτι αντίθετο με το φρόνημα του αναγνώστη, θα θεωρηθεί ως πρέπον ψέμα; Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν θα μπορέσουν να εκλείψουν οι λόγοι, γιατί θεωρείται ότι όχι μόνο μπορούσε, αλλ’ επιπλέον όφειλε να πει ψέματα, εάν το χωρίο υποτάσσεται σε αυτόν τον κανόνα. Δεν χρειάζεται να παρουσιάσω αυτόν τον λόγο διά πολλών και ειδικά σε σένα, που αρκείσαι να προβλέπεις με σοφία όσα λέγονται. Όμως με τίποτε δεν θα υιοθετούσα τον ισχυρισμό, ότι με γνησίας Μακάριος συνέγραψε το λόγο Μονογενής ή αποκριτικός προς ΄Ελληνας, όπου παραθέτει μία υποτιθέμενη έριδα του συγγραφέα με ειδωλολάτρη, αποκαλούμενο “φιλόσοφο” και “φιλόλογο”, ο οποίος επιτίθεται με δριμύτητα πρωτίστως κατά των Ευαγγελίων και του αποστόλου Παύλου. Με αυτόν τον ανώνυμο πολέμιο ο Μακάριος υπονοεί τον Πορφύριο. Τον Πορφύριο πάλι αντιμετωπίζουν σε συγγράμματά τους ο Απολινάριος Λαοδικείας, ο Φιλοστόργιος και ο Θεοδώρητος Κύρρου. 32 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης το δικό μου οβολό πλουτίζει το πολύτιμο πνεύμα σου, με θεία δωρεά. Ούτε υπάρχει κάποιος πιο ικανός από σένα για να διορθώσει αυτό το έργο. 4. Επίσης από εμένα δεν έμαθες τι νόημα έχει το ρητό: «Ἐγενόμην τοῑς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῑος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω» (Α΄Κο 9, 20) και τα υπόλοιπα τα οποία λέγονται εκεί, από συμπάθεια και ευσπλαγχνία, όχι από υποκρισία και δολιότητα. Σαν άρρωστος που υπηρετεί τον άρρωστο, όχι επειδή ψεύδεται ότι έχει πυρετό, αλλ’ επειδή συμπονά μέσα του και σκέπτεται πώς θα ήθελε να τον υπηρετούν, εάν ο ίδιος ήταν άρρωστος. Ο απόστολος Παύλος ήταν μεν Ιουδαίος, αλλά, όταν έγινε Χριστιανός, δεν εγκατέλειψε τα έθιμα των Ιουδαίων, τα οποία τηρούσε εκείνος ο λαός, όπως άρμοζε και όριζε ο μωσαϊκός νόμος, τον καιρό που έπρεπε. Γι’ αυτό και δέχθηκε25 να επιτελέσει εκείνα τα έθιμα, όταν ήδη ήταν απόστολος του Χριστού, για να διδάξει ότι δεν είναι επιζήμια για όσους θέλουν να τα τηρήσουν, όπως τα έλαβαν από τους προγόνους διά του μωσαϊκού νόμου, ακόμη και όταν πίστευσαν στον Χριστό˙ χωρίς όμως να ελπίζουν ότι θα σωθούν με αυτά, επειδή η σωτηρία έρχεται με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και προτυπώνεται με εκείνες τις ιεροτελεστίες. Γι’ αυτό έκρινε ότι, επειδή οι εθνικοί δεν ήσαν εξοικειωμένοι, δεν έπρεπε καθόλου να τους επιβάλουν εκείνες τις ιεροτελεστίες, επιβαρύνοντάς τους με φορτίο βαρύ και μη απαραίτητο, και να τους αποτρέψουν από όσα πίστευαν26. 25. Πρβλ. 82, 17 επιστολή του Αυγουστίνου. 26. Στο Υπόμνημά του στην προς Γαλάτας επιστολή -394/395- ο Αυγουστίνος, μολονότι καταπολεμά το Μανιχαϊσμό και το Δονατισμό, περισσότερο ασχολείται με ποιμαντικά θέματα, προτιθέμενος να ενισχύσει την ενότητα της Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 33 5. Ο Παύλος διόρθωσε τον Πέτρο, όχι όμως επειδή τηρούσε τα πατροπαράδοτα έθιμα. Αν ήθελε να το κάνει αυτό, δεν θα το έκανε ψευδόμενος και με ανάρμοστο τρόπο, μολονότι δεν έβλαπταν ως περιττά έθιμα. Το έπραξε, επειδή ανάγκαζε «τά ἔθνη ἰουδαΐζειν» (Γα 2, 14), κάτι που δεν θα μπορούσε κατ’ ουδένα τρόπο να γίνει, παρά μόνο εάν ενεργούσε σαν να ήσαν αναγκαία για τη σωτηρία ακόμη και τότε, μετά από την έλευση του Κυρίου. Αυτό το αποδοκίμασε η αλήθεια της Γραφής πολύ έντονα, διά του αποστόλου Παύλου. Ο απόστολος Πέτρος δεν το αγνοούσε αυτό, αλλά το έκανε «φοβούμενος τούς ἐκ περιτομῆς» (Γα 2, 12). Κατ’ αυτόν τον τρόπο και ο ίδιος διορθώθηκε πραγματικά και επισκοπής του Ιππώνα. Πραγματευόμενος το περιστατικό στην Αντιόχεια, λέγει ότι ο Παύλος δεν περιέπεσε σε καμία υποκρισία, επειδή «παντού τηρούσε αυτό, για το οποίο φαινόταν πως συμφωνούσε», ή επειδή ουδέποτε αφαίρεσε τα έθιμα, με την τήρηση των οποίων δεν κωλύονταν η απόκτηση της βασιλείας του Θεού. Μόνο συμβούλευε να μη εναποθέτει κανείς σε περιττά πράγματα την ελπίδα της σωτηρίας. Ο Παύλος ήλεγξε τον Πέτρο όχι διότι ο Πέτρος τηρούσε τα ιουδαϊκά έθιμα, στα οποία γεννήθηκε και ανατράφηκε, αλλ’ επειδή ήθελε να τα επιβάλει στους εθνικούς, όταν ήλθαν κάποιοι «ἀπό Ἰακώβου». Αναγκάσθηκε να τον ελέγξει ενώπιον όλων, προκειμένου να «ιατρεύσει» όλους με τον έλεγχό του. Δεν ωφελούσε να επανορθώσει κρυφά την «πλάνη» που βλάπτει φανερά. Αυτός που ελέγχεται, αξίζει μεγαλύτερο θαυμασμό από εκείνον που τον ελέγχει. Ο δε Πέτρος αποτελεί μεγάλο παράδειγμα ταπείνωσης. Σίγουρα όσοι ανάγκαζαν τους εθνικούς να ιουδαΐζουν, με τη διόρθωση ενός τόσο μεγάλου ανδρός, παρακινήθηκαν να τον μιμηθούν. Βλ. PL 35, 21132114. Πρβλ. Γρηγορίου του Θεολόγου: «Πέτρου δέ δῆτα τοῡ σοφοῡ τεθαύμακα, ὡς μακροθύμως καί λίαν νεανικῶς ἤνεγκε Παύλου τήν καλήν παρρησίαν». Βλ. PG 37, 829Α. Ο Ιερώνυμος, ερχόμενος από την Αντιόχεια, μαθήτευσε για λίγο καιρό κοντά στον Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο οποίος τον ενθάρρυνε να μελετήσει τα ερμηνευτικά έργα του Ωριγένη. Βλ. T. Scheck, ό. π., σ. 6. 34 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης ο Παύλος αφηγήθηκε την αλήθεια. Συνεπώς, εφόσον αποδεχόμαστε την αυθεντικότητα της αγίας Γραφής, η οποία παραδόθηκε για να πιστεύσουν οι μεταγενέστεροι, δεν κλονίζεται, ούτε διασαλεύεται η αυθεντία της με κανένα ψέμα και καμία αμφιβολία. Δεν είναι δυνατό, ούτε πρέπει να εξηγηθεί με επιστολές πόσα και πόσο ανεξήγητα κακά θα επακολουθούσαν, εάν το αποδεχόμασταν αυτό. Θα μπορούσε, όμως, να εξηγηθεί καταλλήλως και με λιγότερο κίνδυνο, εάν συζητούσαμε ενώπιος ενωπίω. 6. Αυτό, λοιπόν, το κακό που είχαν οι Ιουδαίοι το εγκατέλειψε ο Παύλος και προπάντων εκείνο, ότι «ἀγνοοῡντες τήν τοῡ Θεοῡ δικαιοσύνην καί τήν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῡντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῡ Θεοῡ οὐχ ὑπετάγησαν» (Ρω 10, 3). ΄Υστερα από το πάθος και την ανάσταση του Χριστού, μολονότι δόθηκε και φανερώθηκε το μυστήριο της χάριτος «κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ» (Ψα 109, 4˙ Εβ 6, 20), ακόμη νόμιζαν ότι πρέπει να τηρούν τις παλαιές εντολές του νόμου, όχι από συνήθεια και για να εορτάζουν, αλλ’ ως αναγκαίες για τη σωτηρία. Εάν όμως αυτά δεν ήσαν ποτέ αναγκαία, δεν υπήρχε όφελος που οι Μακκαβαίοι μαρτύρησαν γι’ αυτά, αλλά και το μαρτύριό τους ήταν μάταιο (Β΄ Μακ 7, 1ε. ). Στο τέλος, οι Ιουδαίοι κατεδίωκαν τους Χριστιανούς κήρυκες της χάριτος ως εχθρούς του νόμου. Αυτές τις πλάνες και τα σφάλματα λέγει ότι τα θεωρούσε «ζημίαν» και «σκύβαλα», προκειμένου να «κερδίσει» τον Χριστό (Φι 3, 8)˙ όχι την τήρηση διατάξεων του νόμου, που εορτάζονταν κατά το πατροπαράδοτο έθος, όπως εόρταζε ο ίδιος, δηλαδή ως μη απαραίτητες για τη σωτηρία, αντίθετα με τον τρόπο που νόμιζαν οι Ιουδαίοι ότι πρέπει να εορτάζουν, ή χωρίς απατηλή υποκρισία, για την οποία ήλεγχε τον Πέτρο. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 35 Εάν τηρούσε εκείνα τα έθιμα, επειδή υποκρίνονταν πως είναι Ιουδαίος, για να κερδίσει τους Ιουδαίους, γιατί δεν θυσίαζε και με τους εθνικούς, διότι και σε αυτούς που ήσαν χωρίς νόμο, έγινε σαν να ήταν χωρίς νόμο, για να κερδίσει και αυτούς; Εκτός και αν, επειδή και εκείνο το έκανε, ως εκ φύσεως Ιουδαίος, και είπε όλα αυτά, όχι για να εξαπατήσει και να προσποιηθεί πως είναι, ενώ δεν ήταν, αλλά από συμπάθεια και νομίζοντας ότι έτσι πρέπει να βοηθήσει, σαν να ταλαιπωρούνταν ο ίδιος στην ίδια πλάνη, δηλαδή όχι επειδή ήταν πονηρός και ψεύδονταν, αλλά από διάθεση να συμπάσχει; Στο ίδιο χωρίο πρόσθεσε γενικά: «Ἐγενόμην τοῑς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τούς ἀσθενεῑς κερδήσω» και στη συνέχεια κατέληξε: «Τοῑς πᾱσι γέγονα τά πάντα, ἵνα πάντας κερδήσω» ( Α΄ Κο 9, 22). Αυτά πρέπει να τα εννοήσουμε ως αναφερόμενα στο ότι παρουσιάζεται να συμπάσχει με την αδυναμία του καθενός σαν να είναι δική του. Πώς αλλιώς θα εννοήσουμε αυτό που έλεγε: «Τίς ἀσθενεῑ καί οὐκ ἀσθενῶ;» (Β΄ Κο 11, 29); ΄Ηθελε μάλλον να εννοηθεί πως δεν προσποιήθηκε να συμπάσχει με την αδυναμία του άλλου. 7. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ να εκλάβεις την άδολη και αληθινά χριστιανική αυστηρότητα με αγάπη, προκειμένου να διορθώσεις και να βελτιώσεις εκείνο το έργο και τότε να τραγουδήσεις, όπως λέγουν, την “παλινωδία”. Σίγουρα η αλήθεια των Χριστιανών είναι ασυγκρίτως ωραιότερη από την Ελένη των Ελλήνων. Γι’ αυτήν την αλήθεια αγωνίσθηκαν οι μάρτυρές μας εναντίον αυτών των Σοδόμων, με περισσότερη δύναμη απ’ ό,τι εκείνοι οι ήρωες εναντίον της Τροίας. Ούτε το λέγω αυτό, για να ανακτήσεις τα μάτια της καρδιάς -κάθε άλλο παρά τα έχασες- αλλά να 36 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης τα στρέψεις αλλού και, ενώ τα έχεις υγιή και άγρυπνα, δεν γνωρίζω με ποια προσποίηση τα απέστρεψες. Το αποτέλεσμα είναι να μη προσέχεις αυτά που θα προκύψουν από την αντίθετη πλευρά, εάν μία φορά θα πιστεύαμε ότι μπορεί να είναι έντιμο και ευσεβές να ψεύδεται ένας συγγραφέας της αγίας Γραφής σε κάποιο σημείο του έργου του. 8. Γι’ αυτόν το λόγο εδώ και καιρό σου έγραψα κάποτε επιστολή, η οποία δεν μεταφέρθηκε, επειδή δεν είχα φροντίσει να την παραδώσω σε κάποιον για να τη μεταφέρει. ΄Οταν την υπαγόρευα, με συμβούλευσαν ότι δεν έπρεπε και σε αυτήν να παραλείψω ότι, εάν υπάρχει μία άλλη δική σου άποψη καλύτερη από αυτήν, ευχαρίστως να συγχωρήσεις το φόβο μου. Εάν έχεις άλλη γνώμη και τη θεωρείς αληθινή -όταν βέβαια υπάρχει αλήθεια, δεν μπορεί να είναι καλύτερη- δεν μπορώ να πω τίποτε27. Σίγουρα με το μεγάλο λάθος η πλάνη μου δεν συνεργεί στην αλήθεια, εάν είναι σωστό η αλήθεια να μπορεί να συμπράττει με το ψέμα σε κάποιο σημείο. 9. Σχετικά, όμως, με τα έργα του Ωριγένη, τα οποία έκρινες άξια να υπομνηματίσεις, ήδη έμαθα ότι όσα ορθά και αληθινά βρήκα, τα επιδοκιμάζουν και τα επαινούν όλοι, όχι μόνο η εκκλησιαστική γραμματεία˙ όμως τα εσφαλμένα και διεστραμμένα τα αποδοκιμάζουν και τα κατηγορούν. Αλλά επιθυμούσα και ακόμη επιθυμώ, με τη σύνεση και την παιδεία σου, να μου επισημάνεις τις πλάνες του, για τις οποίες εκείνος ο σπουδαίος άνδρας κατηγορείται ότι απομακρύνθηκε από την αληθινή πίστη. Επιπλέον στο βιβλίο, στο οποίο μνημόνευσες τα έργα όλων των εκκλησια- 27. Πρβλ. 28, 3, 5 επιστολή του Αυγουστίνου. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 37 στικών συγγραφέων που μπόρεσες να θυμηθείς, νομίζω ότι θα είναι πιο ταιριαστό, κατονομάζοντας όσους γνωρίζεις πως είναι αιρετικοί –επειδή ούτε αυτούς θέλησες να παραλείψεις- να προσθέσεις και από ποιους πρέπει να φυλαγόμαστε, μολονότι μερικούς ήδη τους παρέλειψες. Θα επιθυμούσα να μάθω με ποιο σκεπτικό άραγε αρνήθηκες να συμπληρώσεις εκείνον τον τόμο, για να μη προσθέσεις τους αιρετικούς, των οποίων τα έργα υπομνηματίσθηκαν και τους οποίους κατεδίκασε με το κύρος της η καθολική εκκλησία. Σε παρακαλώ, διότι δεν θέλω να επιβαρύνω τον κόπο και την πολυμάθειά σου. Με αυτά παρεκίνησες και ωφέλησες, διά της χάριτος του Κυρίου, τις μελέτες των αγίων στη λατινική γλώσσα. Σε παρακαλώ, λοιπόν, γι’ αυτό το οποίο σου προείπα με ταπεινότητα και αδελφική αγάπη: Εάν σου επιτρέψουν οι ασχολίες σου, να εκδώσεις διά βραχέων σύγγραμμα, ένα μικρό βιβλίο, σχετικά με τις διεστραμμένες διδασκαλίες όλων των αιρετικών, οι οποίοι μέχρι τούδε προσπάθησαν, με την αναίδεια και την ισχυρογνωμοσύνη τους, να διαστρέψουν την ορθή πίστη των Χριστιανών. ΄Ετσι θα μάθουν όσοι ή δεν έχουν χρόνο, λόγω άλλων ασχολιών, ή δεν μπορούν, λόγω της ξένης γι’ αυτούς γλώσσας, να διαβάσουν τόσο πολλά και να τα μάθουν. Πολύ θα σε παρακαλούσα, εκτός και αν αυτό συνήθως δείχνει κάποιον που προσφέρει λιγότερη αγάπη. Στο μεταξύ συνιστώ εκθύμως στην ευμένειά σου τον εν Χριστώ αδελφό μας Παύλο, για την υπόληψη του οποίου στην περιφέρειά μου παρέχω καλή μαρτυρία ενώπιον του Θεού. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 71η28 Στον σεβαστό και ποθητό άγιο αδελφό και συμπρεσβύτερο Ιερώνυμο, ο Αυγουστίνος, εν Κυρίω χαίρειν Α πό τότε που άρχισα να σου γράφω και να επιθυμώ τα συγγράμματά σου, ουδέποτε μου έτυχε καλύτερη ευκαιρία από το να σου στέλνω επιστολή με πιστότατο και φίλτατο σε εμένα δούλο του Θεού και υπηρέτη, οποίος είναι ο υιός μου, ο διάκονος Κυπριανός. Με αυτόν, σίγουρα, ελπίζω ότι θα λαμβάνω τις επιστολές σου, διότι, υπό αυτήν τη μορφή των πραγμάτων, δεν μπορεί κάποιος να ελπίζει με μεγαλύτερη βεβαιότητα. Δεν έλειψαν από τον μνημονευθέντα υιό μου ούτε η προθυμία για την αναζήτηση των απαντητικών επιστολών, ούτε το χάρισμα της ανάκτησής τους, ούτε η φροντίδα για τη διαφύλαξή τους, ούτε η ταχύτητα της μεταφοράς, ούτε η πιστότητα στην επίδοσή τους. Εύχομαι να αξιωθώ κατά κάποιο τρόπο να βοηθήσει ο Κύριος και να έλθει συμπαραστάτης στην καρδιά σου και στην επιθυμία μου, για να μη εμποδίσει την αδελφική θέληση κανένα ανώτερο θέλημα. 2. Επειδή, λοιπόν, σου έστειλα ήδη δύο επιστολές, αλλά μετά 28. Γράφηκε το έτος 403. 40 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης ταύτα δεν έλαβα καμία δική σου, θέλησα να σου τις ξαναστείλω, πιστεύοντας ότι δεν έχουν φθάσει. Εάν είχαν φθάσει οι δικές μου και πιθανόν οι δικές σου επιστολές μπορούσαν τουλάχιστον να είχαν φθάσει σε εμένα, στείλε πάλι τα κείμενά σου που ήδη έστειλες, εάν τυχόν τα φυλάγεις ακόμη. Εάν όχι, περιμένω ήδη από πολύ καιρό πάλι να διαβάσω όσα λέγεις, εφόσον δεν δυσανασχετείς να απαντήσεις σε αυτά. Επιπλέον δεν κατέστη δυνατό να μεταφερθούν οι πρώτες επιστολές που ως πρεσβύτερος29 ετοίμασα να σου αποστείλω με τον αδελφό μου Profuturum, ο οποίος αργότερα έγινε συνεργός μας και ήδη ανεχώρησε από αυτήν την ζωή. Συνεχώς ο Profuturus, όσο όριζε ημερομηνίες αναχώρησης, εμποδίζονταν από τα επισκοπικά βάρη και μετά από λίγο απέθανε. Aκόμη και τώρα θέλησα να σου τις στείλω. Έτσι, με το διάλογο που θα αναπτύξουμε, θα μάθεις από πότε έκαιε μέσα μου ο πόθος να σε δω και πόσο πιεζόμουν, επειδή σωματικά απέχεις από εμένα τόσο πολύ. Είναι εφικτό να προσεγγίσει η ψυχή μου την ψυχή σου, αδελφέ μου γλυκύτατε και εντιμότατε εν τοις μέλεσι του Κυρίου. 3. Σε αυτήν, όμως, την επιστολή προσθέτω αυτό που έμαθα αργότερα, ότι μετέφρασες τον Ιώβ από το εβραϊκό. ΄Ηδη έχω κάποια δική σου μετάφραση αυτού του προφήτη από τα ελληνικά στα λατινικά. Εκεί σημείωσες με αστερίσκους ποια υπάρχουν στο εβραϊκό κείμενο και ποια απουσιάζουν στο ελληνικό. Επίσης με οβελίσκους σημείωσες ποια απαντούν στο ελληνικό κείμενο και 29. Όπως προαναφέρθηκε, ο Αυγουστίνος ήταν πρεσβύτερος το 394/395, όταν έστειλε την 28η επιστολή. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το έτος 388 και επίσκοπος το 396/397. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 41 δεν υπάρχουν στο εβραϊκό30. Το έκανες μάλιστα με τόση επιμέλεια, ώστε σε μερικά χωρία να βλέπουμε σε μεμονωμένα γράμματα σημειωμένους αστερίσκους, οι οποίοι δηλώνουν ότι τα ίδια λόγια είναι στο εβραϊκό κείμενο, αλλά δεν υπάρχουν στο ελληνικό. Βεβαίως σε αυτήν τη μεταγενέστερη μετάφραση από το εβραϊκό δεν απαντά η ίδια αξιοπιστία των λέξεων, ούτε προκαλεί λίγη σύγχυση σε όποιον προβληματίζεται γιατί σε εκείνην την πρώτη και τόσο επιμελημένη έκδοση τέθηκαν αστερίσκοι, για να δείχνουν ότι ακόμη και τα ελάχιστα μέρη του λόγου απουσιάζουν από τους ελληνικούς κώδικες, ενώ υπάρχουν στους εβραϊκούς˙ ή γιατί σε αυτήν τη δεύτερη μετάφραση εκ του εβραϊκού αυτό το επιμελήθηκες λιγότερο, με αποτέλεσμα αυτά τα ίδια τμήματα του λόγου να απαντούν στη θέση τους. Π. χ. θέλησα να σου καταθέσω κάτι, αλλά για την ώρα μου λείπει ο κώδικας με το εβραϊκό κείμενο. Όμως, επειδή υπερέχεις στην ευφυία, καταλαβαίνεις, νομίζω, αρκετά όχι μόνο τι θα έλεγα, αλλά και τι θα ήθελα να πω, για να εξηγήσεις και να αποδώσεις την αιτία, διότι με ταράσσει το ζήτημα31. 30. Στα Εξαπλά του Ωριγένη ο οβελός σήμαινε προσθήκες του κειμένου των Ο΄, οι οποίες έπρεπε να εξοβελισθούν. Ο αστερίσκος χρησιμοποιούνταν για κενά του κειμένου, τα οποία έπρεπε να συμπληρωθούν, επί τη βάσει άλλων πηγών. Βλ. Π. Χρήστου (1978), Ελληνική Πατρολογία, τ. 2, σ. 823, ΠΙΠΜ: Θεσσαλονίκη. 31. Ο Αυγουστίνος, ο οποίος δεν δίστασε με τις Εξομολογήσεις να αποκαλύψει τον εαυτό του σε όλους τους ανθρώπους, έρχονται στιγμές που ζητεί το διορθωτή και το διδάσκαλο στα συγγράμματά του. Τον βλέπουμε να γράφει: «… cum in omnibus litteris meis non solum pium lectorem, sed etiam liberum correctorem desiderem»: Σε όλα τα συγγράμματά μου θα επιθυμούσα όχι μόνο 42 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης 4. Εγώ, βεβαίως, θα προτιμούσα να μας μεταφράσεις τα ελληνικά κανονικά βιβλία της Γραφής, που περιέχονται στη μετάφραση των Ο΄. Θα είναι πολύ δυσάρεστο, εάν αρχίσει να διαβάζεται η μετάφρασή σου συχνότερα και σε πολλές εκκλησίες. Οι ελληνικές εκκλησίες θα διαφωνούν με τη λατινική εκκλησία, προπάντων επειδή όσοι αντιλέγουν, εύκολα συνδέονται με δημοσιευμένο βιβλίο στην ελληνική, που είναι γλώσσα πολύ γνωστή σε αυτούς. Εάν, όμως, κάποιος που δεν είναι συνηθισμένος με την εβραϊκή, ταραχθεί εξ αιτίας της μετάφρασης από το εβραϊκό και προσέξει ότι υπάρχει κατηγορία για λάθος, δύσκολα ή ουδέποτε θα φθάσει στις μαρτυρίες του εβραϊκού, με τις οποίες θα αποκρούσει τις κατηγορίες. Ακόμη και αν θα είχε φθάσει, ποιος θα ανεχθεί να καταδικάζεται η αυθεντία του λατινικού και ελληνικού κειμένου; Επιπλέον, επειδή και οι ερμηνευτές της εβραϊκής μπορούν να απαντήσουν κάτι άλλο, ώστε κατ’ ανάγκη να φαίνεται ότι μόνο συ μπορείς να ελέγξεις ακόμη και τους ίδιους, απορώ ποιον κριτή θα ήταν δυνατό να βρεις. 5. Κάποιος αδελφός επίσκοπος, όταν άρχισε να διαβάζει στην εκκλησία, της οποίας προΐστατο, τη μετάφρασή σου, μετέβαλε πολύ διαφορετικά κάτι που εσύ έθεσες στον προφήτη Ιωνά32, τον ευμενή αναγνώστη, αλλά και τον ελεύθερο διορθωτή. Βλ. De Trinitate, 3, προοίμιο, 2˙ PL 42, 869. Kαι αλλού λέγει: «Qui melius intellegit, doceat me; sic doctor sum, ut indocilis non sim»: ΄Οποιος καταλαβαίνει καλύτερα, ας με διδάξει˙ είμαι διδάσκαλος, αλλά δεν είμαι και ανεπίδεκτος διδασκαλίας. Βλ. Sermo 244, 2˙ PL 38, 1149. 32. Περί αυτού του θέματος περισσότερα στην απαντητική, την 112η επιστολή του Ιερωνύμου. Η τακτική του Ιερωνύμου να αλλάξει το κείμενο των Ο΄ χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνη. Η δε αναστάτωση που προκλήθηκε στο ποίμνιο της Οίας θεωρείται ότι ενισχύει τις υποδείξεις που είχαν κάνει ο Κικέ- Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 43 διότι από παλαιά όλοι έτσι φρονούσαν και θυμούνταν και διαθρυλλούνταν αυτό συνεχώς επί τόσα χρόνια33. ΄Εγινε μεγάλος θόρυβος στο λαό, επειδή οι ΄Ελληνες επέκριναν παραπολύ και με θυμό κατηγορούσαν πως πρόκειται για ψέμα. Το αποτέλεσμα ήταν να αναγκασθεί ο επίσκοπος, που ήταν στην πόλη Οία34, να ζητήσει τη μαρτυρία των Ιουδαίων. Μήπως, όμως, εκείνοι από απειρία ή από κακία απάντησαν ότι στους εβραϊκούς κώδικες υπάρχει αυτό που είχαν και έλεγαν οι ελληνικοί και οι λατινικοί κώδικες; Τίποτε περισσότερο35. ρων, ο Πλίνιος και ο Κοϊντιλιανός για την εχθρότητα που μπορούσε να προκαλέσει μία καινοφανής μετάφραση. Βλ. J. Balmer (2013), Piecing together the Fragments: Translating Classical Verse, Creating Contemporary Poetry, σ. 12, Oxford University: Oxford. 33. Στην 57η επιστολή του ad Pammachium, το έτος 395, ο Ιερώνυμος παραθέτει παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι ο ερμηνευτής δεν πρέπει να αρκείται στη μετάφραση των Ο΄, αλλά να καταφεύγει στην «εβραϊκή αλήθεια», «veritas Hebraica», και κάνει λόγο για «λογοδαίδαλους και κουραστικούς τιμητές όλων των πραγματειών» του. Βλ. PL 22, 573-574. 34. Είναι η σημερινή Τρίπολη της Λιβύης. Η Vulgata του Ιερωνύμου είχε προκαλέσει πολλούς. Ο Ρουφίνος -φίλος και συσπουδαστής του Ιερωνύμουχαρακτήρισε τον Ιερώνυμο ως πλαστογράφο και αιρετικό. Ιερείς και πιστοί δυσκολεύονταν να αλλάξουν τη συνήθειά τους να διαβάζουν τη Γραφή σε μία μετάφραση, η οποία κατά πολύ διέφερε από τις εν χρήσει στις εκκλησίες της Δύσης. Ο Ιερώνυμος διαμαρτύρονταν, εκφράζοντας το σεβασμό του προς τους Ο΄. Η Εκκλησία άφηνε ελεύθερους όσους τάσσονταν με την άποψη του Ιερωνύμου, ότι τα δευτεροκανονικά βιβλία της Π. Διαθήκης δεν ήσαν θεόπνευστα. 35. Μήπως ο Αυγουστίνος υποψιάζεται τα κίνητρα των Ιουδαίων που έδωσαν αυτήν την απάντηση; Είναι, όμως, αξιοσημείωτο ότι ο Ιερώνυμος υποτίμησε την ισχύ της παράδοσης περί της κολοκύνθης, εκτός και αν αναζητούσε κάποιο θάμνο με εξωτερικά υποστηρίγματα, κάτι που δεν ισχύει για τον 44 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Ο επίσκοπος αναγκάσθηκε να διορθώσει το οιονεί σφάλμα, επειδή δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να μείνει χωρίς ποίμνιο. Γι’ αυτό ακόμη και εγώ νομίζω ότι και συ μερικές φορές μπορεί να σφάλλεις σε κάποια σημεία. Δες το αυτό πώς είναι στα συγγράμματα, τα οποία δεν μπορούν να διορθωθούν, αν συγκρίνουμε τις μαρτυρίες των γλωσσών που συνήθως χρησιμοποιούνται. 6. Γι’ αυτό ευχαριστώ πολύ τον Θεό για το έργο σου, δηλαδή τη μετάφραση του Ευαγγελίου από την ελληνική. Σχεδόν πουθενά δεν υπάρχει πρόσκομμα, επειδή τη συνέκρινα με τη Γραφή στην ελληνική. Εάν κάποιος εριστικός ευνοεί το παλαιό λάθος, πολύ εύκολα μαθαίνει και ελέγχεται, εάν του δώσουμε τους κώδικες και τους συγκρίνει. Και αν πολύ σπανίως κάποια ταράσσουν μερικούς δικαιολογημένα, ποιος είναι τόσο σκληρός, ώστε να μη κατανοεί εύκολα τον τόσο χρήσιμο κόπο σου και να μη αρκείται στον αμοιβαίο έπαινο; Θα ήθελα, όμως, να με αξιώσεις να μου πεις τη γνώμη σου και να μου εξηγήσεις γιατί σε πολλά σημεία είναι διαφορετικοί οι αυθεντικοί εβραϊκοί κώδικες από τους αυθεντικούς κώδικες των Ο΄. Όχι μόνο τα ίδια τα πράγματα δηλώνουν ότι δεν αποτελεί μικρό πρόβλημα το να δυσφημείται έτσι το αυθεντικό κείμενο των Ο΄, το οποίο χρησιμοποίησαν οι απόστολοι, αλλά θυμούμαι ότι και συ το επιμαρτυρείς. Και με αυτό θα ωφελούσες παραπολύ, εάν το ελληνικό κείμενο, που επεξεργάσθηκαν οι Ο΄, το απέδιδες με ακρίβεια στο λατινικό κείμενο, το οποίο είναι τόσο διαφορετικό στους ποικίλους κώδικες, με αποτέλεσμα αυτό να μπορεί δύσκολα να γίνει ανεκτό. ΄Ετσι δημιουργείται η υποψία, μήπως στο ελληνικό κισσό. Βλ. J. Heller, (1985), “Notes on the Meaning of Κολοκύντη”, Illinois Classical Studies, τ. 10, 1, σ. 87. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 45 κείμενο απαντά κάτι άλλο, με αποτέλεσμα να αμφιβάλλουμε ποιο από αυτά να εξαιρέσουμε και ποιο να επιδοκιμάσουμε. Νόμισα ότι θα είναι μικρή αυτή η επιστολή, αλλά δεν ξέρω με ποιο τρόπο με γλύκανε το να την επιμηκύνω, σαν να σου μιλούσα. Όμως σε παρακαλώ διά του Κυρίου να μη δυσανασχετήσεις να απαντήσεις σε όλα και να μου εγγυηθείς, κατά το δυνατόν, την παρουσία σου. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 112η36 Στον αληθινά άγιο κύριο και μακαριώτατο πάπα Αυγουστίνο, Ιερώνυμος Μ έσω του διακόνου Κυπριανού έχω λάβει συγχρόνως τρεις διαφορετικές επιστολές, μάλλον λιβέλλους, της Εντιμότητός σου. Εσύ τις ονομάζεις “ζητήματα”, αλλ’ εγώ τις θεωρώ συνεχείς ελέγχους των μικρών συγγραμμάτων μου. Εάν θελήσω να απαντήσω σε αυτές τις επιστολές, θα χρειασθεί ολόκληρο βιβλίο. Όμως, όσο μπορώ να το κάνω, θα προσπαθήσω να μη υπερβεί η επιστολή μου την έκταση μιας μακρύτερης επιστολής και να μη καθυστερήσω τον αδελφό που βιάζεται και ο οποίος προ τριημέρου, όταν αναχωρούσε, ζήτησε από εμένα επιστολές. Το αποτέλεσμα ήταν κατά την προετοιμασία σχεδόν να αναγκασθώ να φλυαρήσω το οτιδήποτε και να απαντήσω βιαστικά, όχι με την ωριμότητα ενός που συγγράφει, αλλά με τη βιασύνη αυτού που υπαγορεύει˙ με συνέπεια η επιστολή μου να μη στρέφεται μάλλον προς τη διδασκαλία, αλλά να είναι ανάλογη με την περίσταση. Ακόμη και στους πιο γενναίους στρατιώτες προκαλούν σύγχυση οι αιφνίδιοι πόλεμοι και, πριν ακόμη μπορέσουν να 36. Γράφηκε το έτος 404. Αποτελεί απάντηση στις υπ’ αριθμ. 28, 40 και 71 επιστολές του Αυγουστίνου. 48 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης αρπάξουν τα όπλα, αναγκάζονται να φύγουν. 2. Κατά τα άλλα η δική μας πανοπλία είναι ο Χριστός και η διδασκαλία του αποστόλου, ο οποίος γράφει στους Εφεσίους: «Ἀναλάβετε τήν πανοπλίαν τοῡ Θεοῡ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ», και πάλι: «Στῆτε περιζωσάμενοι τήν ὀσφύν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ καί ἐνδυσάμενοι τόν θώρακα τῆς δικαιοσύνης καί ὑποδησάμενοι τούς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῡ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐπί πᾶσιν ἀναλαβόντες τόν θυρεόν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τά βέλη τοῦ πονηροῦ τά πεπυρωμένα σβέσαι˙ καί τήν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστί ρῆμα Θεοῦ» (Εφ 6, 13-17). Κάποτε ο βασιλιάς Δαυίδ, οπλισμένος με αυτά τα όπλα, προχώρησε στη μάχη και, παίρνοντας πέντε λείες πέτρες από το χείμαρρο, έδειξε ότι το φρόνημά του δεν είχε τραχύτητα και φαυλότητα, ανάμεσα στις περιστροφές αυτής της ζωής. Καθ’ οδόν ήπιε από το χείμαρρο και μετά, πηδώντας ψηλά, απέκοψε το κεφάλι του αλαζόνα Γολιάθ με το ξίφος του37. Κτύπησε τον βλάσφημο στο μέτωπο και τον τραυμάτισε σε εκείνο το σημείο του σώματος, στο οποίο και ο Οζίας, που αποθρασύνθηκε κατά της ιερωσύνης, κτυπήθηκε από τη λέπρα38 και για το οποίο ο άγιος προφήτης καυχάται εν Κυρίω, λέγοντας: «Ἐσημειώθη ἐφ’ ἡμᾶς τό φῶς τοῡ προσώπου σου, Κύριε» (Ψα 4, 7). Ας λέγουμε και εμείς: «Ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου. Ἄσομαι καί ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου. Ἐξεγέρθητι, ἡ δόξα μου, ἐξεγέρθητι, ψαλτήριον καί κιθάρα˙ ἐξεγερθήσομαι ὄρθρου» (Ψα 56, 8-9. 107, 23)˙έτσι θα μπορεί να εκπληρωθεί σε εμάς το ρητό: «Πλάτυνον τό 37. Βλ. Α΄Βασ 17, 49ε. 38. Βλ. Β΄Παρ 26, 19. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 49 στόμα σου καί πληρώσω αὐτό» (Ψα 80, 11)˙ και «Κύριος δώσει ρῆμα τοῑς εὐαγγελιζομένοις δυνάμει πολλῇ» (Ψα 67, 12). Δεν αμφιβάλλω ότι και συ προσεύχεσαι, ώστε στη μεταξύ μας αντιπαράθεση να υπερισχύσει η αλήθεια. Δεν αναζητείς τη δόξα τη δική σου, αλλά του Χριστού39, και, όταν νικήσεις εσύ, θα νικήσω και εγώ, εάν καταλάβω το λάθος μου, και εξ αντιθέτου, όταν νικήσω εγώ, υπερέχεις εσύ, επειδή δεν θησαυρίζουν τα παιδιά για τους γονείς, αλλά οι γονείς για τα παιδιά40. Στο πρώτο βιβλίο των Παραλειπομένων διαβάζουμε ότι οι υιοί Ισραήλ προχώρησαν στη μάχη με ειρηνικό φρόνημα και, ευρισκόμενοι ανάμεσα στα ξίφη και στην έκχυση του αίματος και στα πτώματα των νεκρών, δεν σκέπτονταν τη δική τους νίκη, αλλά τη νίκη της ειρήνης41. Ας απαντήσουμε, λοιπόν, σε όλα και ας λύσουμε τα πολλαπλά ζητήματα με λίγα λόγια, εφόσον επιτάσσει ο Χριστός. Παραλείπω τους χαιρετισμούς και τις χάρες, με τις οποίες θωπεύεις την κεφαλή μου. Αποσιωπώ τα ευχάριστα λόγια, με τα οποία ισχυρίζεσαι ότι παραμυθείς τον έλεγχό μου. Θα έλθω στα ίδια τα θέματα. 3. Λέγεις42 ότι έλαβες από κάποιον αδελφό ένα δικό μου βιβλίο, το οποίο δεν είχε τίτλο και στο οποίο απαριθμούσα εκκλησιαστικούς συγγραφείς, τόσο ΄Ελληνες, όσο και Λατίνους. Επειδή ζήτησες από αυτόν -για να χρησιμοποιήσω δικά σου λόγια- το λόγο, γιατί το «προοίμιο» δεν είχε επιγραφή ή δεν τιτλοφορούνταν με κάποια ονομασία, η απάντηση ήταν ότι αποκαλείται “Eπιτάφιος”. Συμπεραίνεις ότι ορθώς θα αποκαλούνταν έτσι, μό39. Πρβλ. Ιω 7, 18. 40. Πρβλ. Β΄Κο 12, 14. 41. Πρβλ. Α΄Παρ 12, 17ε. 42. Πρβλ. 40, 2 επιστολή του Αυγουστίνου. 50 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης νον εάν είχες διαβάσει σε αυτό τους βίους και τα συγγράμματα ανθρώπων που ήδη είχαν πεθάνει. Επειδή, όμως, στο βιβλίο μου μνημονεύονται τα μικρά συγγράμματα πολλών που ζούσαν τον καιρό που έγραφα το βιβλίο και ζουν ακόμη και τώρα, απορείς γιατί έθεσα αυτόν τον τίτλο. Νομίζω ότι ως έμπειρος το κατανοείς, διότι από το ίδιο το έργο μπόρεσες να καταλάβεις τον τίτλο. ΄Εχεις διαβάσει και ΄Ελληνες και Λατίνους συγγραφείς, οι οποίοι συνέγραψαν βίους επιφανών ανδρών και ουδέποτε έθεσαν ως τίτλο των έργων τους τη λ. “Επιτάφιος”, αλλά “Περί επιφανών ανδρών”, λόγου χάριν για ηγεμόνες, φιλοσόφους, ρήτορες, ιστορικούς, ποιητές, επικούς, τραγικούς, κωμικούς. Ιδιαίτερα, όμως, ο “Επιτάφιος” γράφεται για νεκρούς, όπως γνωρίζω ότι έπραξα παλαιά, στην κοίμηση του ιεράς μνήμης πρεσβυτέρου Νεποτιανού. Επομένως αυτό το βιβλίο πρέπει να ονομασθεί ή “Περί επιφανών ανδρών” ή κυριολεκτικώς “Περί εκκλησιαστικών συγγραφέων”, μολονότι πολλοί άπειροι διορθωτές θα έλεγαν ότι επιγράφεται “Περί συγγραφέων”. 4. Ένα δεύτερο σημείο είναι ότι ρωτάς43 γιατί, στο υπόμνημα της προς Γαλάτας επιστολής, είπα ότι ο Παύλος δεν μπορούσε να ελέγξει τον Πέτρο γι’ αυτό που ο ίδιος έπραξε, ούτε ήταν δυνατό να ελέγξει για υποκρισία ως προς κάτι άλλο, για το οποίο ο ίδιος συνελαμβάνετο υπαίτιος. Ισχυρίζεσαι ότι ο έλεγχος του αποστόλου δεν ήταν “oικονομικός”, αλλ’ αληθινός, και ότι εγώ δεν πρέπει να διδάσκω το ψέμα. Όλα, ανεξαιρέτως, όσα γράφηκαν, δηλώνουν αυτά ακριβώς που έχουν γραφεί. 43. Πρβλ. επιστολή 40, 3 του Αυγουστίνου. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 51 Σε αυτά πρώτον απαντώ ότι, ως έμπειρος που είσαι, όφειλες να θυμηθείς το βραχύ πρόλογο του υπομνήματός μου, όπου εγώ ο ίδιος έλεγα44: «Τι συμβαίνει, λοιπόν; Εγώ είμαι ανόητος ή παράλογος, που θα υποσχεθώ αυτό που δεν μπόρεσε εκείνος; Κάθε άλλο. ΄Η μήπως -μάλλον- φαίνομαι κατά τούτο πιο επιφυλακτικός και πιο δειλός, διότι, συναισθανόμενος τη μικρότητα των δυνατοτήτων μου, ακολούθησα το υπόμνημα του Ωριγένη; Αυτός έγραψε στην προς Γαλάτας επιστολή του Παύλου πέντε ξεχωριστούς τόμους και συμπλήρωσε το δέκατο βιβλίο των Στρωματέων45, πέραν από την ερμηνεία του, με ένα βραχύ λόγο. Επίσης συνέθεσε διάφορες πραγματείες και “εκλογές”, οι οποίες ακόμη και μόνες τους επαρκούν. Παραλείπω τον Δίδυμο, τον “εμόν βλέποντα”46, και τον Λαοδικείας, ο οποίος πρόσφατα απεχώρησε από την Εκκλησία47, και τον Αλέξανδρο, τον παλαιό αιρετικό, ακόμη τον Ευσέβιο Εμέσης48 και τον Θεόδωρο Ηρακλείας49, οι οποίοι κατέλιπαν μερικά υπομνήματα επ’ αυτού του θέματος. 44. Πρβλ. πρόλογο Υπομνήματος του Ιερωνύμου στην προς Γαλάτας επιστολή˙ PL 26, 332-333. 45. Πρόκειται για τα Εξαπλά του Ωριγένη. 46. Είναι ο Δίδυμος ο τυφλός, οπαδός του Ωριγένη, τον οποίο άκουσε ο Ιερώνυμος στην Αλεξάνδρεια. Βλ. M. von Albrecht, ό. π., σ. 1897. 47. Υπονοεί τον Απολινάριο Λαοδικείας, του οποίου τις παραδόσεις ερμηνείας της αγίας Γραφής παρακολούθησε ο Ιερώνυμος στην Αντιόχεια. Βλ. M. von Albrecht, αυτόθι. 48. Γνώστης της συριακής και της ελληνικής, υπήρξε ερμηνευτής της αγίας Γραφής, στην ερμηνεία της οποίας ακολούθησε την αντιοχειανή σχολή. Ο μεν Ιερώνυμος τον κατατάσσει μεταξύ των αρειανών, ο δε Επιφάνιος δεν τον κατηγορεί ως αιρετικό. 49. Αρειανός επίσκοπος και πολέμιος του Μ. Αθανασίου. Μετείχε στην αντισαρδική σύνοδο της Φιλιππουπόλεως, το 343. Στον κατάλογο της Σαρδι- 52 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Εάν επέλεγα από αυτούς λίγα, θα αποτελούνταν κάτι το οποίο δεν θα ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο. Για να ομολογήσω απλά, όλα αυτά τα διάβασα, και, συγκεντρώνοντας μέσα στο νου μου παραπολλά, προσκάλεσα υπογραφέα και υπαγόρευσα είτε τα δικά μου είτε τα των άλλων, χωρίς να ενθυμούμαι εν τω μεταξύ τη σειρά ούτε τα λόγια ούτε το νόημά τους. ΄Ηδη το έλεος του Κυρίου μάς δίνει τη δυνατότητα να μη χαθούν -με την απειρία μας- αυτά που καλώς είπαν άλλοι και όσα άρεσαν σε εκείνους που τους ακολούθησαν να μη αρέσουν στους εκτός της Εκκλησίας». Επομένως, εάν νομίζεις ότι υπάρχει κάτι στην ερμηνεία μας που αξίζει να ανασκευασθεί, θα ήταν ίδιον της παιδείας σου να ερευνήσεις εάν αυτά που γράψαμε περιέχονται στους ΄Ελληνες ερμηνευτές. Εάν εκείνοι δεν τα είχαν πει, τότε θα κατεδίκαζες την ιδιαίτερη άποψή μου, κυρίως επειδή στον πρόλογο με παρρησία παραδέχθηκα ότι ακολούθησα τα υπομνήματα του Ωριγένη και υπαγόρευσα είτε δικά μου είτε ξένα. Στο τέλος δε του ιδίου κεφαλαίου, το οποίο ελέγχεις, έγραψα: «Εάν σε κάποιον δεν αρέσει αυτή η άποψη, κατά την οποία ούτε ο Πέτρος έσφαλε ούτε ο Παύλος φαίνεται πως χωρίς ντροπή ήλεγξε ανώτερό του, οφείλει να εξηγήσει αν ήταν συνεπής ο Παύλος ο οποίος ήλεγξε για κάτι που ο ίδιος έπραξε»50. Από αυτό απέδειξα ότι εγώ δεν κής είναι ο πρώτος ανάμεσα στους αρειανούς επισκόπους που αναθεματίσθηκαν και κηρύχθηκαν έκπτωτοι. Η έκπτωσή του έμεινε ανενεργός, λόγω της ισχυρής προστασίας του Μ. Κωνσταντίνου. Βλ. Π. Χρήστου (1987), Ελληνική Πατρολογία, τ. 3, σ. 272-273, Μερετάκης: Θεσσαλονίκη. 50. Πρβλ. Υπόμνημα Ιερωνύμου στην προς Γαλάτας επιστολή˙ PL 26, 367B. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 53 υπερασπίζομαι εξ ορισμού αυτό που διάβασα στους ΄Ελληνες συγγραφείς, αλλά εξέφρασα αυτά που διάβασα, προκειμένου να αφήσω στην κρίση του αναγνώστη αν πρέπει να τα εγκρίνει ή να τα απορρίψει. 5. Για να μη κάνεις, λοιπόν, αυτό που ζήτησα, βρήκες καινούργιο επιχείρημα, για να ισχυρίζεσαι ότι οι εθνικοί που πίστευσαν στον Χριστό, είναι ελεύθεροι από το βάρος του νόμου, ενώ οι εξ Ιουδαίων που πίστευσαν, είναι υποταγμένοι στο νόμο. Επομένως, εκ μέρους και των δύο ο Παύλος ορθώς ήλεγξε αυτούς που τηρούσαν το νόμο, ως διδάσκαλος των εθνικών51, και δικαίως ήλεγξε τον Πέτρο, ο οποίος, ως επικεφαλής της περιτομής52, προσέταξε στους εθνικούς αυτό, το οποίο μόνο οι εξ Ιουδαίων όφειλαν να τηρήσουν53. Εάν αυτό θεωρείται σωστό, είναι επειδή προπάντων κρίνεται ορθό το ότι όσοι εξ Ιουδαίων πιστεύουν, οφείλουν να τηρήσουν το νόμο και συ, ως γνωστότατος επίσκοπος, οφείλεις να δημοσιοποιείς σε όλο τον κόσμο αυτήν την άποψη και να ελκύεις προς το μέρος σου όλους τους συνεπισκόπους, προκειμένου να συμφωνήσουν μαζί σου. Εγώ, μέσα σε μία μικρή καλύβη μαζί με τους μοναχούς, δηλαδή τους συναμαρτωλούς μου, δεν τολμώ να εκφέρω γνώμη για μεγάλα ζητήματα˙ παρά μόνο με ειλικρίνεια παραδέχομαι ότι διάβασα τα συγγράμματα των προγενεστέρων και στα υπομνήματά μου, κατά τη συνήθεια όλων, έθεσα ποικίλες ερμηνείες, ούτως ώστε ο καθένας να ακολουθήσει από τα πολλά αυτό που θέ- 51. Πρβλ. Α΄Τι 2, 7. 52. Πρβλ. Γα 2, 7-8. 53. Πρβλ. Γα 5, 3. 54 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης λει. Νομίζω ότι συ το διάβασες και το επιδοκίμασες αυτό στη θύραθεν γραμματεία και στα βιβλία της Γραφής54. 6. Όμως αυτήν την ερμηνεία που πρώτος έδωσε ο Ωριγένης στο δέκατο βιβλίο των Στρωματέων, όπου ερμηνεύει την προς Γαλάτας επιστολή του αποστόλου Παύλου, και κατόπιν ακολούθησαν άλλοι ερμηνευτές, αυτήν ακριβώς παρεισάγουν ως δικαιολογία για να απαντήσουν στον βλάσφημο Πορφύριο, ο οποίος κατηγορεί τον Παύλο για αναίδεια, διότι τόλμησε να κατηγορήσει τον πρώτο των αποστόλων, τον Πέτρο, να τον ελέγξει κατά πρόσωπο και να τον φέρει σε πολύ δύσκολη θέση, για το λόγο ότι κακώς έπραξε, δηλαδή έπραξε το λάθος το οποίο έκανε ο ίδιος, ενώ ελέγχει άλλον που έσφαλε. Τι να πω για τον Ιωάννη, ο οποίος πρωτύτερα ως αρχιεπίσκοπος ποίμανε την εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως55 και ιδιαίτερα γι’ αυτό το κεφάλαιο εκπόνησε εκτενέστατο βιβλίο56, 54. Ο Ιερώνυμος φρονεί ότι η αγία Γραφή είναι αλάθητη, έχει δε θεοπνευστία, αλλ’ όχι κατά λέξη, μόνο περιεχομένου. Στην 57η επιστολή του ad Pammachium, παραδέχεται ότι υπάρχει βαθύτερη σημασία στη σειρά των λέξεων του πρωτοτύπου, προσπαθεί δε να τηρήσει αυτήν τη σειρά. Όμως γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι αδύνατο μία πρόταση να αποδοθεί σε άλλη γλώσσα λέξη προς λέξη. ΄Εχει επ’ αυτού ως “διδάσκαλο”, «magistrum», τον Κικέρωνα. Παραθέτει περικοπή από τον Οράτιο, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, απευθυνόμενος προς τον πεπαιδευμένο ερμηνευτή, λέγει: «Αξιόπιστε ερμηνευτή, μη προσπαθείς να αποδώσεις κατά λέξη». Επικαλείται δε περιπτώσεις απόδοσης παλαιοδιαθηκικών χωρίων από τους ευαγγελιστές Μάρκο, Ματθαίο και Ιωάννη. Βλ. PL 22, 571-573. 55. Στις 5 Ιουνίου 404 ο αυτοκράτορας Αρκάδιος εξέδωσε το διάταγμα περί της εξορίας του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Επρόκειτο για τη δεύτερη εξορία του πολυτλήμονος Πατριάρχου. 56. Βλ. Χρυσοστόμου, Υπόμνημα στην προς Γαλάτας επιστολή, 2, 4-6˙ Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 55 στο οποίο ακολούθησε τη γνώμη του Ωριγένη και των παλαιών ερμηνευτών; Εάν, λοιπόν, κατηγορείς εμένα ότι σφάλλω, είναι βέβαιο ότι προφανώς σφάλλω μαζί με τόσο σπουδαίους ερμηνευτές και, επειδή κατανοείς ότι έχω πολλούς κοινωνούς στην πλάνη μου, οπωσδήποτε θα οφείλεις να παρουσιάσεις έναν που συνομολογεί με τη δική σου αλήθεια. Αυτά σχετικά με την ερμηνεία ενός κεφαλαίου της προς Γαλάτας επιστολής. 7. Αλλά για να μη θεωρηθώ ότι κατά του ισχυρισμού σου στηρίζομαι στον αριθμό των μαρτυριών και με την πρόφαση των επιφανών ανδρών υπεκφεύγει η αλήθεια και δεν τολμώ να δώσω ΡG 61, 639-643. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, τα λόγια του αποστόλου Παύλου «οὐ μάχης ἦν, ἀλλ' οἰκονομίας» και η κατά πρόσωπο διαμάχη «σχῆμα ἦν», δηλαδή φαινομενική. «Εἰ γάρ ὄντως ἐμάχοντο, οὐκ ἄν ἐπί τῶν μαθητῶν ἀλλήλοις ἐπετίμησαν, σφόδρα γάρ ἄν αὐτούς ἐσκανδάλισαν, νυνί δέ λυσιτελοῦσα ἦν ἡ ἐν τῷ φανερῷ μάχη». Η μεταβολή του αποστόλου Πέτρου, όταν ήλθαν οι εξ Ιεροσολύμων, οικονομούσε δύο πράγματα: 1. να μη σκανδαλίσει τους εξ Ιουδαίων και 2. να δώσει στον Παύλο εύλογη πρόφαση της επιτιμήσεως. Η επιτίμηση του Παύλου συμφέρει αυτούς που ακούoυν, διότι τους πείθει και τους κάνει να βελτιωθούν προς το ορθό. «Τά τῶν Ἰουδαίων καταστέλλει φρονήματα, ἄλλο δι' ἄλλου κατασκευάζων... Οὐ τοίνυν Πέτρον διορθούμενος ταῦτα λέγει, ἀλλ' ἔδει μέν πρός ἐκεῑνον ὁ λόγος ἀποτείνεσθαι, τούς δέ μαθητάς ἤλεγχεν». Πρβλ. τη σχετική ομιλία του ιερού Πατρός, στο PG 51, 371-388, όπου τονίζει ότι δεν πρόκειται για διαμάχη˙ ότι ήταν επίπλαστη η επιτίμηση˙ ότι δεν ήταν επιτίμηση τα λεγόμενα κατά του Πέτρου, αλλ’ υπό τη μορφή της επιτιμήσεως ήταν παραίνεση και διδασκαλία στους Ιουδαίους και ότι όλα ήσαν οικονομία, προκειμένου, με την επιτίμηση και τη σιωπή του Πέτρου, να ωφεληθούν «λανθανόντως» οι Ιουδαίοι. Αναφέρει δε δύο λύσεις: 1. Ότι ο εν λόγω Πέτρος δεν ήταν ο απόστολος, λύση την οποία απορρίπτει, 2. ότι καλώς ο Παύλος εγκάλεσε τον Πέτρο, διότι πέραν του μέτρου έκανε χρήση της συγκατάβασης στους Ιουδαίους. 56 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης τον αγώνα μου, θα παρουσιάσω διά βραχέων τα παραδείγματα από τη Γραφή. Στις Πράξεις των αποστόλων μία φωνή είπε στον Πέτρο: «Ἀναστάς, Πέτρε, θῡσον καί φάγε» (Πρξ 10, 13), δηλαδή όλα τα τετράποδα ζώα και τα ερπετά της γης και όσα πετούν στον ουρανό (Πρξ 10, 12). Με αυτά τα λόγια φαίνεται ότι κανείς άνθρωπος δεν μολύνεται κατά φύση, αλλά εξ ίσου όλοι καλούνται στο Ευαγγέλιο του Χριστού. Γι’ αυτό ο Πέτρος απάντησε: «Μηδαμῶς, ὅτι οὐδέποτε ἔφαγον κοινόν καί ἀκάθαρτον. Καί φωνή ἐκ δευτέρου πρός αὐτόν ἐγένετο˙ ἅ ὁ Θεός ἐκαθάρισε σύ μή κοίνου» (Πρξ 10, 14-15). Μετά πήγε στην Καισάρεια και, εισερχόμενος στην οικία του Κορνηλίου, άνοιξε το στόμα του και είπε: «Ἐπ’ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ’ ἐν παντί ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτόν καί ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αὐτῷ ἐστι» (Πρξ 10, 34-35). Στο τέλος «ἐπέπεσε τό Πνεῡμα τό Ἅγιον» σε αυτούς «καί ἐξέστησαν οἱ ἐκ περιτομῆς πιστοί ὅσοι συνῆλθον τῷ Πέτρῳ, ὅτι καί ἐπί τά ἔθνη ἡ δωρεά τοῡ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκέχυται. Τότε ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος˙ μήτι τό ὕδωρ κωλῡσαι δύναταί τις τοῡ μή βαπτισθῆναι τούτους, οἵτινες τό Πνεῡμα τό Ἅγιον ἔλαβον καθώς καί ἡμεῑς; Προσέταξέ τε αὐτούς βαπτισθῆναι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῡ Χριστοῡ. Ἤκουσαν δέ οἱ ἀπόστολοι καί οἱ ἀδελφοί οἱ ὄντες κατά τήν Ἰουδαίαν ὅτι καί τά ἔθνη ἐδέξαντο τόν λόγον τοῡ Θεοῡ. Καί ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα διεκρίνοντο πρός αὐτόν οἱ ἐκ περιτομῆς λέγοντες˙ διατί πρός ἄνδρας ἀκροβυστίαν ἔχοντας εἰσῆλθες καί συνέφαγες αυτοῑς;» (Πρξ 10, 44-45, 47-48˙ 11, 1-3). Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 57 Τους παρουσίασε αναλυτικά πώς είχαν τα πράγματα και στο τέλος περάτωσε το λόγο του με τα εξής: «Εἰ οὖν τήν ἴσην δωρεάν ἔδωκεν αὐτοῑς ὁ Θεός ὡς καί ἡμῑν πιστεύσασιν ἐπί τόν Κύριον Ἰησοῡν Χριστόν, ἐγώ δέ τίς ἤμην δυνατός κωλῡσαι τόν Θεόν; Ἀκούσαντες δέ ταῡτα ἡσύχασαν καί ἐδόξασαν τόν Θεόν λέγοντες˙ ἄρα γε καί τοῑς ἔθνεσιν ὁ Θεός τήν μετάνοιαν ἔδωκεν εἰς ζωήν» (Πρξ 11, 17-18). Πάλι, όταν μετά από πολύ καιρό ήλθαν ο Παύλος και ο Βαρνάβας στην Αντιόχεια, ανέφεραν στη συνηγμένη εκκλησία «ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεός μετ’ αὐτῶν καί ὅτι ἤνοιξε τοῑς ἔθνεσι θύραν πίστεως. Καί τινες κατελθόντες ἀπό τῆς Ἰουδαίας ἐδίδασκον τούς ἀδελφούς καί ἔλεγον ὅτι ἐάν μή περιτέμνησθε τῷ ἔθει Μωυσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι. Γενομένης οὖν στάσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καί τῷ Βαρνάβᾳ ἔταξαν ἀναβαίνειν» και αυτοί που κατηγορούνταν και αυτοί που κατηγορούσαν «πρός τούς ἀποστόλους καί πρεσβυτέρους εἰς Ἱερουσαλήμ περί τοῡ ζητήματος τούτου. Καί ὅτε παρεγένοντο εἰς Ἱερουσαλήμ ἐξανέστησαν τινές τῶν ἀπό τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες τῷ Χριστῷ, λέγοντες ὅτι δεῑ περιτέμνεσθαι αὐτούς παραγγέλλειν τε τηρεῑν τόν νόμον Μωυσέως. Πολλῆς δέ συζητήσεως γενομένης», ο Πέτρος, με τη συνήθη παρρησία, είπε: «Ἀδελφοί, ὑμεῑς ἐπίστασθε ὅτι ἀφ’ ἡμερῶν ἀρχαίων ὁ Θεός ἐν ἡμῑν ἐξελέξατο διά τοῡ στόματός μου ἀκοῡσαι τά ἔθνη τόν λόγον τοῡ εὐαγγελίου καί πιστεῡσαι καί ὁ καρδιογνώστης Θεός ἐμαρτύρησεν αὐτοῑς δούς αὐτοῑς τό Πνεῡμα τό Ἅγιον καθώς καί ἡμῑν καί οὐδέν διέκρινε μεταξύ ἡμῶν τε καί αὐτῶν τῇ πίστει καθαρίσας τάς καρδίας αὐτῶν. Νῡν οὖν τί πειράζετε τόν Θεόν ἐπιθεῑναι ζυγόν ἐπί τόν τράχηλον τῶν μαθητῶν, ὃν οὔτε οἱ πατέρες ἡμῶν οὔτε ἡμεῑς ἰσχύσαμεν βαστάσαι; Ἀλλά διά τῆς χάρι- 58 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης τος τοῡ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῡ Χριστοῡ πιστεύομεν σωθῆναι καθ’ ὃν τρόπον κἀκεῑνοι. Ἐσίγησε δέ πᾶν τό πλῆθος» και ο απόστολος Ιάκωβος και όλοι μαζί οι πρεσβύτεροι συντάχθηκαν με τη γνώμη του (Πρξ 14, 26. 15, 1-2, 4-21). 8. Αυτά δεν πρέπει να δυσκολεύουν τον αναγνώστη, αλλά να είναι χρήσιμα και σε εκείνον και σε εμένα. Επομένως μπορούμε να αποδεχθούμε ότι πρωτύτερα ο απόστολος Παύλος δεν αγνοούσε τον Πέτρο και μάλιστα υπήρξε πρωτεργάτης αυτής της αποφάσεως, ότι δηλαδή ο μωσαϊκός νόμος δεν πρέπει να τηρείται μετά από το Ευαγγέλιο. Με δύο λόγια, ο Πέτρος είχε τέτοιο κύρος, ώστε ο Παύλος έγραψε στην επιστολή του: «Ἔπειτα μετά ἔτη τρία ἦλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον καί ἐπέμεινα πρός αὐτόν ἡμέρας δεκαπέντε» (Γα 1, 18). Πάλι στη συνέχεια έγραψε: «Διά δεκατεσσάρων ἐτῶν πάλιν ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα μετά Βαρνάβα συμπαραλαβών καί Τίτον. Ἀνέβην δέ κατά ἀποκάλυψιν καί ἀνεθέμην αὐτοῑς τό εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω ἐν τοῑς ἔθνεσι» (Γα 2, 1-2), αποδεικνύοντας ότι ο ίδιος δεν είχε τη βεβαιότητα του κηρύγματος του Ευαγγελίου, παρά μόνο εάν υπήρχε η επίρρωση της γνώμης του Πέτρου και όσων ήσαν μαζί του. Και αμέσως συνεχίζει: «Κατ’ ἰδίαν δέ τοῑς δοκοῡσι, μήπως εἰς κενόν τρέχω ἢ ἔδραμον» (Γα 2, 2). Γιατί ιδιαιτέρως και όχι δημόσια; Για να μη δημιουργηθεί σκάνδαλο στην πίστη όσων πιστών από το πλήθος των Ιουδαίων νόμιζαν ότι πρέπει να τηρούν το νόμο και συγχρόνως να πιστεύουν στον Κύριο ως Σωτήρα. Επομένως -μολονότι οι Πράξεις των αποστόλων δεν το γράφουν αυτό, αλλά πρέπει να πιστεύσουμε στον Παύλο που το διαβεβαιώνει- τον ίδιο χρόνο, όταν ο Πέτρος ήλθε στην Αντιόχεια, γράφει Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 59 ο Παύλος ότι του αντιστάθηκε κατά πρόσωπο, «ὅτι κατεγνωσμένος ἦν. Πρό τοῡ γάρ ἐλθεῑν τινας ἀπό Ἰακώβου μετά τῶν ἐθνῶν συνήσθιεν˙ ὅτε δέ ἦλθον, ὑπέστελλε καί ἀφώριζεν ἑαυτόν, φοβούμενος τούς ἐκ περιτομῆς. Καί συνυπεκρίθησαν αὐτῷ καί οἱ λοιποί Ἰουδαῑοι, ὥστε καί Βαρνάβας συναπήχθη αὐτῶν τῇ ὑποκρίσει. Ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῡσι πρός τήν ἀλήθειαν τοῡ εὐαγγελίου, εἶπον τῷ Πέτρῳ ἔμπροσθεν πάντων˙ εἰ σύ Ἰουδαῑος ὑπάρχων ἐθνικῶς ζῇς καί οὐκ Ἰουδαϊκῶς, τί τά ἔθνη ἀναγκάζεις ἰουδαΐζειν;» (Γα 2, 11-14) και τα υπόλοιπα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Πέτρος υπήρξε πρώτος εισηγητής αυτής της αποφάσεως, από την οποία τώρα ελέγχεται ότι παρεκκλίνει. Όμως η αιτία της παρέκκλισης είναι ο φόβος των Ιουδαίων, διότι η Γραφή λέγει ότι πρωτύτερα έτρωγε μαζί με τους εθνικούς, αλλ’ όταν ήλθαν κάποιοι από τα Ιεροσόλυμα, τους απέφευγε και αποχωριζόταν, φοβούμενος τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς. Φοβείται, όμως, τους Ιουδαίους, των οποίων ήταν απόστολος, μη τυχόν, προφασιζόμενοι τους εθνικούς, αποσκιρτήσουν από την πίστη του Χριστού και, ως μιμητής του Καλού Ποιμένος, απολέσει την ποίμνη που του εμπιστεύθηκε ο Κύριος. 9. Όπως, λοιπόν, αποδείξαμε ότι ο Πέτρος καλώς μεν φρονούσε περί του τέλους του μωσαϊκού νόμου, αλλ’ από φόβο παρορμήθηκε να υποκριθεί ότι τον τηρεί, ας δούμε μήπως ο ίδιος ο Παύλος, ο οποίος κατηγορεί άλλον, έπραξε κάτι παρόμοιο. Διαβάζουμε στο ίδιο βιβλίο των Πράξεων των αποστόλων για τον απόστολο Παύλο: «Διήρχετο δέ τήν Συρίαν καί Κιλικίαν ἐπιστηρίζων τάς ἐκκλησίας. Κατήντησε δέ εἰς Δέρβην καί Λύστραν. Καί ἰδού μαθητής τις ἦν ἐκεῑ ὀνόματι Τιμόθεος, υἱός γυναικός Ἰουδαίας πιστῆς, πατρός δέ Ἕλληνος, ὃς ἐμαρτυρεῑτο ὑπό τῶν 60 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης ἐν Λύστροις καί Ἰκονίῳ ἀδελφῶν. Τοῡτον ἠθέλησεν ὁ Παῡλος σύν αὐτῷ ἐξελθεῑν, καί λαβών περιέτεμεν αὐτόν διά τούς Ἰουδαίους τούς ὄντας ἐν τοῑς τόποις ἐκείνοις. Ἤδεισαν γάρ ἅπαντες τόν πατέρα αὐτοῡ ὅτι Ἕλλην ὑπῆρχε» (Πρξ 15, 41-16, 3). Ω μακάριε απόστολε Παύλε, συ που κατηγόρησες τον Πέτρο για υποκρισία, διότι αποτραβήχθηκε από τους εθνικούς για το φόβο των Ιουδαίων, οι οποίοι ήλθαν από τον Ιάκωβο! Γιατί αναγκάζεσαι να περιτάμεις τον Τιμόθεο, τον υιό εθνικού και σίγουρα τον ίδιο εθνικό -διότι δεν ήταν Ιουδαίος και άρα ήταν απερίτμητος- και αυτό το έκανες σε αντίθεση με τη γνώμη σου; Θα μου απαντήσεις: “Λόγω των Ιουδαίων, οι οποίοι ήσαν σε εκείνα τα μέρη”. Συ, λοιπόν, που συγχώρησες τον εαυτό σου για την περιτομή του μαθητή που προήλθε από τους εθνικούς, συγχώρησε και τον Πέτρο, που υπερέχει από σένα, διότι έκανε κάποια πράγματα, φοβούμενος τους πιστούς Ιουδαίους. Γράφουν, πάλι, οι Πράξεις των αποστόλων: «Ὁ δέ Παῡλος ἔτι προσμείνας ἡμέρας ἱκανάς, τοῑς ἀδελφοῑς ἀποταξάμενος ἐξέπλευσε εἰς τήν Συρίαν καί σύν αὐτῷ Πρίσκιλλα καί Ἀκύλας, κειράμενος τήν κεφαλήν ἐν Κεγχρεαῑς˙ εἶχε γάρ εὐχήν» (Πρξ 18, 18). ΄Εστω ότι εκεί παρακινήθηκε από το φόβο των Ιουδαίων να κάνει αυτό που δεν ήθελε. Γιατί εδώ άφησε να μεγαλώσουν τα μαλλιά του, επειδή είχε κάνει τάξιμο, και αργότερα στις Κεγχρεές τα κούρευσε, σύμφωνα με το νόμο και την εντολή του Μωυσή που συνήθιζαν να τηρούν οι Ναζιραίοι, οι οποίοι έταζαν τον εαυτό τους στον Θεό;57. 57. Πρβλ. Αριθ 6, 18. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 61 10. Όμως αυτά είναι λίγα εν συγκρίσει με αυτά που ακολουθούν. Αναφέρει ο Λουκάς, ο συγγραφέας της ιερής ιστορίας: «Γενομένων ἡμῶν εἰς Ἱεροσόλυμα ἀσμένως ὑπεδέξαντο ἡμᾱς οἱ ἀδελφοί» και την επόμενη ημέρα ο Ιάκωβος και όλοι οι πρεσβύτεροι που ήσαν μαζί του επιδοκίμασαν το ευαγγέλιό του και του είπαν: «Θεωρεῑς, ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσίν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ τῶν πεπιστευκότων» στον Χριστό «καί οὗτοι πάντες ζηλωταί τοῡ νόμου ὑπάρχουσι. Κατηχήθησαν δέ περί σοῡ ὅτι ἀποστασίαν διδάσκεις ἀπό Μωυσέως τούς κατά τά ἔθνη πάντας Ἰουδαίους λέγων μή περιτέμνειν αὐτούς τά τέκνα αὐτῶν μηδέ τοῑς ἔθεσι περιπατεῑν. Τί οὖν ἐστι; Πάντως δεῑ πλῆθος συνελθεῑν˙ἀκούσονται γάρ ὅτι ἐλήλυθας. Τοῡτο οὖν ποίησον ὅ σοι λέγομεν˙ εἰσίν ἡμῑν ἄνδρες τέσσαρες εὐχήν ἔχοντες ἐφ’ ἑαυτῶν˙ τούτους παραλαβών ἁγνίσθητι σύν αὐτοῑς καί δαπάνησον ἐπ’ αὐτοῑς ἵνα ξυρήσωνται τήν κεφαλήν καί γνῶσι πάντες ὅτι ὧν κατήχηνται περί σοῡ οὐδέν ἐστιν, ἀλλά στοιχεῑς καί αὐτός τόν νόμον φυλάσσων. Τότε ὁ Παῡλος παραλαβών τούς ἄνδρας τῇ ἐχομένῃ ἡμέρᾳ σύν αὐτοῑς ἁγνισθείς εἰσῄει εἰς τό ἱερόν, διαγγέλλων τήν ἐκπλήρωσιν τῶν ἡμερῶν τοῡ ἁγνισμοῡ, ἕως οὗ προσηνέχθη ὑπέρ ἑνός ἑκάστου αὐτῶν ἡ προσφορά» (Πρξ 21, 17, 20-24, 26). Ω Παύλε! Και γι’ αυτό, πάλι, σε ρωτώ: Γιατί ξύρισες την κεφαλή, γιατί επιτέλεσες “γυμνοποδία” χάριν των ιερών εθίμων των Ιουδαίων, γιατί προσέφερες θυσίες και κατά το νόμο θυσίασες σφάγια; Σίγουρα θα απαντήσεις: “Για να μη σκανδαλισθούν οι εξ Ιουδαίων πιστοί”. Υποκρίθηκες, λοιπόν, τον Ιουδαίο, για να κερδίσεις τους Ιουδαίους, και μάλιστα αυτήν την υποκρισία σού την υπέδειξαν ο Ιάκωβος και οι λοιποί πρεσβύτεροι. 62 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Αλλ’ όμως δεν μπόρεσες να ξεφύγεις. Προκλήθηκε ταραχή, επειδή επρόκειτο να σε φονεύσουν. Σε γλύτωσε ο χιλίαρχος και σε έστειλε στην Καισάρεια με ισχυρή φρουρά στρατιωτών, για να μη σε φονεύσουν οι Ιουδαίοι, ως υποκριτή και καθαιρέτη του νόμου. Από εκεί έφθασες στη Ρώμη, όπου έμεινες σε κατάλυμα που το μίσθωσες συ, κήρυξες τον Χριστό και σε Ιουδαίους και σε εθνικούς58 και οι ιδέες σου αποδείχθηκαν αληθινές με το μαρτύριό σου από το ξίφος του Νέρωνα. 11. Μάθαμε ότι, για το φόβο των Ιουδαίων, και ο Πέτρος και ο Παύλος εξ ίσου προσποιήθηκαν ότι τήρησαν τις εντολές του νόμου. Επομένως, με ποιο πρόσωπο, με ποια τόλμη ο Παύλος κατηγορεί άλλον για κάτι, το οποίο ο ίδιος διέπραξε; Βεβαίως άλλοι προ εμού εξέθεσαν το λόγο που θεωρούσαν σωστό, υποστηρίζοντας όχι ένα κατά συνθήκη ψέμα, όπως γράφεις, αλλά υποδεικνύοντας την ευπρεπή οικονομία, ώστε και των αποστόλων τη σύνεση να καταδείξουν και του βλασφήμου Πορφυρίου την αφροσύνη να περιορίσουν. Αυτός λέγει ότι ο Παύλος και ο Πέτρος φιλονίκησαν μεταξύ τους με παιδαριώδη ανταγωνισμό και μάλιστα ο Παύλος εξανέστη από φθόνο προς τις αρετές του Πέτρου και με αλαζονεία έγραψε ή αυτά που δεν έκανε ή, αν τα έκανε, τα έκανε με αναίδεια κατηγορώντας άλλον γι’ αυτό που ο ίδιος διέπραξε. Εκείνοι ερμήνευσαν, όπως μπορούσαν. Συ με ποιο τρόπο θα εξηγούσες αυτό το χωρίο; Σίγουρα θα πεις καλύτερα, συ που επιδοκίμασες την άποψη των παλαιοτέρων. 12. Moυ γράφεις στην επιστολή σου59: «Από εμένα δεν πρέπει να μάθεις τι νόημα έχει το ρητό: “Ἐγενόμην τοῑς Ἰουδαίοις ὡς Ἰ58. Πρβλ. Πρξ 23, 12-13, 22-24˙ 28, 14, 30-31. 59. Πρβλ. 40, 4 επιστολή του Αυγουστίνου. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 63 ουδαῑος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω” (Α΄Κο 9, 20) και τα υπόλοιπα τα οποία λέγονται εκεί, από συμπάθεια και ευσπλαγχνία, όχι από υποκρισία και δολιότητα. Σαν άρρωστος που υπηρετεί τον άρρωστο, όχι επειδή ψεύδεται ότι έχει πυρετό, αλλ’ επειδή συμπονά μέσα του και σκέπτεται πώς θα ήθελε να τον υπηρετούν, εάν ο ίδιος ήταν άρρωστος. Ο απόστολος Παύλος ήταν μεν Ιουδαίος60, αλλ’ όταν έγινε Χριστιανός, δεν εγκατέλειψε τα έθιμα των Ιουδαίων, τα οποία τηρούσε εκείνος ο λαός, όπως άρμοζε και όριζε ο μωσαϊκός νόμος, τον καιρό που έπρεπε. Γι’ αυτό και δέχθηκε61 να επιτελέσει εκείνα τα έθιμα, όταν ήδη ήταν απόστολος του Χριστού, για να διδάξει ότι δεν είναι επιζήμια για όσους θέλουν να τα τηρήσουν, όπως τα έλαβαν από τους προγόνους διά του μωσαϊκού νόμου, ακόμη και όταν πίστευσαν στον Χριστό˙ χωρίς όμως να ελπίζουν ότι θα σωθούν με αυτά, επειδή η σωτηρία έρχεται με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και προτυπώνεται με εκείνα τα έθιμα». Το νόημα όλων όσων λέγεις, που παρέτεινες με εκτενή ανάπτυξη, είναι ότι ο Πέτρος δεν έσφαλε κατά τούτο, στο ότι δηλαδή νόμιζε πως οι εξ Ιουδαίων πιστοί έπρεπε να τηρούν το νόμο, αλλά στο ότι παρέκκλινε από την ορθή γραμμή. Δηλαδή ανάγκαζε τα έθνη να ιουδαΐζουν, όχι όμως με την εξουσία του διδασκάλου, αλλά με τον τρόπο που συναναστρέφονταν. Ο δε Παύλος δεν μίλησε σε αντίθεση με αυτά που έπραξε ο ίδιος, αλλ’ επειδή ο Πέτρος παρωθούσε τους εξ εθνών να ιουδαΐζουν. 13. Αυτό είναι, λοιπόν, το κυριότερο σημείο του ζητήματος, μάλλον της δικής σου άποψης: Μετά από το ευαγγέλιο του Χρι60. Πρβλ. 40, 4 επιστολή του Αυγουστίνου. 61. Πρβλ. 82, 17 επιστολή του Αυγουστίνου. 64 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης στού καλώς πράττουν οι εξ Ιουδαίων πιστοί, εάν φυλάσσουν τις εντολές του νόμου, δηλαδή, εάν προσφέρουν τις θυσίες που προσέφερε ο Παύλος, εάν περιτέμνουν τα παιδιά τους, εάν τηρούν το Σάββατο, όπως ο Παύλος τα τήρησε όλα αυτά στον Τιμόθεο κατά τον τρόπο που τα τηρούσαν όλοι οι Ιουδαίοι. Εάν αυτό αληθεύει, διολισθαίνουμε στην αίρεση του Κηρίνθου62 και του Εβίωνος, οι οποίοι, μολονότι πίστευσαν στον Χριστό, αναθεματίσθηκαν από τους Πατέρες, διότι ανέμιξαν τις ιεροτελεστίες του νόμου με το ευαγγέλιο του Χριστού και κατ’ αυτόν τον τρόπο καθομολόγησαν καινούργια πράγματα, με αποτέλεσμα να χάσουν τα παλαιά. Τι να πω για τους Εβιωναίους63, οι οποίοι υποκρίνονται πως είναι Χριστιανοί; Μέχρι και σήμερα αυτή η αίρεση υπάρχει ανάμεσα στους Ιουδαίους σε όλες τις συναγωγές της Ανατολής. Αποκαλείται αίρεση των Μιναίων64 και μέ62. Ο Κήρινθος τηρούσε το Σάββατο και την περιτομή. Θεωρούσε τον Χριστό “ψιλόν” άνθρωπο και περίμενε να ιδρυθεί επίγειος βασιλεία. Κατά τη διδασκαλία του, υπάρχουν δύο θεότητες, ο ύψιστος Θεός και μία Δύναμη που δημιούργησε τον κόσμο. Απέρριπτε μέρος της Π. Διαθήκης. Ο Ιησούς -κατά τον Κήρινθο- γεννήθηκε κατά το φυσικό τρόπο από τον Ιωσήφ και τη Μαρία. ΄Υστερα από τη βάπτισή του κατήλθε σε αυτόν ο Χριστός. Πριν, όμως, από το πάθος έφυγε ο Χριστός και έπαθε μόνον ο Ιησούς. Βλ. Π. Χρήστου, ό. π., τ. 2, σ. 141-142. 63. Οι Εβιωναίοι αρνούνταν την εκ Παρθένου γέννηση και απέρριπταν τον απόστολο Παύλο. Πρέσβευαν ότι στον Ιησού, που γεννήθηκε από τον Ιωσήφ, κατήλθε ο Χριστός που υπήρχε προαιωνίως. Απέρριπταν τις θυσίες του μωσαϊκού νόμου, αλλά τηρούσαν την περιτομή και το Σάββατο. Τελούσαν την Ευχαριστία με άρτο και νερό και, μολονότι αρχικά κήρυτταν την αγαμία, αργότερα επέβαλαν το γάμο. Βλ. Π. Χρήστου, ό. π., σ. 140-141. 64. Αιρετικοί, ως επί το πλείστον Ιουδαιοχριστιανοί. Αποδέχονταν δύο θεϊκές δυνάμεις. Στην αρχή θεωρούνταν από όλους ως μυστικοί εχθροί του Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 65 χρι τώρα την καταδικάζουν οι φαρισαίοι. Κοινώς ονομάζουν “Ναζωραίους”65 όσους πιστεύουν στον Χριστό, τον γεννηθέντα εκ της Παρθένου Μαρίας Υιό του Θεού, και λέγουν ότι είναι Αυτός που έπαθε επί Ποντίου Πιλάτου και αναστήθηκε, στον Οποίο και εμείς πιστεύουμε. Αλλ’ επειδή θέλουν να είναι και Ιουδαίοι και Χριστιανοί, ούτε Ιουδαίοι είναι ούτε Χριστιανοί. Λοιπόν, παρακαλώ εσένα που νομίζεις πως πρέπει να θεραπευθεί το μικρό μας τραύμα, που τρυπήθηκε με βελόνη και γι’ αυτό μάλιστα λέγεται “νύξις”, σε παρακαλώ να θεραπεύσεις και το τραύμα αυτής της γνώμης, το οποίο δημιουργήθηκε με λόγχη -ούτως ειπείν- και με το βαρύ βέλος. Ούτε είναι το ίδιο έγκλημα να παρουσιάζεις, κατά την ερμηνεία της Γραφής, τις διάφορες γνώμες των παλαιοτέρων με το να εισάγεις πάλι στην Εκκλησία την ασεβέστατη αίρεση. Εάν όμως μας αναπαύει αυτή η αναγκαιότητα, να δεχόμαστε τους Ιουδαίους μαζί με τα έθιμά τους, τότε και θα τους επιτραπεί να τηρούν στις εκκλησίες του Χριστού αυτό που επιτέλεσαν στις συναγωγές του σατανά66 -για να πω αυτό που αισθάνομαι- και δεν θα γίνουν εκείνοι Χριστιανοί, αλλά θα κάνουν εμάς Ιουδαίους. 14. Ποιος Χριστιανός θα ανεχθεί να ακούσει αυτό που περιέ67 χει η επιστολή σου: «Ο απόστολος Παύλος ήταν μεν Ιουδαίος, Ισραήλ, οι οποίοι ναι μεν εξωτερικά αναγνωρίζονταν ως Ιουδαίοι, αλλά παραπλανούσαν τους πιστούς. Απαγορευόταν αυστηρά η συναναστροφή μαζί τους. 65. Σχισματικές κοινότητες Ιουδαίων. Διακρίνονταν από τους Εβιωναίους. Εξ Ιουδαίων Χριστιανοί, οι οποίοι διατήρησαν το πρωταρχικό όνομα των Χριστιανών “Ναζωραίοι”, τηρούσαν δε το μωσαϊκό νόμο, αλλά δεν απέρριπταν εξ ολοκλήρου και τη χριστιανική διδασκαλία. 66. Πρβλ. Απ 2, 9˙ 3, 9. 67. Πρβλ. 40, 4 επιστολή του Αυγουστίνου. 66 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης αλλ’ όταν έγινε Χριστιανός, δεν εγκατέλειψε τα έθιμα των Ιουδαίων, τα οποία τηρούσε εκείνος ο λαός, όπως άρμοζε και όριζε ο μωσαϊκός νόμος, τον καιρό που έπρεπε. Γι’ αυτό και δέχθηκε68 να επιτελέσει εκείνα τα έθιμα, όταν ήδη ήταν απόστολος του Χριστού, για να διδάξει ότι δεν είναι επιζήμια για όσους θέλουν να τα τηρήσουν, όπως τα έλαβαν από τους προγόνους διά του μωσαϊκού νόμου» ; Πάλι σε παρακαλώ να ακούσεις ατάραχος ότι λυπούμαι. Ο Παύλος τηρούσε τα ιερά έθιμα των Ιουδαίων, όταν ήδη ήταν απόστολος του Χριστού. Λέγεις ότι αυτά δεν ήσαν ολέθρια για όσους ήθελαν να τα τηρούν, όπως τα έλαβαν από τους προγόνους των. Εγώ, αντιθέτως, θα πω και -ας είναι αντίθετος όλος ο κόσμος- θα το φωνάξω με παρρησία, ότι τα έθιμα των Ιουδαίων και ολέθρια είναι και θανατηφόρα για τους Χριστιανούς και όποιος τα τηρήσει, είτε από τους Ιουδαίους είτε από τους εθνικούς προέρχεται, αυτός έχει πεταχθεί στο βάραθρο του διαβόλου. «Τέλος γάρ νόμου Χριστός εἰς δικαιοσύνην παντί τῷ πιστεύοντι» (Ρω 10, 4), δηλαδή στον Ιουδαίο και στον εθνικό. Βεβαίως ούτε σε κάθε πιστό θα είναι «τέλος εἰς δικαιοσύνην», εάν εξαιρείται ο Ιουδαίος. Στο δε Ευαγγέλιο διαβάζουμε: «Ὁ νόμος καί οἱ προφῆται ἕως Ἰωάννου Βαπτιστοῡ» (Λκ 16, 16 )˙ και σε άλλο χωρίο: «Διά τοῡτο οὖν μᾶλλον ἐζήτουν αὐτόν οἱ Ἰουδαῑοι ἀποκτεῑναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τό σάββατον, ἀλλά καί πατέρα ἴδιον ἔλεγε τόν Θεόν, ἴσον ἑαυτόν ποιῶν τῷ Θεῷ» (Ιω 5, 18)˙ και πάλι: «Ἐκ τοῡ πληρώματος αὐτοῡ ἡμεῑς πάντες ἐλάβομεν καί χάριν ἀντί χάρι- 68. Πρβλ. 82, 17 επιστολή του Αυγουστίνου. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 67 τος˙ὅτι ὁ νόμος διά Μωυσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῡ Χριστοῡ ἐγένετο» (Ιω 1, 16-17). Αντί της χάριτος του νόμου, η οποία παρήλθε, πήραμε τη μόνιμη χάρι του Ευαγγελίου και, αντί των σκιών και των εικόνων του παλαιού οργάνου του Θεού, έγινε η χάρις διά Ιησού Χριστού. Επίσης ο Ιερεμίας, εκ μέρους του Θεού, προφητεύει: «Ἰδού ἡμέραι ἔρχονται, φησί Κύριος, καί διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ καί τῷ οἴκῳ Ἰούδα διαθήκην καινήν, οὐ κατά τήν διαθήκην ἥν διεθέμην τοῑς πατράσιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μου τῆς χειρός αὐτῶν ἐξαγαγεῑν αὐτούς ἐκ γῆς Αἰγύπτου» (Ιε 38 [31], 31-32). Πρόσεξε τι λέγει: ότι υποσχέθηκε εκ νέου τη νέα διαθήκη του Ευαγγελίου όχι στους εθνικούς, με τους οποίους δεν συνήψε διαθήκη πρωτύτερα, αλλά στους Ισραηλίτες, στους οποίους είχε δώσει το νόμο διά του Μωυσή, ώστε να μη ζουν πλέον «ἐν παλαιότητι γράμματος», αλλ’ «ἐν καινότητι πνεύματος» (Ρω 7, 6). Όμως ο Παύλος, για τον οποίο εγείρεται τώρα το ζήτημα, συχνά προβάλλει τέτοιες απόψεις, από τις οποίες θα προσθέσω ολίγα τινά, χάριν συντομίας: «Ἴδε ἐγώ Παῡλος λέγω ὑμῑν ὅτι, ἐάν περιτέμνησθε, Χριστός ὑμᾱς οὐδέν ὠφελήσει»˙ και πάλι: «Κατηργήθητε ἀπό τοῡ Χριστοῡ οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῡσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε»˙ και παρακάτω: «Εἰ δέ Πνεύματι ἄγεσθε, οὐκ ἐστέ ὑπό νόμον» (Γα 5, 2, 4, 18). Από αυτό φαίνεται ότι όποιος είναι υπό νόμον όχι οικονομικώς, όπως πρέσβευαν οι προγενέστεροί μας, αλλ’ αληθινά, όπως συ το εννοείς, αυτός δεν έχει το άγιο Πνεύμα. Οποία, όμως, είναι τα παραγγέλματα του νόμου ας το μάθουμε, όπως μας διδάσκει ο Θεός: «Ἐγώ ἔδωκα αὐτοῑς προστάγματα οὐ καλά καί δικαιώματα, ἐν οἷς οὐ ζήσονται ἐν αὐτοῑς» (Ιζ 20, 25). 68 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Λέγουμε αυτά όχι για να καθαιρέσουμε το νόμο, κατά τον Μανιχαίο69 και τον Μαρκίωνα70, ο οποίος νόμος μάθαμε, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, ότι είναι άγιος και πνευματικός71, αλλ’ επειδή, όταν ήλθε η πίστη και «τό πλήρωμα τοῡ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῡ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (Γα 4, 4-5) και για να μη ζούμε πλέον «ὑπό παιδαγωγόν» (Γα 3, 25), αλλ’ υπό τον ενηλικιωμένο και κύριο και κληρονόμο. 15. Γράφεις στη συνέχεια της επιστολής σου: «Διόρθωσε τον Πέτρο, αλλ’ όχι επειδή τηρούσε τα πατροπαράδοτα έθιμα. Αν ήθελε να το κάνει αυτό, δεν θα το έκανε ψευδόμενος και με ανάρμοστο τρόπο»72. Πάλι λέγω: Είσαι επίσκοπος και διοικείς εκκλησίες του Χριστού. Προκειμένου να αποδείξεις ότι είναι αληθινό αυτό που ισχυρίζεσαι, πάρε κάποιον Ιουδαίο, ο οποίος έγινε Χριστιανός και περιτέμνει τον υιό του, που τηρεί τα σάββατα, 69. Ο Μανιχαϊσμός, του οποίου ιδρυτής ήταν ο Μάνης, είχε κυρίως γνωστικά στοιχεία. Οι Μανιχαίοι πρέσβευαν ότι υπάρχουν δύο απόλυτες αρχές, του αγαθού και του κακού ή του Θεού και της ύλης. Αντί της θείας Ευχαριστίας, τελούσαν γεύμα μαζί με ασπασμό ειρήνης. Βλ. Π. Χρήστου, ό. π., τ. 2, σ. 190-193. 70. Αποδέχονταν δύο αρχές, τον ανώτερο Θεό και τον κατώτερο Θεό. Ο πρώτος είναι αγαθός, άγνωστος και ξένος, ενώ ο δεύτερος δίκαιος και γνωστός, διότι δημιούργησε τον κόσμο. Κατά τον Μαρκίωνα, ο Χριστός δεν γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. ΄Ηλθε στον κόσμο ως ενήλικος και εμφανίσθηκε αιφνιδίως το 29 μ. Χ. με σώμα φαινομενικό. Δεν υποβλήθηκε στις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. Βλ. Π. Χρήστου, ό. π., τ. 2, σ. 182-183. 71. Πρβλ. Ρω 7, 12, 14. 72. Πρβλ. 40, 5 επιστολή του Αυγουστίνου. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 69 που απέχει από τροφές, τις οποίες «ὁ Θεός ἔκτισε εἰς μετάληψιν μετά εὐχαριστίας» (Α΄ Τι 4, 3), που το εσπέρας της δεκάτης τετάρτης ημέρας του πρώτου μηνός73 θυσιάζει τον αμνό. Εάν το είχες κάνει αυτό και σίγουρα δεν το έκανες -γνωρίζω ότι είσαι Χριστιανός και δεν θα κάνεις ανόσιο πράγμα- θέλοντας και μη θα αποδοκιμάσεις τη γνώμη σου και τότε θα μάθεις ότι απαιτεί μεγαλύτερη δυσκολία το να επιβεβαιώνεις τα δικά σου, παρά να κατηγορείς τα αλλότρια. Προκειμένου, ίσως, να μη σε πιστεύουμε και προπάντων να μη καταλαβαίνουμε τι λέγεις -διότι συχνά, όταν ο λόγος εκτείνεται σε μάκρος, δεν γίνεται κατανοητός και, επειδή δεν γίνεται αντιληπτός, οι άπειροι τον ανασκευάζουν λιγότερο- παρεμβάλλεις και αναπτύσσεις τα εξής: «Αυτό, λοιπόν, το κακό που είχαν οι Ιουδαίοι το εγκατέλειψε ο Παύλος»74. Ποιο είναι το κακό των Ιουδαίων που εγκατέλειψε ο Παύλος; Σίγουρα εκείνο το οποίο λέγεις στη συνέχεια: “«Ἀγνοοῡντες τήν τοῡ Θεοῡ δικαιοσύνην καί τήν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῡντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῡ Θεοῡ οὐχ ὑπετάγησαν» (Ρω 10, 3). ΄Υστερα από το πάθος και την ανάσταση του Χριστού, εφόσον δόθηκε και φανερώθηκε το μυστήριο της χάριτος «κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ» (Ψα 109, 4˙ Εβ 6, 20), ακόμη νόμιζαν ότι πρέπει να τηρούν τις παλαιές εντολές του νόμου, όχι από συνήθεια και για να εορτάζουν, αλλά διότι τις θεωρούσαν αναγκαίες για τη σωτηρία. Εάν όμως αυτά δεν ήσαν ποτέ αναγκαία, δεν ωφελήθη73. Πρόκειται για το μήνα Νισάν, τον πρώτο μήνα του θρησκευτικού έτους των Εβραίων. Κατά τη δεκάτη τετάρτη ημέρα αυτού του μήνα εορτάζονταν το πάσχα. 74. Πρβλ. 40, 6 επιστολή του Αυγουστίνου. 70 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης καν οι Μακκαβαίοι που μαρτύρησαν γι’ αυτά, αλλά και το μαρτύριό τους ήταν μάταιο (Β΄ Μακ 7, 1ε. ). Στο τέλος οι Ιουδαίοι κατεδίωκαν τους Χριστιανούς κήρυκες της χάριτος ως εχθρούς του νόμου. Αυτές τις πλάνες και τα σφάλματα λέγει ότι τα θεωρούσε «ζημίαν» και «σκύβαλα», προκειμένου να «κερδίσει» τον Χριστό (Φι 3, 8)”. 16. Μαθαίνουμε από εσένα ποια κακά των Ιουδαίων εγκατέλειψε ο Παύλος. Πάλι με την υπόδειξή σου ας μάθουμε ποια καλά τους κράτησε. Γράφεις: «Την τήρηση διατάξεων του νόμου, που εορτάζονταν κατά το πατροπαράδοτο έθος, αλλά βεβαίως όπως εόρταζε ο ίδιος, ως μη αναγκαίες για τη σωτηρία»75. Τι θέλεις να πεις με τη φράση «ως μη αναγκαίες για τη σωτηρία»; Δεν το κατανοώ επαρκώς. Εάν δεν προσφέρουν τη σωτηρία, γιατί να τηρούνται; Εάν όμως πρέπει να τηρούνται, σίγουρα προσφέρουν τη σωτηρία, προπάντων αυτές οι διατάξεις που τηρούμενες κάνουν τους μάρτυρες. Σίγουρα δεν θα τηρούνταν, εάν δεν προσέφεραν τη σωτηρία. Ούτε υπάρχει ταυτότητα σημασίας μεταξύ καλού και κακού, όπως πραγματεύονται οι φιλόσοφοι: «Καλό είναι η εγκράτεια, κακό η τρυφή. Το αδιάφορο μεταξύ των δύο είναι το περιπατείν, το διασκορπίζειν τα κόπρια της κοιλίας, το ρίπτειν τα περιττά του σώματος από τη μύτη, το αποβάλλειν τα νοσώδη υγρά του σώματος με τα πτύσματα». Αυτό ούτε καλό είναι ούτε κακό˙ δηλαδή είτε το κάνεις είτε όχι, δεν θα έχεις ούτε «δικαιοσύνη» ούτε «αδικία». Όμως το να τηρείς τα ιερά έθιμα του νόμου δεν μπορεί να είναι αδιάφορο, αλλά είναι ή καλό ή κακό. Εσύ το λέγεις καλό, ενώ εγώ ισχυρίζομαι πως είναι κακό και κακό 75. Πρβλ. επιστολή 40, 6 του Αυγουστίνου. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 71 όχι μόνο στους εξ εθνικών πιστούς, αλλά και σε όσους εξ Ιουδαίων πίστευσαν. Εάν δεν σφάλλω, σε αυτό το σημείο, άλλο αποφεύγεις και σε άλλο καταντάς. Επειδή, δηλαδή, φοβείσαι τον βλάσφημο Πορφύριο, ρίπτεις στις παγίδες του Εβίωνος τους εξ Ιουδαίων πιστούς, αποφαινόμενος ότι πρέπει να τηρούν το νόμο. Και επειδή καταλαβαίνεις ότι είναι επικίνδυνο αυτό που λέγεις, πάλι προσπαθείς να το μετριάσεις με περιττά λόγια: «Ως μη αναγκαίες για τη σωτηρία, όπως νόμιζαν οι Ιουδαίοι ότι πρέπει να εορτάζουν, ή χωρίς απατηλή υποκρισία, για την οποία ήλεγχε τον Πέτρο»76. 17. Ο Πέτρος, λοιπόν, υποκρίθηκε ότι τηρούσε το νόμο, ενώ ο ίδιος ο Παύλος, που ήλεγχε τον Πέτρο, τόλμησε και τήρησε τα του νόμου. Γράφεις στη συνέχεια της επιστολής σου: «Εάν τηρούσε εκείνα τα έθιμα, επειδή υποκρίνονταν πως είναι Ιουδαίος, για να κερδίσει τους Ιουδαίους, γιατί δεν θυσίαζε και με τους εθνικούς, διότι και σε αυτούς που ήσαν χωρίς νόμο, έγινε σαν να ήταν χωρίς νόμο, για να κερδίσει και αυτούς; Εκτός και αν τα έκανε και τα είπε όλα αυτά, ούτως ώστε, ως εκ φύσεως Ιουδαίος, να μη εξαπατήσει και να μη προσποιηθεί πως είναι, ενώ δεν ήταν, αλλά από συμπάθεια και νομίζοντας πως έτσι έπρεπε να βοηθά και να ταλαιπωρείται ο ίδιος στην ίδια πλάνη, δηλαδή όχι επειδή ήταν πονηρός και ψεύδονταν, αλλά από διάθεση να συμπάσχει;»77. Καλώς υποστηρίζεις τον Παύλο, διότι δεν υποκρίθηκε την πλάνη των Ιουδαίων, αλλ’ όντως ήταν σε πλάνη και ούτε θέλησε να μιμηθεί τον Πέτρο που ψεύδονταν, ούτως ώστε -από το φόβο 76. Πρβλ. 40, 6 επιστολή του Αυγουστίνου. 77. Πρβλ. 40, 6 επιστολή του Αυγουστίνου. 72 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης των Ιουδαίων- να μη υποκρίνεται αυτό που ήταν, αλλά με πλήρη ελευθερία να λέγει ότι είναι Ιουδαίος. Νέα επιείκεια αποστόλου! Επειδή θέλει να κάνει τους Ιουδαίους Χριστιανούς, έγινε ο ίδιος Ιουδαίος. Δεν θα μπορούσε να επαναφέρει τους τρυφηλούς στη λιτότητα, εκτός και αν αποδείκνυε πως ο ίδιος είναι τρυφηλός και, όπως λέγεις συ ο ίδιος, αν ήθελε να βοηθήσει τους ταλαίπωρους με τη συμπάθειά του, θα το έκανε μόνον αν ο ίδιος αισθανόταν πως είναι ταλαίπωρος. Πραγματικά οι ταλαίπωροι και όσοι αξίζουν οικτιρμών και συμπάθειας, όσοι φιλονικούσαν και έστεργαν το νόμο που καταλύθηκε, αυτοί έκαναν Ιουδαίο τον απόστολο του Χριστού. Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη δική μου και στη δική σου άποψη, επειδή εγώ λέγω ότι και ο Πέτρος και ο Παύλος τήρησαν το νόμο, λόγω του φόβου των πιστών Ιουδαίων και μάλιστα υποκρίθηκαν πως τήρησαν τις εντολές. Όμως εσύ ισχυρίζεσαι ότι το έκαναν με επιείκεια, όχι από πονηριά και ψευδόμενοι, αλλ’ από διάθεση να συμπάσχουν˙ επειδή μόνο αυτό γίνεται παραδεκτό, ότι ή από φόβο ή από συμπάθεια υποκρίθηκαν αυτό που δεν ήσαν78. Όμως εκείνο το επιχείρημα, το οποίο χρησιμοποιείς εναντίον μας, ότι όφειλε και στους εθνικούς να είναι εθνικός, εάν έγινε Ιουδαίος στους Ιουδαίους, μάλλον είναι υπέρ ημών. Όπως δεν υπήρξε στην πραγματικότητα Ιουδαίος, έτσι δεν υπήρξε και πραγματικά εθνικός και, όπως δεν υπήρξε πραγματικά εθνικός, έτσι 78. Ο Τ. Scheck παρατηρεί ότι η ερμηνεία του Ιερωνύμου αξίζει πιο προσεκτική εξέταση απ’ ό,τι μέχρι τούδε έχει γίνει αποδεκτή. Συνήθως απορρίπτεται επί τη βάσει μιας φήμης και όχι ως αποτέλεσμα μιας προσεκτικής εξέτασης των ερμηνευτικών επιχειρημάτων του. Βλ. T. Scheck, ό. π., σ. 33. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 73 δεν υπήρξε και πραγματικά Ιουδαίος. Αλλά είναι μιμητής των εθνικών κατά τούτο, διότι εξαιρεί την περιτομή από την πίστη του Χριστού και αδιάφορα επιτρέπει να τρώγουν τροφές, τις οποίες καταδικάζουν οι Ιουδαίοι, όχι διότι λατρεύουν τα είδωλα, όπως πρεσβεύεις -«ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῡ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία» (Γα 5, 6˙6, 15)- αλλ’ επειδή αποτελούν τήρηση εντολών του Θεού. 18. Σε παρακαλώ, λοιπόν, και σε ικετεύω πάλι να συγχωρήσεις τη μικρή μου μελέτη και το ότι υπερέβην το μέτρο που κρατώ, να το λογαριάσεις σε σένα που με ανάγκασες να απαντήσω και μου αφαίρεσες τα μάτια79 μαζί με τον Στησίχορο80. Ούτε να θεωρήσεις διδάσκαλο του ψεύδους εμένα που ακολουθώ το λόγο του Χριστού: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ζωή καί ἡ ἀλήθεια» (Ιω 14, 6). Δεν είναι δυνατόν εγώ που λατρεύω την αλήθεια να υποκύπτω στο ψέμα. Ούτε να εξεγείρεις εναντίον μου τον ταπεινό όχλο των απείρων, οι οποίοι σε σέβονται ως επίσκοπο και σε αποδέχονται ως κήρυκα της Εκκλησίας, λόγω του επισκοπικού αξιώματος, ενώ δίνουν λίγη σημασία σε εμένα, που είμαι στην εσχάτη ηλικία και σχεδόν υπέργηρως και ενδιατρίβω στα ενδότερα του 79. Πρβλ. 40, 7 επιστολή του Αυγουστίνου. 80. Λυρικός ποιητής από την Ιμέρα της Σικελίας. Το όνομά του ήταν Τεισίας, ονομάσθηκε δε «Στησίχορος» διότι «έστησε το χορό», συγκεκριμένα προσέθεσε την επωδό στην παραδοσιακή χορική ποίηση. Λέγεται, ότι, όταν κάποτε κατηγόρησε στα ποιήματά του την Ελένη ως υπαίτιο του τρωικού πολέμου, τον τύφλωσαν ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης. Στο τέλος, όμως, έψαλε την Παλινωδία, με την οποία ανακαλούσε τις βλασφημίες του και τότε ανέκτησε το φως του. Η στάση του αυτή έγινε παροιμιώδης. Η λ. “παλινωδία” χρησιμοποιείται για να δηλώνει τη στάση κάποιου, ο οποίος ανακαλεί ή αναιρεί κάτι που είπε ή έκανε προηγουμένως. 74 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης μοναστηριού και των αγρών. Επιπλέον μόνος σου αναζητείς ποιους να διδάξεις και ποιους να κατηγορήσεις. Σε εμάς, που απέχουμε από σένα τόσο διάστημα από θαλάσσης και ξηράς, δύσκολα φθάνει ο ήχος της φωνής σου και, αν τυχόν γράψεις επιστολές, η Ιταλία και η Ρώμη θα τις λάβει νωρίτερα, πριν να μεταφερθούν σε εμένα, για τον οποίο αποστέλλονται. 19. Όμως σχετικά με αυτό που ζητείς να μάθεις σε άλλες επιστολές81, γιατί η προηγούμενη ερμηνεία μου των κανονικών βιβλίων έχει αστερίσκους και επισημειωμένους οβελίσκους και γιατί αργότερα εξέδωσα άλλη μετάφραση που δεν είχε εκείνα τα σημεία -μη δυσανασχετείς για όσα λέγω- μου φαίνεται πως δεν καταλαβαίνεις αυτό που ζήτησες. Πρόκειται για τη μετάφραση των Ο΄ και όπου υπάρχουν οβελίσκοι σημαίνει ότι οι Ο΄είπαν περισσότερα απ’ ό,τι περιέχει το εβραϊκό κείμενο. ΄Οπου όμως υπάρχουν αστερίσκοι, είναι οι προσθήκες του Ωριγένη από την έκδοση του Θεοδοτίωνος. ΄Οπου μεταφράσαμε το ελληνικό κείμενο, εκεί από το ίδιο το εβραϊκό που καταλαβαίναμε, διατυπώσαμε το νόημα, τηρώντας ενίοτε μάλλον την αλήθεια, παρά τη σειρά των λέξεων. Απορώ με ποιο τρόπο διαβάζεις τα βιβλία των Ο΄ που δεν είναι ακριβή82, όπως εκδόθηκαν από τους Ο΄, ενώ δεν ακολουθείς 81. Πρβλ. 71, 3 επιστολή του Αυγουστίνου. 82. Ο Αυγουστίνος εκτιμούσε απεριόριστα το κείμενο των Ο΄ και χρησιμοποιούσε τις παλαιές λατινικές μεταφράσεις. Θα τον ευχαριστούσε, μάλιστα, πιο πολύ, αν ο Ιερώνυμος μετέφραζε πατερικά κείμενα. Βλ. W. Berschin, (1998), Ελληνικά Γράμματα και Λατινικός Μεσαίωνας, μτφ. Δ. Νικήτας, σ. 91, University Studio Press: Θεσσαλονίκη. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 75 τις διορθώσεις που έκανε ο Ωριγένης σε εκείνα που είναι φθαρμένα με οβελίσκους και αστερίσκους και στη μικρή ερμηνεία κάποιου Χριστιανού, επειδή μάλιστα αυτά που προστέθηκαν τα μετέφρασε από την έκδοση Ιουδαίου και βλασφήμου, ύστερα από το πάθος του Χριστού. Θέλεις να αγαπάς πραγματικά τους Ο΄; Ας μη διαβάζεις όσα είναι με αστερίσκους και μάλιστα εξάλειψέ τα από τους τόμους των Ο΄, για να αποδείξεις ότι ευνοείς τους παλαιούς. Εάν το κάνεις αυτό, θα αναγκασθείς να καταδικάσεις όλες τις βιβλιοθήκες των εκκλησιών. Δύσκολα θα βρεθούν ένα ή δύο βιβλία που να μη τα έχουν αυτά. 20. Επιπλέον λέγεις ότι δεν έπρεπε να μεταφράσω ύστερα από τους παλαιούς ερμηνευτές και χρησιμοποιείς νέο συλλογισμό: «΄Η ήσαν ασαφή αυτά που μετέφρασαν οι Ο΄ή ήσαν σαφή. Εάν ήσαν ασαφή, πρέπει να πιστεύσουμε ότι και συ μπορείς να έσφαλες σε αυτά, ενώ αν ήσαν σαφή, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να έσφαλαν σε αυτά»83. Απαντώ, λοιπόν, στα λόγια σου. ΄Ολοι οι παλαιοί συγγραφείς, που προηγήθηκαν από εμάς εν Κυρίω και οι οποίοι μετέφρασαν την αγία Γραφή, μετέφρασαν ή τα ασαφή ή τα σαφή. Εάν είναι ασαφή, πώς εσύ, μετά από αυτούς, τόλμησες να πραγματευθείς αυτό που εκείνοι δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν; Εάν είναι σαφή, περιττεύει το να θέλεις να πραγματευθείς αυτό που δεν ήταν δυνατό να τους διαφύγει, ιδιαίτερα στην ερμηνεία των Ψαλμών, τους οποίους ερμήνευσαν οι ΄Ελληνες σε πολλούς τόμους. Πρώτος ήταν ο Ωριγένης84, δεύτερος ο 83. Πρβλ. 28, 3 επιστολή του Αυγουστίνου. 84. Στο Υπόμνημά του στον προφήτη Μιχαία, απαντώντας ο Ιερώνυμος σε όσους τον κατηγορούν ότι «λεηλατεί» έργα του Ωριγένη και ότι δεν πρέπει να «διασκευάζει» κείμενα παλαιοτέρων, λέγει ότι αυτό που εκείνοι θεωρούν 76 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Ευσέβιος Καισαρείας, τρίτος ο Θεόδωρος Ηρακλείας, τέταρτος ο Αστέριος Σκυθοπόλεως, πέμπτος ο Απολινάριος Λαοδικείας85, έκτος ο Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς86. Υπάρχουν μικρά έργα διαφόρων ερμηνευτών σε μερικούς Ψαλμούς, αλλά τώρα αναφερόμαστε στο όλο σώμα των Ψαλμών. Ανάμεσα στους Λατίνους ερμηνευτές, όμως, είναι ο Ιλάριος Πικταβίου και ο Ευσέβιος, επίσκοπος Βερκελλένης87, οι οποίοι μετέφρασαν τον Ωριγένη και τον Ευσέβιο. Τον Ωριγένη ακολούθησε σε κάποια σημεία και ο ημέτερος Αμβρόσιος88. Ας μου απαντήσεις εσύ, με την εμπειρία σου, γιατί ερμήνευμέγιστη βλασφημία, ο ίδιος το θεωρεί μέγιστο έπαινο, επειδή θέλει να μιμηθεί τον Ωριγένη που αναμφίβολα αρέσει σε όλους όσους έχουν εμπειρία από αυτά τα πράγματα. Εάν αποτελεί έγκλημα το να μεταφράζει ΄Ελληνες, τότε είναι αξιόμεμπτοι Λατίνοι ποιητές, ακόμη και ο Κικέρων, οι οποίοι μετέφρασαν όχι μόνο κάποιους στίχους, αλλά και πολλά κεφάλαια, εκτενέστατα βιβλία και ατόφια παραμύθια. Επικαλείται δε τον Ιλάριο Πικταβίου, ο οποίος σε σαράντα ψαλμούς απέδωσε κατά το νόημα περίπου χίλιους στίχους του Ωριγένη. Βλ. PL 25, 1189-1190. 85. Στην 84η επιστολή του γράφει ο Ιερώνυμος ότι στην Αντιόχεια άκουε συχνά τον Απολινάριο και διδάχθηκε από αυτόν την ερμηνεία της Γραφής. Βλ. PL 22, 745. 86. ΄Υστερα από την επίσκεψή του στους αγίους τόπους, ο Ιερώνυμος μετέβη για μία σύντομη επίσκεψη στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε επί τριάντα ημέρες μαζί με τον Δίδυμο τον τυφλό. Αργότερα μετέφρασε στη λατινική το έργο του Διδύμου Περί του αγίου Πνεύματος. Mάλιστα στην 84η επιστολή του ευχαριστεί τον Δίδυμο για πολλά πράγματα. Βλ. PL 22, 745. 87. To έργο του Evangelium απαντά στο PL 12, 141-838. 88. Δεν αποκλείεται, με τη φράση «ο ημέτερος Αμβρόσιος», «noster Ambrosius», να θεωρεί ο Ιερώνυμος τον Αμβρόσιο ως “μέντορα” του Αυγουστίνου. Βλ. S. Squires (2008), Jerome’s Animosity against Augustine, σ. 167, The Catholic University of America: Washington. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 77 σες διαφορετικά τους Ψαλμούς, ύστερα από τόσους και τόσο σπουδαίους ερμηνευτές89. Εάν οι Ψαλμοί έχουν ασάφειες, τότε πρέπει να πιστεύσουμε ότι και συ μπορεί να έσφαλες σε αυτά τα σημεία. Εάν κάποια χωρία των Ψαλμών είναι σαφή, δεν πιστεύουμε ότι μπορεί εκείνοι να έσφαλαν σε αυτά τα χωρία. Γι’ αυτό, κατά δύο τρόπους θα είναι περιττή η δική σου ερμηνεία και με αυτόν τον κανόνα δεν θα τολμήσει κανείς να μιλήσει μετά από τους προγενέστερους και, αν κάτι απασχόλησε κάποιον, δεν θα επιτρέπεται να γράψει άλλος περί αυτού. Εκτός και αν είναι, μάλλον, ίδιον της φιλανθρωπίας σου, αυτό που συγχωρείς στον εαυτό σου να μη το επιτρέπεις και στους υπόλοιπους. Εγώ δεν επιχείρησα τόσο να απαλείψω τα παλαιά, τα οποία διορθώθηκαν για τους ανθρώπους που μιλούν τη γλώσσα μου και τα μετέφρασα από τα ελληνικά στα λατινικά, όσο να φανερώσω αυτές τις μαρτυρίες, τις οποίες παρέλειψαν ή έφθειραν οι Ιουδαίοι, ώστε να μάθουν οι δικοί μας τι περιέχει το γνήσιο εβραϊκό κείμενο. Εάν δεν αρέσει σε κάποιον να τα διαβάζει, κανείς δεν 89. Οι ομιλίες του ιερού Αυγουστίνου στους Ψαλμούς ήσαν ομιλίες σε εκκλησιαστικές συνάξεις για την καλλιέργεια του λαού. ΄Ισως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο έργο του Αυγουστίνου οι Εξηγήσεις του –Enarrationesστους Ψαλμούς είναι πλούσιες σε συμπυκνωμένη και ακριβή έκθεση της δογματικής και πρακτικής θεολογίας. Είναι χαρακτηριστική η προσπάθειά του για να αποδώσει την ορθότερη γραφή του κειμένου και αξιόλογη η κριτική επεξεργασία που κάνει στο λατινικό κείμενο. Δεν κατείχε το Ψαλτήριο που μετέφρασε ο Ιερώνυμος από τα εβραϊκά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι το ότι συνδυάζει την κατά γράμμα έννοια με την πνευματική. ΄Αλλοτε ακολουθεί την αλληγορική, κυρίως δε την αναγωγική και τυπολογική ερμηνεία. Τονίζει δε ιδιαιτέρως ότι ο ψαλμωδός ομιλεί «ex persona Christi», εκ προσώπου Χριστού. 78 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης τον παρακινεί να το κάνει, παρά τη θέλησή του. Ας πιει παλαιό κρασί με τη γλυκύτητά του και ας περιφρονήσει τον δικό μας μούστο, δηλαδή όσα εκδόθηκαν για την ερμηνεία των προγενεστέρων, ούτως ώστε, όπου εκείνα δεν γίνονται κατανοητά, να διασαφηνίζονται από τις δικές μας ερμηνείες. Όμως ποια μορφή ερμηνείας πρέπει να ακολουθήσουμε, εξηγούν το βιβλίο που έγραψα “περί του αρίστου είδους ερμηνείας”90 και όλοι οι μικροί πρόλογοι των ιερών βιβλίων, τους οποίους παρουσιάσαμε στην έκδοσή μας. Σε αυτά νομίζω ότι πρέπει να παραπέμψω τον έμπειρο αναγνώστη. Εάν, όπως λέγεις91, με αποδέχεσαι στις διορθώσεις της Κ. Διαθήκης και παρουσιάζεις το λόγο, για τον οποίο με αποδέχεσαι, επειδή παραπολλοί που κατέχουν τη γνώση της ελληνικής γλώσσας, μπορούν να κρίνουν το έργο μου, οφείλεις να πιστεύεις ότι κρατούμε την ίδια ακεραιότητα και στην Π. Διαθήκη, διότι δεν επινοήσαμε δικά μας πράγματα, αλλά μεταφράσαμε τη Γραφή, όπως τη βρήκαμε στους Εβραίους. ΄Οπου έχεις αμφιβολία, ρώτα τους Εβραίους. 21. Θα πεις: «Τι θα γίνει, αν οι Εβραίοι αρνηθούν να απαντήσουν ή θελήσουν να πουν ψέματα;». Τόσο πολλοί Ιουδαίοι θα μείνουν σιωπηλοί για την ερμηνεία μου; Δεν θα μπορέσει να βρεθεί κάποιος, ο οποίος να γνωρίζει την εβραϊκή γλώσσα ή όλοι θα μιμηθούν εκείνους που λέγεις ότι βρέθηκαν σε κάποια μικρή πόλη της Αφρικής και εκ συμφώνου διετύπωσαν κατηγορία εναντίον μου; Στην επιστολή σου εξυφαίνεις τέτοιου είδους μύθευμα: «Κάποιος αδελφός επίσκοπος, όταν άρχισε να διαβάζει στην εκκλη90. De optimo genere interpretandi. 91. Πρβλ. 71, 6 επιστολή του Αυγουστίνου. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 79 σία, της οποίας προΐστατο, τη μετάφρασή σου, μετέβαλε πολύ διαφορετικά κάτι που εσύ έθεσες στον προφήτη Ιωνά, κάτι που από παλαιά όλοι έτσι φρονούσαν και θυμούνταν και διαθρυλλούνταν συνεχώς επί τόσα χρόνια. ΄Εγινε μεγάλος θόρυβος στο λαό, επειδή οι ΄Ελληνες επέκριναν παραπολύ και με θυμό κατηγορούσαν ότι πρόκειται για ψέμα. Το αποτέλεσμα ήταν να αναγκασθεί ο επίσκοπος, που ήταν στην πόλη Οία, να ζητήσει τη μαρτυρία των Ιουδαίων. Μήπως από απειρία ή από κακία εκείνοι απάντησαν ότι στους εβραϊκούς κώδικες υπάρχει αυτό που περιείχαν και έλεγαν οι ελληνικοί και λατινικοί κώδικες; Τίποτε περισσότερο. Ο επίσκοπος αναγκάσθηκε να διορθώσει το οιονεί σφάλμα, επειδή δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να μείνει χωρίς ποίμνιο. Γι’ αυτό ακόμη και εγώ νομίζω ότι και συ μερικές φορές μπορεί να σφάλλεις σε κάποια σημεία»92. 22. Λέγεις ότι ερμήνευσα κακώς κάποιο χωρίο του προφήτη Ιωνά και, λόγω της ταραχής του λαού που φώναξε επειδή δεν συμφωνούσε για μία λέξη, ο επίσκοπος παραλίγο να χάσει το αρχιερατικό του αξίωμα. Αποφεύγεις να πεις ποια είναι εκείνη η λέξη που ερμήνευσα κακώς και μου αφαιρείς τη δυνατότητα να υπερασπισθώ τον εαυτό μου, ούτως ώστε, με την απάντησή μου, να μη διασαφηνίζεται αυτό που είπες˙ εκτός και αν ίσως, όπως πριν από παραπολλά χρόνια εμφανίσθηκε η κολοκύνθη, όταν αυτό ισχυρίζονταν ο Cornelius93 και ο Αsinius Pollio94 εκείνης 92. Πρβλ. 71, 6 επιστολή του Αυγουστίνου. 93. Mε όσα γράφει ο Ιερώνυμος περί του Cornelius και του Asinius Pollio υπονοεί τον Ρουφίνο. Πρβλ. Apologia adversus libros Rufini˙ PL 23, 440C. 94. H λ. Asinius είναι επίθετο. ΄Ηταν το όνομα ρωμαϊκού γένους. Ο δια- 80 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης της εποχής, έτσι και εγώ μετέφρασα «κισσόν», αντί «κολοκύνθην». Περί αυτού του ζητήματος απαντήσαμε πληρέστερα στο υπόμνημα του προφήτη Ιωνά95, αρκούμενοι τώρα στο να πούμε μόνο τα εξής: Σε αυτό το χωρίο, όπου οι Εβδομήκοντα μετέφρασαν «κολοκύνθην» και ο Ακύλας, μαζί με τους υπόλοιπους, «κιττόν», στο εβραϊκό κείμενο γράφεται «ciceion»”96, που οι Σύροι κοινώς σημότερος με αυτό το όνομα ήταν ο C. Asinius Pollio (76 π. X. – 4 μ. X.), φίλος του Αυγούστου, στρατιωτικός, πολιτικός, ιδρυτής της πρώτης βιβλιοθήκης στη Ρώμη και συγγραφέας απολεσθείσης ιστορίας του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Καίσαρα και του Πομπηίου. Πρβλ. Cicero, Epistulae ad familiares 10, 31-33. 95. Πρβλ. Υπόμνημα του Ιερωνύμου στον Ιωνά˙ PL 25, 1147-1149, με πολλές φθορές ονομάτων και ρημάτων στις εκδόσεις και στα χειρόγραφα, ειδικά στη στήλη 1147BC. Μεταξύ άλλων γράφει εδώ ο Ιερώνυμος ότι σε αυτό το χωρίο του Ιωνά «κάποιος κανθήλιος, καταγόμενος από το ενδοξότατο γένος των Κορνηλίων, είτε -όπως ο ίδιος καυχάται- από τη ρίζα του Asinius Pollio λέγεται ότι πρόσφατα στη Ρώμη με κατηγόρησε για ιεροσυλία, διότι μετέφρασα κισσόν, αντί κολοκύνθην. Φοβήθηκε, δηλαδή, μη τυχόν, αν φύτρωναν κισσοί, αντί κολοκύθια, δεν θα είχε από που να πιει κρυφά και μέσα στο σκοτάδι… Εάν τόσο εύκολα μεταβάλλονται οι λέξεις, ώστε, αντί των Κορνηλίων, των φιλοτάραχων δημάρχων, να αποκαλούνται ύπατοι οι Αιμίλιοι, απορώ γιατί δεν επιτρέπεται σε εμένα να μεταφράσω κισσόν, αντί κολοκύνθην». Λέγει ότι η «ciceion» του εβραϊκού «ακόμη και στη συριακή και καρχηδονική λέγεται ciceia», την οποία περιγράφει ως είδος θάμνου ή μικρού, πλατύφυλλου δένδρου, υπό τύπο κληματαριάς, με πολύ παχειά σκιά, στηριζομένου στον κορμό του, φυομένου δε συχνότατα στην Παλαιστίνη και προπαντός σε αμμώδεις τόπους. Εξηγεί γιατί ακολούθησε παλαιούς ερμηνευτές, οι οποίοι επίσης μετέφρασαν κισσόν, «μη έχοντας να πουν κάτι άλλο». Επιχειρεί, τέλος, να δώσει μυστική έννοια στις λέξεις «κολοκύνθην» και «ciceion». 96. Στο χωρίο Ιωνάς 4, 6 το Μασωριτικό κείμενο έχει «qiqayon» -πιθανώς- Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 81 αποκαλούν “ciceiam”97. Πρόκειται για είδος θάμνου που έχει πλατειά φύλλα, εν είδει κληματαριάς και, όταν φυτεύεται, γρήγορα ψηλώνει, γίνεται μικρό δένδρο και συγκρατείται στον κορμό του από κάποια στηρίγματα εμβολάδων και στύλους, που χρειάζονται και οι κολοκυθιές και οι κισσοί. Εάν, λοιπόν, ήθελα, να μεταφράσω κατά λέξη αυτήν τη λέξη «ciceion», δεν θα καταλάβαινε κανείς, εάν θα έλεγα «κολοκύνθην»98, λέξη που δεν την περιέχει το εβραϊκό κείμενο. ΄Εθεσα τη κρότωνα, το θάμνο που παράγει τον κόκκο, από τον οποίο εξάγεται το κροτώνιο έλαιο ή του κίκεως, το ρετσινόλαδο. Η Vetus Latina έχει «cucurbitam», κολοκύνθην, η Vulgata «hederam», κισσόν και η Peshitta, qar’a’. Κατά τα Εξαπλά του Ωριγένη, οι Ακύλας και Θεοδοτίων έχουν «κικεώνα», ο δε Σύμμαχος «κισσόν». Βλ. F. Field (1964), Origenis Exapla, τ. 2, σ. 986, Olms: Hildesheim. Είναι ασαφές ποιους άλλους ερμηνευτές ακολουθεί οι Ιερώνυμος, πλήν του Συμμάχου και όχι του Ακύλα, όπως γράφει. Κατά τον B. Robinson, μπορεί ο Σύμμαχος να μετέφρασε «κισσόν», επειδή αυτή η λέξη αρχίζει παρομοίως με την «qiqayon», παρά να γνώριζε κάποια παράδοση ότι ο θάμνος ήταν όντως κισσός. Βλ. B. Robinson (1985), “Jonah’s Qiqayon Plant”, Zeitschrift für die Alttestamentliche Wissenschaft, τ. 97, σ. 399. 97. Πρβλ. Ηρόδοτος, Ιστορίαι 2, 94: «… τό καλεῡσι μέν Αἰγύπτιοι κίκι». Κίκι είναι ο καρπός του κίκεως, από τον οποίο παρήγαν οι Αιγύπτιοι καθαρτικό λάδι. Βλ. επίσης Plinius Secundus, Historia Naturalis 15, 25, ο οποίος μνημονεύει το κίκι που κάποιοι αποκαλούν κρότωνα και αναφέρει το όνομα του θάμνου, ricinus, ευρισκομένου σε αφθονία στην Αίγυπτο.΄Ισως εδώ έχουμε ένδειξη ότι ο Ιερώνυμος γνώρισε κάποιες τοπικές διαλέκτους κατά τα ταξίδια του στη βόρεια Παλαιστίνη, στη Συρία και στην Αίγυπτο. 98. ΄Εχει διατυπωθεί και η υποψία πως ο Ιερώνυμος απέρριψε την «κολοκύνθην» από αντικληρικό πνεύμα, διότι η νεροκολοκύνθη ήταν ένα από τα κηπευτικά που αναζητούσαν οι κληρικοί με την πολυτελή διαβίωσή τους, αντί ενός κοινού άρτου, και προτιμούσαν τα ηδύποτα, αντί για πόσιμο νερό. Βλ. J. Ηeller, ό. π., σ. 101. Eίναι, πάντως, γεγονός ότι ο Ιερώνυμος ασκούσε κριτική 82 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης λ. «κισσόν», για να συμφωνήσω με τους υπόλοιπους ερμηνευτές. Εάν όμως, όπως ισχυρίζεσαι, οι δικοί σας Ιουδαίοι, από κακία ή απειρία, είπαν πως στα βιβλία των Εβραίων υπάρχει αυτό που περιέχουν οι ελληνικοί και λατινικοί κώδικες, είναι σαφές ότι αυτοί ή αγνοούν τα εβραϊκά ή ηθελημένα είπαν ψέματα, για να περιγελάσουν τους φυτευτές κολοκυθιών99. Τελειώνοντας την επιστολή μου, ζητώ να μη αναγκάζεις εμένα, ένα γέροντα που έχει αποσυρθεί και από πολύ καιρό υπήρξε βετεράνος, να πολεμώ και να αγωνίζομαι πάλι για την ζωή. Συ που είσαι νέος και έχεις κατασταθεί στο αρχιερατικό αξίωμα, να διδάσκεις τους λαούς και με τους νέους καρπούς της Αφρικής να κοσμείς τις ρωμαϊκές οικίες. Σε εμένα αρκεί να ψιθυρίζω στη γωνία του μοναστηριού, μαζί με αυτόν που με ακούει ή μαζί με τον πτωχό αναγνώστη. στον κλήρο και αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ο τρόπος με τον οποίο ασκούσε αυτήν την κριτική. 99. Δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε τον Ιερώνυμο για τη γνώση της εβραϊκής, για την επιμέλεια με την οποία συμβουλεύεται τις εβραϊκές παραδόσεις, για τη γνώση ελληνικών μεταφράσεων και για τη σπάνια ερμηνευτική του συνείδηση. Όπως γράφει ο M. von Albrecht, αυτή η εξαιρετική γνώση της εβραϊκής τον καθιστά «ένα φαινόμενο μοναδικό στη λατινική γραμματεία». Bλ. M. von Albrecht, ό. π., σ. 1911. Είναι, όμως, αξιοσημείωτο ότι ο Ιερώνυμος δεν μετέφρασε τη λ. «ciceion» και έθεσε τη λ. «hederam», κισσόν, για να είναι, όπως λέγει, σε αρμονία με τους υπόλοιπους ερμηνευτές. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 101η100 Στον φίλτατο κύριο και λίαν ποθητό και έντιμο εν Χριστώ αδελφό και συμπρεσβύτερο Ιερώνυμο, ο Αυγουστίνος, εν Κυρίω χαίρειν Α κουσα ότι έφθασαν στα χέρια σου οι επιστολές μου, αλλ’ επειδή δεν αξιώθηκα ακόμη να λάβω τις απαντήσεις σου, κατ’ ουδένα τρόπο θα κατηγορούσα την αγάπη σου. Χωρίς αμφιβολία παρουσιάσθηκε κάποιο εμπόδιο. Γι’ αυτό αναγνωρίζω ότι πρέπει να ικετεύσω τον Κύριο να δώσει ευκαιρία στη θέλησή σου για να στείλεις την απάντησή σου. Σίγουρα ο Κύριος θα δώσει πλέον αυτήν την ευκαιρία, επειδή, όταν θελήσεις, θα μπορέσεις πολύ εύκολα. 2. Ακόμη και γι’ αυτό αμφέβαλα, αν πραγματικά πίστευα ότι μεταφέρθηκε σε εμένα η απαντητική επιστολή σου. Αλλά και γι’ αυτό επίσης δεν έπρεπε να αμφιβάλω αν σου έγραψα κάτι. Αυτό, όμως, είναι μικρό. Δεν γνωρίζω ποιοι αδελφοί συμβούλευσαν την αγάπη σου πως είπα ότι έγραψα ένα βιβλίο εναντίον σου και το έστειλα στη Ρώμη. Να ξέρεις ότι αυτό είναι ψέμα. Επικαλούμαι ως μάρτυρα τον Θεό ότι δεν το έκανα αυτό, αλλ’ εάν τυχόν σε 100. Γράφηκε το έτος 402. Ο Ιερώνυμος απάντησε με την υπ’ αριθμ. 102 επιστολή του. 84 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης κάποια κείμενά μου απαντούν μερικά, στα οποία βρίσκω ότι έχω αντίθετη από σένα γνώμη, αυτό δεν σημαίνει ότι μίλησα εναντίον σου. Απλώς θεωρώ ότι οφείλεις να μάθεις πως έγραψα την άποψή μου ή, αν δεν μπορείς να τη μάθεις, οφείλεις να την πιστεύσεις. Πράγματι θα το είχα πει αυτό, όχι μόνο για να είμαι πανέτοιμος να αποδεχθώ αδελφικά, εάν σε ταράξει κάτι από τα γραφόμενά μου, αλλ’ ακόμη και να ζητήσω και να απαιτήσω από σένα να χαρείς ή για τη διόρθωσή μου ή για την ευνοϊκή διάθεσή σου, ακόμη και αν έχεις οποιαδήποτε αντίθετη γνώμη. 3. Τι ωραία θα ήταν, εάν θα μπορούσα να σε απολαύσω συζητώντας συχνά και με γλυκύτητα, μολονότι δεν συγκατοικούμε, αλλά σίγουρα γειτονεύουμε εν Κυρίω! Αλλ’ επειδή αυτό δεν είναι δυνατό, ζητώ τουλάχιστον να είμαστε μαζί εν Χριστώ, όσο μπορούμε, να φροντίσεις δε να διατηρηθεί αυτή η ενότητα, να αυξηθεί και να τελειοποιηθεί και να μη περιφρονούμε τις απαντητικές επιστολές, αν και είναι σπάνιες. Χαιρέτησε και δήλωσε την ευαρέσκειά μου στον άγιο αδελφό Παυλινιανό και όλους τους αδελφούς, οι οποίοι χαίρονται εν Κυρίω μαζί με σένα και για σένα. Να μας ενθυμείσαι, συ που ο Κύριος εισακούει κάθε αγία επιθυμία σου, φίλτατε κύριε και περιπόθητε, εντιμότατε αδελφέ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 102η 101 Στον αληθινά άγιο και μακαριώτατο πάπα Αυγουστίνο,ο Ιερώνυμος, εν Κυρίω χαίρειν Τ η στιγμή που αναχωρούσε ο άγιος υιός μας, ο υποδιάκονος Αστέριος, έφθασαν σε εμένα οι επιστολές της Μακαριότητός σου, στις οποίες αρκούντως γνωστοποιείς ότι δεν έστειλες βιβλίο στη Ρώμη εναντίον της μικρότητός μου. Ούτε εγώ το άκουσα αυτό, αλλά, μέσω του αδελφού μας, του διακόνου Σισιννίου, έφθασαν εδώ αντίγραφα επιστολών κάποιου, σαν να είχαν γραφεί για εμένα. Σε αυτά με προτρέπεις102 να τραγουδήσω την παλινωδίαν για κάποιο κεφάλαιο επιστολής του αποστόλου Παύλου103 και να μιμηθώ τον Στησίχορο, που ταλαντευόταν ανάμεσα στην κατηγορία και στους επαίνους της Ελένης, προκειμένου να ανακτήσει με τον έπαινο τους οφθαλμούς που έχασε, όταν την κατηγόρησε. Μολονότι μου φαίνονται ότι είναι δικός σου ο γραφικός χαρακτήρας και δικά σου τα επιχειρήματα104, εγώ απλώς ομολογώ στην Εντιμότητά σου ότι θεώρησα δικαιολογη- 101. Αποτελεί απάντηση στην 101η επιστολή του Αυγουστίνου. Γράφηκε λίγο μετά από αυτήν την επιστολή του Αυγουστίνου, το έτος 402. 102. Πρβλ. 40, 7 επιστολή του Αυγουστίνου. 103. Πρόκειται για την περικοπή Γα 2, 11-14. 104. Πρβλ. Cicero, Rhetorica ad Herennium 2, 2, 2. 86 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης μένο πως έπρεπε να πιστεύσω στα αντίγραφα των επιστολών σου˙ μη τυχόν δικαίως με κατηγορήσεις ζημιωμένος με την απάντησή μου, ενώ όφειλα πρωτύτερα να επιβεβαιώσω ότι είναι δικά σου τα λόγια και έτσι να απαντήσω. Στην καθυστέρηση προστέθηκε η μεγάλη ασθένεια της αγίας και σεβαστής Παύλας105. Επειδή, λοιπόν, υπηρετούμε ασθενή για πολύ καιρό, ξεχάσαμε ότι όλες σχεδόν οι επιστολές οι δικές σου ή αυτού, ο οποίος τις υπέγραψε με το όνομά σου, υπενθυμίζουν το στίχο: «Μουσικά ἐν πένθει ἄκυρος διήγησις» ( Σοφ Σειράχ 22, 6). Επομένως, εάν είναι δική σου η επιστολή, γράψε ανοικτά ή στείλε αντίγραφα πιο γνήσια, ώστε με χαλασμένο το στομάχι να διάγουμε το χρόνο μας στην ενασχόληση με τη Γραφή και ή να διορθώσουμε το δικό μας σφάλμα ή να δείξουμε στον άλλο ότι κατηγόρησε χωρίς λόγο. 2. Κάθε άλλο παρά θα τολμούσα να στραφώ εναντίον κάποιου από τα βιβλία της Μακαριότητός σου. Μου αρκεί που κρίνω τα δικά μου και δεν περιφρονώ τα ξένα. Όμως, σαν έμπειρος που είσαι, γνώριζες άριστα ότι ο καθένας πλειοδοτεί στην άποψή του106 και παιδιαρίζει στην αλαζονεία˙ αυτό που από παλαιά οι νεανίσκοι συνήθιζαν να κάνουν, κατηγορώντας τους επιφανείς άνδρες ότι επιζητούν τη φήμη του ονόματός τους. Δεν είμαι τόσο ανόητος, ώστε να νομίζω ότι βλάπτομαι με τις διάφορες ερμηνείες σου, επειδή ούτε συ θα υφίστασο βλάβη, εάν εμείς είχαμε αντί- 105. Η Παύλα και η Μαρκέλλα ήσαν δύο ευγενείς χήρες στη Ρώμη, οι οποίες ενστερνίζονταν τα ιδανικά του Ιερωνύμου για την ασκητική ζωή. Με έξοδα της Παύλας ίδρυσε ο Ιερώνυμος τις τρεις γυναικείες μονές και μία ανδρώα στη Βηθλεέμ. Βλ. Μ. von Albrecht, ό. π., σ. 1897-1898. 106. Πρβλ. Ρω 14, 5. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 87 θετη άποψη. Αλλά μεταξύ φίλων ο αληθινός έλεγχος είναι, κατά τον Persius107, όταν δεν βλέπουμε τη δική μας “πήρα”, ενώ εξετάζουμε των άλλων την “πήρα”108. Απομένει να αγαπάς αυτόν που σε αγαπά και στο πεδίο της Γραφής να μη προκαλείς συ ο νέος τον πρεσβύτη. Εμείς είχαμε το χρόνο μας και τρέχαμε, όσο μπορούσαμε. Τώρα τρέχεις εσύ και έχεις διανύσει μεγάλο διάστημα, ενώ εμείς οφείλουμε να ξεκουραζόμαστε109. Συγχρόνως -συγχώρησέ με που το λέγω στην Εντιμότητά σου- για να μη νομίζεις ότι μόνος μου είχα πρόθεση να παρουσιάσω κάτι από τους ποιητές, θυμήσου την Dareta και τον Entellus110 και τη λαϊκή παροιμία, ότι το κουρασμένο βόδι μπήγει πιο γερά το πόδι. Αυτά τα είπαμε θλιμμένοι. Είθε να αξιωθούμε να συναντηθούμε και να ασπασθούμε ο ένας τον άλλο και είτε να διδάξουμε κάποια πράγματα είτε να διδαχθούμε! 3. Ο Calpurnius, ο επονομαζόμενος Lanarius111, μου έστειλε 107. Bλ. Persius, Satires 4, 24-25. Πρβλ. Martialis, Epigrammata 4, 53, 3. 108. “Πήρα” είναι το σακκούλι. 109. To έτος 402, τότε που έγραφε την επιστολή, ο Ιερώνυμος ήταν περίπου πενήντα επτά ετών. 110. Ο Εntellus ήταν περίφημος πυγμάχος από τη Σικελία, θεωρούμενος ως ήρωας. Βλ. Vergilius, Aeneis 5, 387ε. Σε ψηφιδωτό της αυτοκρατορικής εποχής, που ανακαλύφθηκε στη Ρώμη, στα λουτρά του Καρακάλλα (211-217 μ. Χ.), φαίνεται καθαρά ο τύπος του caestus, του ιμάντα που έφερε ο πυγμάχος, με τις δύο μεταλλικές ράβδους που προεξέχουν. 111. Υπονοεί τον Ρουφίνο. Η λ. Calpurnius είναι επίθετο, παραγόμενο από τον Calpus, τον υιό του βασιλιά Νουμά. Είναι το όνομα του εξέχοντος γένους των Calpurnian. Χρησιμοποιείται ειδικά ως ουσιαστικό. Η λ. Lanarius, στην ελληνική εριουργός, είναι το επώνυμο του P. Calpurnius. Πρβλ. Cicero, De officiis 3, 66. “΄Εριον” ονομάζεται και ο ιστός της αράχνης. Ο Ιερώνυμος χρησιμοποιεί τη λ. Calpurnius για τον Ρουφίνο και στην Απολογία του κατά 88 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης με τη συνήθη αφροσύνη τις κατηγορίες του, οι οποίες έφθασαν και στην Αφρική με τη δική του φροντίδα, όπως έμαθα. Σε αυτές απάντησα εκ μέρους μου δι’ ολίγων, σας έστειλα αντίγραφα του λιβέλλου και, αν χρειάζονται περισσότερα, θα σας στείλω αμέσως μόλις ευκαιρήσω. Φοβήθηκα μήπως επηρεάσω κατά τι την κρίση των Χριστιανών. Μόνη μου πρόθεση είναι να ανασκευάσω το ψέμα και την αφροσύνη αυτού του απείρου ανθρώπου που παραληρεί. Να με μνημονεύεις, άγιε και σεβάσμιε πάπα. Βλέπε πόσο σε αγαπώ, ώστε, μολονότι έχω προκληθεί, δεν θέλησα να απαντήσω ούτε πίστευσα ότι είναι δικό σου αυτό, για το οποίο ίσως να ήλεγχα κάποιον άλλον. Ο κοινός αδελφός σε χαιρετά και σε ικετεύει. του Ρουφίνου. Βλ. Apologia adversus libros Rufini˙ PL 23, 441A. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 105η112 Στον αληθινά άγιο και μακαριώτατο πάπα Αυγουστίνο, Ιερώνυμος Τ ακτικά μου απευθύνεις επιστολές και συχνά με παροτρύνεις να απαντήσω σε κάποια επιστολή σου, της οποίας αντίγραφα, όπως ήδη έχεις γράψει πρωτύτερα, έφθασαν μέσω του αδελφού Σισιννίου, του διακόνου, με την υπογραφή σου. Δηλώνεις πως έστειλες αντίγραφα επιστολών πρώτα διά του αδελφού Profuturus και ύστερα με κάποιον άλλο. Εν τω μεταξύ, επειδή ο Profuturus, ο οποίος επανήλθε από το ταξίδι του και κατεστάθη επίσκοπος, ανηρπάγη με ταχύ θανατο, εκείνος, του οποίου το όνομα αποσιωπάς, φοβήθηκε τη διά θαλάσσης απόσταση και μετέβαλε την πρόθεσή του να ταξιδεύσει διά θαλάσσης. Επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, δεν μπορώ να μη απορήσω αρκετά με ποιο τρόπο αυτή η επιστολή, καθώς λέγουν πολλοί, βρίσκεται και στη Ρώμη και στην Ιταλία και μόνο σε εμένα δεν έφθασε, που μόνο για εμένα απεστάλη˙ ιδιαίτερα επειδή ο ίδιος ο αδελφός Σισίννιος είπε ότι αυτή η επιστολή δεν ανευρέθηκε ανάμεσα στις υπόλοιπες πραγματείες σου ούτε στην Αφρική ούτε σε σένα, αλλά σε νησί του Αδριατικού κόλπου, πριν από πέντε σχε112. Γράφηκε περίπου το έτος 403. 90 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης δόν χρόνια. 2. Πρέπει να αίρεται κάθε υποψία ανάμεσα σε φίλους, αλλιώς είναι ως να συνομιλείς με τον φίλο σου σαν να συνομιλείς με ξένο. Μερικοί φίλοι μου και σκεύη Χριστού, οι οποίοι είναι πολυάριθμοι στα Ιεροσόλυμα και στους αγίους τόπους, μου εισηγήθηκαν ότι δεν το έκανες με απλότητα, αλλ’ επειδή επιδίωκες τον έπαινο και τους φαύλους λόγους και το “δοξάριον”113 του λαού˙ ούτως ώστε να αυξάνεις από εμάς και να μάθουν πολλοί ότι συ προκαλείς και εγώ φοβούμαι, ότι συ γράφεις ως πεπαιδευμένος, ενώ εγώ σιωπώ σαν να μη έχω πείρα και τελικά βρέθηκε αυτός που μετρίασε τη φλυαρία μου. Εγώ, όμως, για να ομολογήσω με απλότητα, δεν θέλησα να απαντήσω στην Εντιμότητά σου, πρώτον μεν διότι δεν πίστευα πως σαφώς είναι δική σου η επιστολή, κάνοντας αυτό που λέγει για κάποιους η λαϊκή παροιμία, ότι αλείφουν το ξίφος με το μέλι. ΄Επειτα φοβόμουν μήπως φανώ ότι απαντώ με αναίδεια στον επίσκοπο που επικοινωνώ και διατυπώνω κάποιες κατηγορίες που περιέχονται στην επιστολή ενός που με κατηγορεί, ιδιαίτερα όταν κρίνω ότι υπάρχουν σε αυτήν κάποιες αιρετικές δοξασίες. 3. Τελικά έπραξα έτσι για να μη με εγκαλείς δικαίως και λέγεις: «Τι συμβαίνει, άραγε; Είδες την επιστολή μου και στην υπογραφή κατάλαβες τα σημάδια του γνωστού σε σένα χεριού, ούτως ώστε να βλάπτεις το φίλο τόσο εύκολα και την κακία του άλλου να τη στρέφεις σε ύβρι δική μου;»114. Λοιπόν, όπως ήδη έγραψα πρωτύτερα, ή στείλε την ίδια επιστολή, υπογεγραμμένη με το χέρι σου, ή παύσε να ενοχλείς ένα γέροντα που κρύπτεται 113. Ανάξια λόγου τιμητική διάκριση. 114. Πρβλ. 73, 2 επιστολή του Αυγουστίνου. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 91 σε κάποιο μικρό κελλί. Εάν όμως θέλεις ή να δείξεις ή να επεξεργασθείς τη διδασκαλία σου, αναζήτησε νέους, λογίους και ευγενείς, που παραπολλοί από αυτούς ευρίσκονται στη Ρώμη. Αυτοί θα μπορέσουν και θα τολμήσουν να προχωρήσουν μαζί σου και να φέρουν μαζί με τον επίσκοπο τον ζυγό της ενασχόλησης με την αγία Γραφή. Εγώ κάποτε ήμουν στρατιώτης. Τώρα είμαι βετεράνος και οφείλω να επαινώ τις νίκες τις δικές σου και των άλλων, χωρίς ο ίδιος να αγωνίζομαι πάλι με εξαντλημένο σώμα˙ μη τυχόν, εάν συχνά με προτρέπεις να γράφω, ενθυμηθώ εκείνην την ιστορία που λέγει ότι ο Κόιντος Μάξιμος με την υπομονή του συνέτριψε τον Αννίβα που υπερηφανεύονταν πως είναι νέος115. «Τα πάντα φέρει η ηλικία, και την ψυχή ακόμη. Εγώ συχνά τους μακροχρόνιους ήλιους θυμούμαι να εξιστορώ, τραγουδώντας το παιδί. Τώρα, τόσα τραγούδια τα έχω ξεχάσει. Ακόμη και η φωνή ήδη αποφεύγει τον Moίρο/η»116. Και -για να μιλήσω μάλλον από την αγία Γραφή- ο Γαλααδίτης Βερζελλί, μη αποδεχόμενος τις χάρες που του έκανε ο βασιλιάς Δαυίδ και όλες τις απολαύσεις που έχει ένας νεαρός117, έδειξε ότι το γήρας δεν πρέπει να τα επιζητεί αυτά ούτε και να τα αποδέχεται, όταν προσφέρονται. 4. Επειδή, όμως ορκίζεσαι πως δεν έγραψες βιβλίο εναντίον μου ούτε έστειλες στη Ρώμη αυτό το οποίο δεν έγραψες και, αν τυχόν στα συγγράμματά σου ευρίσκονται κάποια που δεν συμ115. Πρβλ. T. Livius, Αb Urbe condita 12, 12-18. 116. Βλ. Vergilius, Bucolica 9, 51-54. Moeris, Μοίρος/ης, είναι το όνομα ενός ποιμένος και μάγου. 117. Πρβλ. Β΄Βασ 17, 27. 19, 32-38. 92 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης φωνούν με τις απόψεις μου, δεν με έβλαψες με αυτά, αλλά έγραψες αυτό που θεωρούσες ορθό, σε παρακαλώ να με ακούσεις με υπομονή. Δεν έγραψες βιβλίο. Και πώς μεταφέρθηκαν σε εμένα μέσω άλλων τα συγγράμματα στα οποία με ήλεγχες; Γιατί η Ιταλία έχει αυτό που δεν έγραψες; Με ποια λογική ζητείς να απαντήσω σε αυτά, τα οποία αρνείσαι ότι έγραψες;118. Ούτε είμαι τόσο αποχαυνωμένος, ώστε, αν είχες αντίθετη άποψη, να θεωρούσα τον εαυτό μου ζημιωμένο. Αλλ’ εάν κατηγορείς με σφοδρότητα τα λεγόμενά μου και ζητείς τη μέθοδο των κειμένων μου και με παροτρύνεις να διορθώσω αυτά που έγραψα και με καλείς σε παλινωδία και μου ανταποδίδεις τα μάτια, σε αυτό βλάπτεται η φιλία και εδώ παραβιάζονται τα δίκαια της οικειότητος. Προκειμένου να μη δίνουμε την εντύπωση ότι φιλονικούμε σαν παιδιά και να μη δίνουμε αφορμή φιλονικίας σε όσους έχουν μεταξύ τους ευνοϊκή διάθεση ή στους δικούς μας που περιφρονούν, σου γράφω αυτά, διότι επιθυμώ να σε αγαπώ με χριστιανική γνησιότητα και να μη κρατώ μέσα στο νου μου κάτι, το οποίο να διαφέρει από τα λεγόμενά μου. Δεν ταιριάζει σε εμένα, που από τη νεότητα μέχρι αυτήν την ηλικία κοπιάζω ιδρωμένος σε μικρό μοναστήρι μαζί με τους αγίους αδελφούς, να τολμώ να γράφω κάτι εναντίον επισκόπου, με τον οποίο κοινωνώ το ίδιο Ποτήριο, τον οποίο άρχισα να αγαπώ πριν τον γνωρίσω και ο οποίος πρώτος με κάλεσε να γίνουμε φίλοι και τον οποίο χάρηκα μετά από την ενασχόλησή μου με τη μελέτη της Γραφής. Επομένως ή να αρνηθείς το βιβλίο σου, εάν τυχόν δεν είναι δικό σου, και να παύσεις να ζητείς απάντηση σε αυτά που δεν έγραψες, ή, εάν είναι δικό σου, να το ομολογήσεις 118. Πρβλ. 73, 1 επιστολή του Αυγουστίνου. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 93 με ειλικρίνεια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν θα γράψω κάποια για να υπερασπισθώ τον εαυτό μου, πταίεις εσύ που προκάλεσες και όχι εγώ που αναγκάσθηκα να απαντήσω. 5. Εκτός από αυτά προσθέτεις119 ότι είσαι έτοιμος, εάν με τάραξε κάτι από τα γραφόμενά σου ή εάν θελήσω να το διορθώσω, να το εκλάβεις αδελφικά και όχι μόνο θα χαρείς για την ευμενή απέναντί σου διάθεσή μου, αλλά θα ζητήσεις να το κάνω. Λέγω πάλι τη γνώμη μου: Προκαλείς ένα γέροντα, ερεθίζεις έναν που σιωπά και δείχνεις πως καυχάσαι για τη διδασκαλία σου. Όμως δεν είναι ίδιον της ηλικίας μου να θεωρούμαι εχθρός αυτού, τον οποίο μάλλον οφείλω να ευνοώ. Και αν οι διεστραμμένοι άνθρωποι βρίσκουν στα ευαγγέλια και στους προφήτες κάτι που ισχυρίζονται ότι μέμφονται, απορείς εάν στα βιβλία σου και προπαντός στην ερμηνεία της Γραφής κάποια είναι πολύ ασαφή και άλλα φαίνονται πως διαφέρουν από την ορθή γραμμή ερμηνείας; Το λέγω αυτό, όχι επειδή κρίνω πλέον ότι στα έργα σου μερικά πρέπει να ανασκευασθούν. Ούτε τα διάβασα ποτέ προσεκτικά120, ούτε έχουμε άφθονα αντίγραφά τους, εκτός από τα βιβλία των Soliloquia121 και κάποια μικρά υπομνήματα στους Ψαλμούς. Αν ήθελα να τα ανασκευάσω, θα υπεδείκνυα ότι διαφέρουν όχι από τη δική μου ερμηνεία -που δεν είμαι τίποτε- αλλά από τις 119. Πρβλ. 101, 2 επιστολή του Αυγουστίνου. 120. Μία πιο προσεκτική ανάγνωση των λεγομένων του Ιερωνύμου μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο Ιερώνυμος όντως γνώριζε τα κείμενα του Αυγουστίνου και αυτή η τοποθέτησή του πως δεν τα διάβασε ποτέ με προσοχή απλά είναι «ένας ρητορικός ελιγμός». Πρβλ. S. Squires, ό. π., σ. 164. 121. Είναι οι Μονόλογοι του Αυγουστίνου. 94 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης ερμηνείες των παλαιών Ελλήνων. Χαίρε, προσφιλέστατε φίλε μου, υιέ κατά την ηλικία, πατέρα κατά το αξίωμα. Σου ζητώ να τηρήσεις αυτό: Οτιδήποτε μου γράψεις, φρόντισε να φθάσει πρώτα σε εμένα. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 115η122 Στον αληθινά άγιο κύριο και μακαριώτατο πάπα Αυγουστίνο, ο Ιερώνυμος, εν Χριστώ χαίρειν O ταν ανήσυχος ρώτησα τον άγιο αδελφό μας τι κάνεις, με χαρά άκουσα ότι είσαι υγιής. Πάλι, επειδή δεν λέγω ότι ελπίζω πως θα μου στείλεις επιστολή, αλλά θα τη ζητήσω, είπε ότι, χωρίς να το γνωρίζεις, έχει αποχωρήσει από την Αφρική. Γι’ αυτό σου ανταποδίδω, μέσω αυτού, τους χαιρετισμούς που οφείλω, εγώ που σε περιβάλλω με μοναδική αγάπη και συγχρόνως σε παρακαλώ να συγχωρήσεις τη ντροπή μου, διότι δεν μπόρεσα να αρνηθώ σε αυτόν που για πολύ καιρό με προέτρεπε να απαντήσω. Ούτε εγώ μπορώ να αρνηθώ σε σένα, αλλά με αυτήν την αιτία παίρνω αφορμή να απαντήσω. Αν είναι σφάλμα το ότι απάντησα -σε παρακαλώ να με ακούσεις με υπομονή- είναι πολύ μεγαλύτερο το ότι προκλήθηκα. Αλλά ας απαλλαγούμε από τέτοιου είδους μεμψιμοιρίες. Ας υπάρχει ανάμεσά μας ειλικρινής αδελφοσύνη και εφεξής ας στέλνουμε κείμενα όχι με ελέγχους, αλλά με αγάπη. Οι άγιοι αδελφοί, οι οποίοι διακονούν τον Κύριο μαζί μας, σου στέλνουν θερμούς χαιρετισμούς. Παρακαλώ να χαιρετήσεις 122. Πιθανόν γράφηκε το έτος 405. 96 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης εκ μέρους μου τους αγίους που σηκώνουν μαζί σου τον ελαφρύ ζυγό του Χριστού και ιδιαιτέρως τον άγιο και αποδεκτό πάπα Αλύπιο. Ο παντοδύναμος Θεός μας Χριστός ας σε φυλάσσει αβλαβή και μνήμονα εμού, αληθινά άγιε και μακαριώτατε πάπα. Εάν διάβασες το βιβλίο με την ερμηνεία στον Ιωνά, νομίζω ότι δεν θα κάνεις αποδεκτό το γελοίο ζήτημα για την κολοκύνθη123. Αν όμως εσύ, που πρώτος μου επιτέθηκες με ξίφος, ως φίλος το απομακρύνεις με τον τρόπο που γράφεις, η φιλανθρωπία και η δικαιοσύνη σου ας με κατηγορήσει εμένα που απολογούμαι˙ αλλά δεν απαντώ. Αν το θεωρείς σωστό, ας αγωνιζόμαστε στο πεδίο της Γραφής124, χωρίς να προκαλούμε πόνο ο ένας στον άλλο. 123. Η αγωνία του Αυγουστίνου για το προκείμενο ζήτημα απέρρεε από το καθήκον του ως λειτουργού της Εκκλησίας και από την αγωνία του μήπως η μετάφραση του Ιερωνύμου επιφέρει δυσεπίλυτη αμφισβήτηση και διχόνοια στο πλήρωμα της Εκκλησίας, δεδομένου ότι το κείμενο της Γραφής είναι θεμελιώδες για τη λατρεία μας. Ενώ για τον Ιερώνυμο προείχε η ακρίβεια του κειμένου, για τον Αυγουστίνο μία λατινική μετάφραση του κειμένου των Ο΄ θα ήταν περισσότερο «σαν ένα διαυγές ποτήρι». Βλ. Paul St-Pierre (2008), “Translating Communities”, TranscUlturAl, τ. 1, σ. 3-4, Université de Montréal: Montreal. Η παράδοση των Ο΄περί κολοκύνθης, το είδος της οποίας παραμένει αδιευκρίνιστο, ενισχύεται και από το ότι ο θάμνος μαράθηκε, επειδή προσβλήθηκε από σκουλήκι, κάτι που δείχνει θάμνο με βλαστό εύκαμπτο. Bλ. B. Robinson, ό. π., σ. 402. 124. Η Vulgata του Ιερωνύμου εκτόπισε τις παλαιότερες λατινικές μεταφράσεις της αγίας Γραφής, την Itala και την Vetus Latina. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ EΠΙΣΤΟΛΗ 82η125 Στον φίλτατο και εν σπλάγχνοις Χριστού τιμιώτατο άγιο αδελφό και συμπρεσβύτερο Ιερώνυμο, ο Αυγουστίνος, εν Κυρίω χαίρειν Η δη πρωτύτερα έστειλα στην αγάπη σου εκτενή επιστολή, απαντητική στη δική σου, την οποία ενθυμείσαι ότι έστειλα μέσω του αγίου υιού σου Αστερίου, τώρα πλέον όχι μόνο αληθινού αδελφού, αλλά και συνεργού. Μέχρι τώρα δεν γνωρίζω αν κατέστη δυνατό να φθάσει στα χέρια σου, εκτός και αν συμβαίνει αυτό που γράφεις με τον ειλικρινέστατο αδελφό Firmus˙ εάν εκείνος, ο οποίος για πρώτη φορά χρησιμοποίησε εναντίον σου το ξίφος, αποκρούσθηκε με τη γραφίδα, ούτως ώστε να είναι ίδιον της φιλανθρωπίας μου και της δικαιοσύνης μου να ελέγχω αυτόν που κατηγορεί και όχι αυτόν που απαντά. Μόνο με αυτήν την πολύ μικρή ένδειξη συμπεραίνω μετά βεβαιότητος ότι διάβασες την επιστολή μου. Σε αυτήν, βεβαίως, έκλαυσα διότι ανεφύη διαφωνία ανάμεσα σε εσάς, για των οποίων τη φιλία χαίρονταν η αγάπη των αδελφών και η φήμη της είχε εξαπλωθεί παντού126. 125. Γράφηκε το έτος 405. Αποτελεί απάντηση στις υπ’ αριθμ. 105, 112 και 115 επιστολές του Ιερωνύμου. 126. Υπονοεί την αντιπαράθεση του Ιερωνύμου με τον Ρουφίνο. Στα τέλη 98 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Δεν το έκανα αυτό για να ελέγξω την αδελφοσύνη σου, για την οποία δεν θα τολμούσα να πω ότι έμαθα κάποιο σφάλμα κατά τι, αλλά για να λυπηθώ για την ανθρώπινη αθλιότητα, διότι, αν και, κατά το δυνατόν, διαφυλάσσεται η αμοιβαία αγάπη ανάμεσα στους φίλους, είναι αβέβαιη η παραμονή της. Πραγματικά θα προτιμούσα να μάθω στις απαντητικές επιστολές σου εάν με συγχώρησες, όπως σου το ζήτησα. Επιθυμώ να μου το γνωρίσεις σαφέστερα, μολονότι η πιο χαρούμενη μορφή των επιστολών σου φαίνεται να δηλώνει πως το πέτυχα. Εάν όμως εστάλησαν μετά από την ανάγνωσή τους, αυτό διακρίνεται ελάχιστα ανάμεσα στις επιστολές. 2. Ζητείς ή μάλλον επιτάσσεις, έχοντας πεποίθηση στην αγάπη, να αγωνισθούμε στο πεδίο των Γραφών, χωρίς να στενοχωρήσουμε ο ένας τον άλλο. Εγώ τουλάχιστον, όσο με αφορά, θα προτιμούσα να το κάνουμε με σοβαρότητα, παρά υπό τύπο αγώνα. Εάν σου άρεσε να θέσεις αυτήν τη λέξη για ευκολία, εγώ ομολογώ ότι ζητώ κάτι περισσότερο από την εύνοια των δυνάμεών σου, τη σύνεση και την τόσο πεπαιδευμένη, ήρεμη, πολυετή, πολύφροντι και ευφυή επιμέλεια, αλλά και από το Πνεύμα το άγιο, το οποίο όχι μόνο σου τα χαρίζει αυτά, αλλά και σου τα υπαγοτου 4ου αι. ξέσπασαν σοβαρές διαμάχες σχετικά με την ορθοδοξία του Ωριγένη. Ο μεν Ρουφίνος θεώρησε φρόνιμο, στη λατινική μετάφραση του Περί Αρχών του Ωριγένη, να μεταφράσει τα αμφισβητούμενα χωρία για να μη γίνονται αντικείμενο επιθέσεων. Εξ αντιθέτου, ο Ιερώνυμος αντέδρασε με έντονο τρόπο, προσχωρώντας στους αντιωριγενιστές, αλλά και ως φιλόλογος. Μάλιστα περί το 394 μετέφρασε και ο ίδιος το Περί Αρχών του Ωριγένη. Αυτό το έργο θεωρείται ως “αντι-μετάφραση” εν σχέσει με τη μετάφραση του Ρουφίνου και σκοπό είχε να διασαφηνίσει τα αιρετικά χωρία του Ωριγένη. Βλ. W. Berschin, ό. π., σ. 85-86. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 99 ρεύει. Σου ζητώ να βοηθάς στα μεγάλα και επίπονα ζητήματα όχι μόνο αυτόν που αγωνίζεται στο πεδίο των Γραφών, αλλά και αυτόν που ασθμαίνει στα όρη. Εάν όμως, λόγω της ιλαρότητος, η οποία ταιριάζει ανάμεσα σε πολύ φίλους που πραγματεύονται κάποιο θέμα, θεώρησες ότι έπρεπε να πεις “ας αγωνισθούμε”, είτε είναι σαφές και ξεκάθαρο εκείνο, για το οποίο συζητούμε, είτε είναι δυσχερές και δύσκολο, σε παρακαλώ, δίδαξέ με με ποιο τρόπο μπορούμε να το επιτύχουμε. Σίγουρα, επειδή ίσως μας ταράσσει κάτι, το οποίο δεν επιδοκιμάζουμε, μολονότι δεν το προσέχουμε με περισσότερες προφυλάξεις και σίγουρα το κατανοούμε βραδύτερα, και το τι νομίζουμε, επιχειρούμε να το επιβεβαιώσουμε από την αντίθετη πλευρά, εάν το πούμε με κάπως πιο ασφαλή ελευθερία, ας μη εμπέσουμε στην υποψία παιδικής αλαζονείας, σαν να επιζητούμε να κατηγορούμε τους επιφανείς άνδρες με τη φήμη του ονόματός μας. Εάν όμως κατ’ ανάγκην αφαιρέσουμε κάτι δυσχερές, επειδή πρέπει να ανασκευασθεί και για να γίνει υποφερτό, ας μας διακρίνει ο ηπιότερος λόγος και ας μας θεωρήσουν ότι αρπάζουμε το ξίφος αλειμμένο με μέλι. Εάν συζητούμε με πιο μορφωμένο φίλο έτσι, ώστε, ό,τι και αν πει, κατ’ ανάγκη να επιδοκιμασθεί και, εξ αιτίας της έρευνας, να μη εναντιωνόμαστε έστω και λίγο, υπάρχει πιθανότητα να είναι εκείνη ακριβώς η μέθοδος, με την οποία μπορούμε να φυλαχθούμε είτε από αυτό το ελάττωμα είτε από την υποψία του ελαττώματος. 3. ΄Υστερα όμως, εφόσον δεν υπάρχει κάποιος φόβος μήπως συγκρουσθούμε, θαρρείς και γίνεται αγώνας στην πεδιάδα, είναι άξιο απορίας που δεν μας εμπαίζουν. Εγώ, βεβαίως, ομολογώ 100 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης στην αγάπη σου ότι έμαθα να ευλαβούμαι και να σέβομαι μόνο αυτά τα βιβλία της Γραφής που πλέον αποκαλούνται κανονικά. Γι’ αυτό πιστεύω -και είμαι πεπεισμένος- ότι ουδείς συγγραφέας της αγίας Γραφής πλανήθηκε σε κάποιο σημείο κατά τη συγγραφή και, αν προσκόψω σε κάποιο σημείο αυτών των κειμένων που το θεωρώ αντίθετο προς την αλήθεια, δεν αμφιβάλλω για τίποτε άλλο, παρά μόνον ότι ή ο κώδικας δεν είναι σωστός ή ο ερμηνευτής δεν κατάλαβε τα λόγια ή εγώ δεν το κατάλαβα καθόλου127. Όμως διαβάζω τα άλλα βιβλία έτσι, ώστε, όσο και αν υπερέχουν στην αγιότητα και στη διδασκαλία, δεν τα θεωρώ γι’ αυτόν το λόγο αληθινά, επειδή έχουν το ίδιο φρόνημα, αλλ’ επειδή μπόρεσαν να με πείσουν, είτε μέσω των κανονικών συγγραφέων είτε για ευαπόδεικτο λόγο, ότι δεν απέχουν από την αλήθεια. Ούτε συ, αδελφέ μου, νομίζω πως φρονείς κάτι άλλο. Σίγουρα, λέγω, δεν νομίζω ότι συ θέλεις να διαβάζονται τα βιβλία σου έτσι, σαν να είναι των προφητών ή των αποστόλων, που για τα κείμενά τους είναι ασέβεια να αμφιβάλλεις ότι στερούνται πάσης πλάνης. Αυτό κάθε άλλο παρά διακρίνει την ευσεβή ταπείνωση και την αληθινή σκέψη για σένα τον ίδιο, που αν δεν την είχες, σίγουρα δεν θα έλεγες: «Είθε να αξιωθούμε να σε ασπασθούμε και να συνεισφέρουμε ο ένας για τον άλλο είτε για να διδάξουμε κάποια πράγματα είτε για να διδαχθούμε»128. 4. Καθώς γνωρίζω την ζωή σου και το ήθος σου, δεν πιστεύω για 127. Στο έργο του Contra Faustum Manichaeum 11, 5, o Aυγουστίνος φρονεί ότι σε περίπτωση λάθους «aut codex mendosus est aut interpres erravit aut tu non intellegis»: ΄Η ο κώδικας είναι πλημμελής ή ο μεταφραστής έκανε λάθος ή εσύ δεν καταλαβαίνεις. Βλ. PL 42, 249. 128. Πρβλ. 102, 2 επιστολή του Ιερωνύμου. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 101 σένα ότι έχεις πει στις επιστολές σου κάτι με σκοπό να απoκρύψεις και να εξαπατήσεις. Πόσο πιο λογικό είναι για εμένα να πιστεύω, σχετικά με τον απόστολο Παύλο, ότι δεν πίστευε ένα πράγμα και ισχυριζόταν άλλο, όταν έγραφε για τον Πέτρο και τον Βαρνάβα: « Ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρός τήν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου, εἶπον τῷ Πέτρῳ ἔμπροσθεν πάντων, εἰ σύ Ἰουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς ζῇς καί οὐκ Ἰουδαϊκῶς, τί τά ἔθνη ἀναγκάζεις ἰουδαΐζειν;» (Γα 2,14)! Σε ποιον μπορώ να έχω εμπιστοσύνη ότι σίγουρα δεν θα με εξαπατήσει με προφορικό ή γραπτό λόγο, εάν ο απόστολος εξαπάτησε τα δικά του τέκνα, για τα οποία «πάλιν ὠδίνει, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός» (ο οποίος είναι η Αλήθεια) «ἐν αὐτoῖς» (Γα 4, 19); Αφού προηγουμένως τους είπε «ἅ δέ γράφω ὑμῖν, ἰδού ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι οὐ ψεύδομαι» (Γα 1, 21), ήταν δυνατό, γράφοντας στους ίδιους παραλήπτες ότι είδε τον Πέτρο και τον Βαρνάβα να μη περιπατούν ορθά και ότι «ἀντέστη κατά πρόσωπον» στον Πέτρο, επειδή ανάγκαζε τα έθνη να ζουν σύμφωνα με τα έθιμα των Ιουδαίων, ήταν δυνατό με αυτό να λέγει κάτι που δεν ήταν αληθές και να εξαπατήσει με μία απάτη που κατά κάποιο τρόπο την επέτρεψε κάποια σκοπιμότητα; 5. Αλλά θα μου πεις ότι είναι προτιμότερο να πιστεύεις πως ο απόστολος Παύλος έγραψε κάτι που δεν ήταν αληθές, παρά να πιστεύεις πως ο απόστολος Πέτρος έκανε κάτι που δεν ήταν σωστό. Με βάση αυτήν την αρχή, πρέπει να πούμε (κάτι που δεν έχω καμία διάθεση να πω) ότι είναι καλύτερο να πιστεύουμε πως η ευαγγελική ιστορία είναι ψευδής, παρά να πιστεύουμε ότι ο Πέτρος αρνήθηκε τον Χριστό. Είναι δε προτιμότερο να γεμίσουμε το δεύτερο βιβλίο των Βασιλειών με ψευδείς αναφορές, παρά να πιστεύουμε ότι ένας τόσο μεγάλος προφήτης και τόσο εξαίρετα επιλεγ- 102 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης μένος από τον Θεό, όπως ήταν ο Δαυίδ, διέπραξε μοιχεία, επιθυμώντας και αφαιρώντας τη σύζυγο από έναν άλλο και με τέτοια βδελυρή ανθρωποκτονία προκάλεσε το θάνατο του συζύγου της (Β' Βα 11, 4. 17). Είναι πολύ προτιμότερο να διαβάζω με βεβαιότητα και πίστη στην αλήθειά της την αγία Γραφή, που βρίσκεται στην υψηλότερη κορυφή της αυθεντίας και, χωρίς να αμφιβάλλω για την αξιοπιστία των λόγων της, να μαθαίνω ότι κάποιοι άνθρωποι είτε επαινέθηκαν, είτε διορθώθηκαν, είτε καταδικάσθηκαν. Το προτιμώ αυτό, παρά από φόβο να πιστεύσω ότι άνθρωποι, οι οποίοι, αν και είχαν την πιο αξιέπαινη αρετή, δεν ήσαν όμως υπεράνθρωποι, μερικές δε φορές ήταν δυνατό να κάνουν πράξεις αξιόμεμπτες και να επιτρέψω υποψίες που θίγουν την αξιοπιστία του συνόλου των εντολών του Θεού. 6. Οι Μανιχαίοι υποστηρίζουν ότι δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης το μεγαλύτερο μέρος της αγίας Γραφής, από την οποία η φοβερή τους πλάνη ανατρέπεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Δεν το εμπιστεύονται, επειδή δεν μπορούν να διαστρέψουν τη γλώσσα της Γραφής και να υποστηρίξουν τις απόψεις τους. Ακόμη επιρρίπτουν την ευθύνη του δήθεν λάθους όχι στους αποστόλους οι οποίοι αρχικά έγραψαν, αλλά σε κάποιες άγνωστες φθορές των χειρογράφων. Επειδή όμως ποτέ δεν πέτυχαν να αποδειχθεί κάτι τέτοιο από τα πιο πολλά και νεότερα χειρόγραφα, ακόμη και όταν κατέφυγαν στο πρωτότυπο από το οποίο οι Λατίνοι μεταφραστές έχουν αντλήσει, αποσύρθηκαν από το στίβο της έρευνας, κατατροπώθηκαν και ανατράπηκαν από την αλήθεια που είναι πασιφανής. Η αγία σου σύνεση δεν διακρίνει πόσο μεγάλη έκταση έχει η κακία τους εναντίον της αληθείας, εάν πούμε Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 103 ότι τα αποστολικά έργα δεν έχουν παραποιηθεί από άλλους, αλλά ότι οι ίδιοι οι απόστολοι έγραψαν εν γνώσει τους ψέματα; 7. Λέγεις129 ότι είναι απίθανο ο Παύλος να επέπληξε τον Πέτρο γι’ αυτό που ο ίδιος ο Παύλος είχε κάνει. Εγώ αυτήν τη στιγμή δεν ζητώ να μάθω τι έκανε ο Παύλος, αλλά περί τίνος έγραψε. Αυτό πιο πολύ έχει σχέση με το θέμα που εξετάζω, δηλαδή την εδραίωση της καθολικής και αναμφισβήτητης αληθείας των θείων Γραφών, που έχουν παραδοθεί σε εμάς για να μας οικοδομήσουν στην πίστη, όχι από αγνώστους ανθρώπους αλλά από τους αποστόλους, και με αυτήν την έννοια έχουν γίνει αποδεκτές ως το αυθεντικό κανονικό πρωτότυπο. Εάν ο Πέτρος σε αυτήν την περίπτωση έκανε αυτό που όφειλε να κάνει, ο Παύλος ψευδώς βεβαίωσε ότι τον είδε να μη βαδίζει ορθώς, σύμφωνα με την αλήθεια του Ευαγγελίου. Όποιος κάνει αυτό που πρέπει, βαδίζει ορθώς. Εάν λοιπόν ο Παύλος έγραψε ό,τι ήταν αληθινό, είναι αληθές ότι ο Πέτρος δεν ορθοποδούσε τότε, σύμφωνα με την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ως εκ τούτου έπραττε αυτό που δεν έπρεπε. Εάν ο ίδιος o Παύλος ήδη είχε κάνει κάτι τέτοιο, θα προτιμούσα να πιστεύσω ότι, επειδή ο ίδιος είχε διορθωθεί, δεν ήταν δυνατό να παραβλέψει τη διόρθωση του αδελφού του αποστόλου, παρά να πιστεύσω ότι κατέθεσε μία ψευδή δήλωση στην επιστολή του. Εάν σε οποιαδήποτε επιστολή του Παύλου θα ήταν αυτό παράδοξο, πόσο μάλλον σε αυτήν που λέγει στον πρόλογό της: «Ἅ δέ γράφω ὑμῖν, ἰδού ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι οὐ ψεύδομαι» (Γα 1, 20); 8. Όσο για εμένα, πιστεύω ότι ο Πέτρος ενήργησε έτσι σε αυ- 129. Βλ. Υπόμνημα Ιερωνύμου στην προς Γαλάτας επιστολή˙ PL 26, 367B. 104 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης τήν την περίπτωση, σαν να ανάγκαζε τους εθνικούς να ζουν ως Ιουδαίοι. Διαβάζω ότι ο Παύλος το έγραψε αυτό και δεν πιστεύω ότι είπε ψέματα. Ως εκ τούτου ο Πέτρος δεν φέρθηκε σωστά. Ήταν αντίθετο με την αλήθεια του Ευαγγελίου να νομίζουν εκείνοι που πίστευσαν στον Χριστό ότι δεν μπορούσαν να σωθούν χωρίς τους παλαιούς τύπους. Αυτή ήταν η θέση που υποστηρίχθηκε στην Αντιόχεια από τους «ἐκ περιτομῆς» και εναντίον τους ο Παύλος διαμαρτυρήθηκε σθεναρά και αποφασιστικά. Όσον αφορά στην περιτομή του Τιμοθέου από τον Παύλο (Πρξ 16, 3), στην εκπλήρωση ενός τάματος στις Κεγχρεές (Πρξ 18, 18) και, επί τη βάσει της προτάσεως του Ιακώβου, στη συμμετοχή του στις καθορισμένες ιεροτελεστίες μαζί με μερικούς που είχαν κάνει τάμα (Πρξ 21, 26), είναι φανερό ότι σκοπός του Παύλου σε αυτά τα θέματα δεν ήταν να δώσει στους άλλους την εντύπωση πως πίστευε στη δικαίωση από αυτούς τους τύπους, υπό την κάλυψη του νόμου του Χριστού. Δεν ήθελε να νομίζουν μερικοί ότι κατεδίκασε ως χειρότερες από την άθεη ειδωλολατρία εκείνες τις ιεροτελεστίες, τις οποίες ο Θεός είχε ορίσει στον προηγούμενο νόμο ως κατάλληλες για τη σωτηρία και ως «σκιά τῶν μελλόντων» (Κολ 2, 17). Άλλωστε ο Ιάκωβος του είπε πως διέδιδαν γι’ αυτόν ότι δίδασκε τους ανθρώπους να απαρνηθούν τον Μωυσή (Πρξ 21, 21). Οπωσδήποτε για εκείνους που πιστεύουν στον Χριστό, θα ήταν λάθος να απαρνηθούν αυτόν που προφήτευσε για τον Χριστό, σαν να αποστράφηκαν και να καταδίκασαν τη διδασκαλία του Μωυσή, για τον οποίο ο Χριστός είπε: «Εἰ γάρ ἐπιστεύετε Μωυσεῖ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί, περί γάρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν» (Ιω 5, 46). 9. Πρόσεξε -σε ικετεύω- τα λόγια του Ιακώβου: «Θεωρεῖς, Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 105 ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσίν Ἰουδαίων τῶν πεπιστευκότων, καί πάντες ζηλωταί τοῦ νόμου ὑπάρχουσι. Κατηχήθησαν δέ περί σοῦ ὅτι ἀποστασίαν διδάσκεις ἀπό Μωυσέως τούς κατά τά ἔθνη πάντας Ἰουδαίους, λέγων μή περιτέμνειν αὐτούς τά τέκνα μηδέ τοῖς ἔθεσι περιπατεῖν. Τί οὖν ἐστί; Πάντως δεῖ πλῆθος συνελθεῖν˙ ἀκούσονται γάρ ὅτι ἐλήλυθας. Τοῦτο οὖν ποίησον ὅ σοι λέγομεν˙ εἰσίν ἡμῖν ἄνδρες τέσσαρες εὐχήν ἔχοντες ἐφ’ ἑαυτῶν˙ τούτους παραλαβών ἁγνίσθητι σύν αὐτοῖς καί δαπάνησον ἐπ’ αὐτοῖς ἵνα ξυρήσωνται τήν κεφαλήν, καί γνῶσι πάντες ὅτι ὧν κατήχηνται περί σοῦ οὐδέν ἐστιν, ἀλλά στοιχεῖς καί αὐτός τόν νόμον φυλάσσων. Περί δέ τῶν πεπιστευκότων ἐθνῶν ἡμεῑς ἐπεστείλαμεν κρίναντες μηδέν τοιοῦτον τηρεῖν αὐτούς, εἰ μή φυλάσσεσθαι αὐτούς τό τε εἰδωλόθυτον καί τό αἶμα καί πνικτόν καί πορνείαν» (Πρξ 21, 20-25). Κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ σαφές ότι ο λόγος που ο Ιάκωβος έδωσε αυτήν τη συμβουλή, ήταν ότι το ψέμα που άκουσαν, ήταν δυνατό να γίνει γνωστό σε εκείνους τους Ιουδαίους, οι οποίοι, αν και είχαν πιστεύσει στον Χριστό, ήσαν ζηλωτές του νόμου˙ ίσως, μάλιστα, δεν είχαν σκεφθεί ότι οι θεσμοί που έδωσε ο Μωυσής στους πατέρες τους καταδικάσθηκαν από τη διδασκαλία του Χριστού, σαν να ήσαν άχρηστοι και αρχικά να μη είχαν δοθεί με το θείο κύρος. Οι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν διατυπώσει αυτήν την κατηγορία εναντίον του Παύλου, δεν καταλάβαιναν το σωστό πνεύμα με το οποίο έπρεπε να τηρηθούν αυτοί οι τύποι με το κύρος του νόμου του Χριστού από τους πιστεύοντες Ιουδαίους˙ δηλαδή ως ένας τρόπος που δήλωνε το θείο κύρος αυτών των ιεροτελεστιών και τον άγιο σκοπό τους στο νόμο των προφητών˙ όχι όμως ως ένας τρόπος αποκτήσεως της σωτηρίας που 106 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης σε αυτούς ήδη είχε αποκαλυφθεί εν Χριστώ και ιερουργήθηκε με το βάπτισμα. Εξ άλλου, οι άνθρωποι που είχαν διασπείρει αυτήν την είδηση εναντίον του αποστόλου, ήσαν εκείνοι οι οποίοι θα είχαν τηρήσει αυτές τις ιεροτελεστίες, σαν να μη υπήρχε δυνατότητα χωρίς αυτήν την τήρηση να σωθούν όσοι πίστευσαν στο Ευαγγέλιο. Αυτοί οι ψευδοδιδάσκαλοι διαπίστωσαν ότι είναι ο πλέον ζηλωτής κήρυκας της χάριτος και ο πιο αποφασιστικός πολέμιος των απόψεών τους, διότι δίδασκε -όπως και το έκανε- ότι οι άνθρωποι δεν δικαιώνονται με εκείνες τις ιεροτελεστίες, αλλά με τη χάρι του Ιησού Χριστού, την οποία αυτοί οι τύποι του νόμου προανήγγειλαν. Συνεπώς, αυτή η παράταξη, προσπαθώντας να προκαλέσει μίσος και διωγμό εναντίον του, τον κατηγόρησε ως εχθρό του νόμου και των θεσμών που όρισε ο Θεός. Δεν υπήρχε, λοιπόν, πιο κατάλληλος τρόπος, με τον οποίο μπορούσε να παραμερίσει το μίσος που προκλήθηκε από αυτήν την ψευδή κατηγορία, από το να τελέσει ο ίδιος εκείνες τις ιεροτελεστίες που υποχρεώθηκε να καταδικάσει ως άχρηστες˙ έτσι δε να δείξει ότι, από τη μία πλευρά, οι Ιουδαίοι δεν έπρεπε να εμποδίζονται από αυτές, σαν να ήσαν παράνομες, και από την άλλη, οι εθνικοί δεν έπρεπε να υποχρεούνται να τις τηρούν, σαν να ήσαν απαραίτητες. 10. Αν αληθινά τις κατεδίκασε με τον τρόπο που καταγγέλθηκε ότι έχει κάνει και ανέλαβε να εκτελέσει αυτές τις ιεροτελεστίες για να μπορέσει, με την προσποίηση, να αποκρύψει τα πραγματικά του αισθήματα, δεν θα του έλεγε ο Ιάκωβος: «καί γνῶσι πάντες ὅτι ὧν κατήχηνται περί σοῦ οὐδέν ἐστιν». Ειδικά βλέπουμε ότι στην ίδια τη σύνοδο των Ιεροσολύμων οι από- Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 107 στολοι ήδη είχαν αποφασίσει, κανείς να μη υποχρεώνει τους εθνικούς να ακολουθούν τους ιουδαϊκούς τύπους. Δεν είχαν αποφασίσει, όμως, περαιτέρω να μη εμποδίζουν τους Ιουδαίους να ζουν σύμφωνα με τα έθιμά τους, μολονότι και η χριστιανική διδασκαλία δεν επέβαλλε τέτοια υποχρέωση σε αυτούς. Μήπως μετά από την απόφαση των αποστόλων έγινε το περιστατικό στην Αντιόχεια, δηλαδή η υποκρισία του Πέτρου, διά της οποίας υποχρέωνε τα έθνη να ζουν σύμφωνα με τα έθιμα των Ιουδαίων που ο ίδιος δεν ήταν υποχρεωμένος να τηρεί, αν και είχε τη δυνατότητα να τηρεί τους ιουδαϊκούς τύπους για να δηλώσει την εκτίμηση στις εντολές του Θεού που παραδόθηκαν στους Ιουδαίους; Εάν έχουν έτσι τα πράγματα, ήταν παράδοξο που ο Παύλος τον προέτρεπε να διακηρύξει ελεύθερα εκείνην την απόφαση που μνημόνευσε ότι διατυπώθηκε στη σύνοδο της Ιερουσαλήμ μαζί με τους άλλους αποστόλους; 11. Εάν όμως, καθώς τείνω να πιστεύσω, ο Πέτρος το έκανε αυτό πριν από τη σύγκληση της αποστολικής συνόδου στην Ιερουσαλήμ, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση δεν ήταν παράδοξο που ο Παύλος δεν ήθελε να αποκρύψει ο Πέτρος από δειλία έναν κανόνα ζωής, για τον οποίο ήδη ήξερε ότι και οι δύο απόστολοι ήσαν του ιδίου πνεύματος, αλλά να τον διακηρύξει με παρρησία. Ο Παύλος, είτε ήταν γνώστης αυτού από συνομιλίες μαζί του σχετικά με το Ευαγγέλιο, που και οι δύο κήρυτταν, είτε άκουσε ότι, στην κλήση του εκατοντάρχου Κορνηλίου, ο Πέτρος από τον Θεό είχε καθοδηγηθεί γι’ αυτό το θέμα, είτε τον είδε να τρώγει μαζί με εθνικούς νεοφώτιστους, πριν έλθουν στην Αντιόχεια εκείνοι τους οποίους φοβήθηκε μήπως δυσαρεστήσει. Εμείς δεν αρνούμαστε ότι ο Πέτρος είχε την ίδια με τον Παύ- 108 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης λο γνώμη γι’ αυτό το ζήτημα. Συνεπώς, ο Παύλος δεν δίδασκε στον Πέτρο ποια ήταν η αλήθεια σχετικά με εκείνο το θέμα, αλλά ήλεγξε την υποκρισία του για κάτι που έκανε και που οι εθνικοί υποχρεωτικά έπρεπε να εκτελέσουν, όπως και οι Ιουδαίοι. Δεν είχε κανέναν άλλο λόγο. Ο σκοπός όλης αυτής της υποκρισίας του Πέτρου ήταν να εκφράσει και να ενισχύσει την εντύπωση ότι αυτοί δίδαξαν την αλήθεια που υποστήριζε: Οι πιστοί δεν ήταν δυνατό να σωθούν χωρίς την περιτομή και τους άλλους τύπους που ήσαν «σκιά τῶν μελλόντων» (Κολ 2, 17). 12. Γι’ αυτόν το λόγο, επίσης, ο Παύλος περιέτεμε τον Τιμόθεο, από φόβο μήπως οι Ιουδαίοι και ειδικά οι εκ μητρός συγγενείς του νομίσουν ότι οι εθνικοί, που είχαν πιστεύσει στον Χριστό, αποστράφηκαν την περιτομή, όπως αυτοί τη λατρεία των ειδώλων, επειδή το πρώτο ορίσθηκε από τον Θεό, ενώ το δεύτερο επινοήθηκε από το σατανά. Εξ άλλου δεν περιέτεμε τον Τίτο, μη τυχόν δώσει αφορμή σε εκείνους που είπαν ότι οι πιστοί δεν ήταν δυνατό να σωθούν χωρίς περιτομή και οι οποίοι, για να παραπλανήσουν τους εθνικούς, ανοικτά διεκήρυτταν ότι αυτή ήταν η άποψη που υποστήριζε ο Παύλος. Αυτό αρκετά σαφώς υποδηλώνει ο ίδιος, όταν λέγει: «Ἀλλ’ οὐδέ Τίτος ὁ σύν ἐμοί, Ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι, διά δέ τούς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τήν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἥν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσωνται, οἷς οὐδέ πρός ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ, ἵνα ἡ ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου διαμείνῃ πρός ὑμᾶς» (Γα 2, 3-5). Εδώ βλέπουμε σαφώς τι είχε καταλάβει πως επιζητούσαν, ώστε να μη ενεργήσει στην περίπτωση του Τίτου, όπως έκανε στην περίπτωση του Τιμοθέου, και να μπορέσει να το κάνει με την ελευθερία, με την οποία είχε δείξει Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 109 ότι αυτοί οι τύποι ούτε έπρεπε να επιβληθούν ως απαραίτητοι για τη σωτηρία, ούτε έπρεπε να καταδικασθούν ως μιαροί. 13. Λέγεις όμως ότι, όσον αφορά σε αυτό το ζήτημα, πρέπει να δυσπιστούμε στο φιλοσοφικό ισχυρισμό, ότι μερικές από τις πράξεις των ανθρώπων βρίσκονται σε μία περιοχή μεταξύ του ορθού και του λάθους και επομένως δεν πρέπει να θεωρούνται ούτε μεταξύ των καλών ούτε μεταξύ των κακών πράξεων. Υποστηρίζεις το επιχείρημά σου, ότι η τήρηση των τύπων του νόμου δεν μπορεί να είναι κάτι το αδιάφορο, αλλά είναι ή καλό ή κακό. Εάν διατείνομαι ότι είναι κάτι καλό, παραδέχομαι ότι και εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να τηρούμε αυτούς τους τύπους. Εάν ισχυρίζομαι ότι είναι κάτι κακό, αναγκάζομαι να πιστεύσω ότι οι απόστολοι τους τηρούσαν όχι ειλικρινά, αλλά με τρόπο υποκριτικό. Εγώ, από τη μεριά μου, δεν θα φοβόμουν τόσο πολύ το να υπερασπισθώ τους αποστόλους με το κύρος των φιλοσόφων, εφόσον αυτοί διδάσκουν την αλήθεια εν μέρει στις πραγματείες τους, όσο το να αναλάβω για χάρη τους το έργο των συνηγόρων στο δικαστήριο, που εξυπηρετούν μερικές φορές τα συμφέροντα των πελατών τους εις βάρος της αληθείας. Όπως αναφέρεις στην ερμηνεία σου της προς Γαλάτας επιστολής130, η μέθοδος αυτή των συνηγόρων μπορεί, κατά τη γνώμη σου, να ταιριάζει, σαν να έχει κοινά γνωρίσματα και να δικαιώνει την υποκρισία εκ μέρους του Πέτρου και του Παύλου. Γιατί, λοιπόν, να φοβηθώ τους φιλοσόφους, των οποίων τη διδασκαλία θεωρούμε άνευ αξίας, όχι επειδή κάθε τι που λέγουν είναι λάθος, αλλ’ επειδή στα περισσότερα έχουν λάθος και, όταν διαπιστώνουμε ότι όντως έχουν την αλήθεια, αυτό δεν σημαίνει ότι 130. Βλ. ΡL 26, 365 ΑΒ. 110 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης μετέχουν στη χάρι του Χριστού, ο οποίος είναι η Αλήθεια; 14. Αλλά γιατί να μη μπορώ να πω γι’ αυτούς τους θεσμούς της παλαιάς οικονομίας ότι δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί; Δεν είναι καλοί, εφόσον οι άνθρωποι δεν δικαιώνονται με αυτούς˙ έγιναν μόνον η σκιά που προφητεύει τη χάρι με την οποία δικαιωνόμαστε. Δεν είναι κακοί, εφόσον ορίσθηκαν από τον Θεό ως κατάλληλοι για την εποχή τους και τους ανθρώπους. Γιατί να μη μπορώ να το πω, όταν ενισχύομαι από το λόγο του προφήτου, ότι ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους του «προστάγματα οὐ καλά» (Ιζ 20, 25); Σε αυτό το λόγο βρίσκεται ίσως η αιτία που δεν τα ονομάζει «κακά», αλλά «οὐ καλά»˙ τ. έ. όχι τέτοια που να μπορούν με αυτά οι άνθρωποι να γίνουν καλοί, ούτε όμως χωρίς αυτά να μη μπορούν ενδεχομένως να γίνουν καλοί. Θα το θεωρούσα χάρη να μου γνωστοποιήσει η Εντιμότητά σου εάν κάποιος άγιος που έρχεται από την Ανατολή στη Ρώμη, θα ήταν ένοχος υποκρισίας, εάν νήστευε το Σάββατο εκτός από το Μέγα Σάββατο131. Αν πούμε ότι είναι λάθος να νηστεύουμε το Σάββατο, θα καταδικάσουμε όχι μόνο την εκκλησία της Ρώμης, αλλά και πολλές άλλες εκκλησίες, γειτονικές και μακρινές, στις οποίες η ίδια συνήθεια συνεχίζει να τηρείται. Εάν από την άλλη μεριά θεωρήσουμε λάθος το να μη νηστεύουμε το Σάββατο, πόσο μεγάλη είναι η τόλμη μας να επικρίνουμε τόσες πολλές εκκλησίες στην Ανατολή και κατ' επέκταση το μεγαλύτερο μέρος του χριστιανικού κό131. Στις αρχές του 3ου αι. στη Ρώμη προστέθηκε η νηστεία του Σαββάτου, ως ημέρας, κατά την οποία ο Χριστός παρέμενε στον τάφο. Επικράτησε δε στη Δύση, με επικύρωση του πάπα Ιννοκεντίου Α΄. Στην Ανατολή αυτή η νηστεία τηρούνταν μόνο στην Αλεξάνδρεια, η εκκλησία της οποίας διατηρούσε στενές σχέσεις με εκείνην της Ρώμης. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 111 σμου! Ή προτιμάς να λέγεις γι’ αυτήν την πράξη ότι είναι ασήμαντη καθ’ εαυτήν, αλλά αξιέπαινη για όποιον συμμορφώνεται με αυτήν, όχι ως υποκριτής, αλλά παρακινούμενος από μία ευπρεπή επιθυμία για αλληλεγγύη και σεβασμό προς τα αισθήματα των άλλων; Καμία εντολή, όμως, σχετικά με την πράξη αυτή δεν δίνεται στους Χριστιανούς στα κανονικά βιβλία. Συνεπώς, πόσο πιο απρόθυμος μπορώ να είμαι για να θεωρήσω κακή αυτήν την πράξη, για την οποία δεν είναι δυνατό να αρνηθώ ότι θεσπίσθηκε από τον Θεό! Δέχομαι αυτήν την πράξη, διότι έχω την ίδια πίστη, από την οποία γνωρίζω ότι δικαιώνομαι όχι μέσω αυτών των διατάξεων, αλλά διά της χάριτος που δόθηκε διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. 15. Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι η περιτομή και άλλα παρόμοια, που δόθηκαν με την Παλαιά Διαθήκη, δόθηκαν με θείο κύρος, ως σημεία των μελλόντων να εκπληρωθούν εν Χριστώ˙ ότι τώρα, που αυτά εκπληρώθηκαν, παρέμειναν μόνο για να τα διαβάζουν οι Χριστιανοί και να καταλαβαίνουν τις προφητείες που δόθηκαν προηγουμενως˙ όχι όμως για να εκτελούνται αναγκαστικά από αυτούς, σαν να περιμένουν ακόμη να έλθει η αποκάλυψη εκείνης της πίστεως, την οποία αυτοί οι τύποι προεικόνιζαν. Μολονότι, όμως, αυτοί οι τύποι δεν έπρεπε να επιβάλλονται στους εθνικούς, η συμμόρφωση με τους τύπους, στους οποίους οι Ιουδαίοι ήσαν συνηθισμένοι, δεν έπρεπε να απαγορεύεται με τέτοιο τρόπο, σαν να δίνεται η εντύπωση ότι ήσαν άξιοι αποστροφής και καταδίκης. Επομένως, αργά και βαθμιαία όλη η τήρηση αυτών των τύπων επρόκειτο να εξαλειφθεί διά της δυνάμεως του ισχυρού κη- 112 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης ρύγματος της αληθείας της χάριτος εν Χριστώ, στον Οποίο και μόνον οι πιστοί θα διδάσκονταν να αποδώσουν τη δικαίωσή τους και τη σωτηρία˙ όχι σε εκείνους τους τύπους και στις σκιές πραγμάτων που ήσαν ακόμη τότε μελλοντικά, αλλά τώρα ήλθαν και είναι παρόντα, όπως τον καιρό της κλήσεως των Ιουδαίων εκείνων, τους οποίους ο προσωπικός ερχομός του Κυρίου μας και οι αποστολικοί χρόνοι βρήκαν εθισμένους στην τήρηση αυτών των τυπικών διατάξεων. Η συγκαταβατική προς καιρόν συνέχιση της τηρήσεως αυτών των τύπων ήταν αρκετή για να δηλώσει την αξία τους ως πραγμάτων, τα οποία, αν και επρόκειτο να εγκαταλειφθούν, δεν ήσαν, όπως η λατρεία των ειδώλων, άξια αποστροφής. Δεν έπρεπε όμως να επιβληθούν σε άλλους, μη τυχόν θεωρηθούν απαραίτητα, είτε ως μέσα είτε ως προϋποθέσεις για τη σωτηρία. Αυτή ήταν η γνώμη εκείνων των αιρετικών, οι οποίοι, ενώ αγωνιούσαν να είναι και με τους Ιουδαίους και με τους Χριστιανούς, δεν μπορούσαν να είναι ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο. Συ, με πολλή αγάπη, καταδέχθηκες να επιστήσεις την προσοχή μου εναντίον αυτής της απόψεως, αν και ποτέ δεν την καλλιέργησα. Αυτή, επίσης, ήταν η άποψη, κατά την οποία, από φόβο, ο Πέτρος περιέπεσε στην υποκρισία, προκειμένου να κερδίσει τη συναίνεση, αν και στην πραγματικότητα δεν συμφωνούσε. Γι’ αυτόν το λόγο ο Παύλος έγραψε την πλήρη αλήθεια, ότι είδε τον Πέτρο να μη ορθοποδεί σύμφωνα με την αλήθεια του Ευαγγελίου και πολύ ειλικρινά είπε γι’ αυτόν ότι υποχρέωνε τους εθνικούς να ζουν όπως οι Ιουδαίοι. Ο Παύλος δεν επέβαλε αυτό το βάρος στους εθνικούς, επειδή ειλικρινά, όταν ήταν απαραίτητο, συμμορφωνόταν με αυτούς τους τύπους, με σκοπό να αποδείξει ότι Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 113 δεν επρόκειτο πλήρως να καταδικασθούν, όπως έπρεπε να καταδικασθεί η ειδωλολατρία. Παρ’ όλα αυτά, σταθερά κήρυττε ότι οι πιστοί αποκτούν τη σωτηρία με τη χάρι που αποκαλύφθηκε στην πίστη και όχι με αυτά τα πράγματα, φοβούμενος μήπως οδηγήσει κανένα στο να επιδοθεί σε αυτούς τους ιουδαϊκούς τύπους, ως αναγκαίους για τη σωτηρία. Τοιουτοτρόπως, λοιπόν, πιστεύω ότι ο απόστολος Παύλος τα έκανε όλα αυτά με τιμιότητα και χωρίς υποκρισία. Ακόμη και αν τώρα κανείς εγκατέλειπε τον Ιουδαϊσμό και γινόταν Χριστιανός, ούτε θα τον υποχρέωνα ούτε θα του επέτρεπα να μιμηθεί το παράδειγμα του Παύλου και να συνεχίσει την πιστή τήρηση των ιουδαϊκών τύπων. Συ, ο οποίος νομίζεις πως ο Παύλος υποκρίθηκε, όταν εκτέλεσε αυτούς τους τύπους, μάλλον θα υποχρέωνες ή θα επέτρεπες σε έναν τέτοιο άνθρωπο να διαπράξει τέτοιου είδους υποκρισία. 16. Να συνοψίσω, επίσης, «το υπό συζήτηση θέμα ή μάλλον τη γνώμη σου σχετικά με αυτό» (για να αναφέρω τη δική σου έκφραση); Νομίζω ότι είναι το εξής: Μετά από τη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού, οι Ιουδαίοι που πιστεύουν, ενεργούν σωστά εάν προσφέρουν θυσίες όπως ο Παύλος, εάν περιτέμνουν τα παιδιά τους, όπως ο Παύλος περιέτεμε τον Τιμόθεο, και εάν τηρούν το Σάββατο, όπως οι Ιουδαίοι έκαναν πάντοτε, υπό τον όρο μόνον ότι τα κάνουν όλα αυτά σαν υποκριτές και για να παραπλανήσουν. Εάν αυτή είναι η διδασκαλία σου, καταπίπτουμε αμέσως όχι μόνο στην αίρεση των Εβιωναίων ή εκείνων οι οποίοι κοινώς ονομάζονται “Ναζωραίοι” ή κάποιων άλλων γνωστών αιρετικών, αλλά σε μία νέα πλάνη, η οποία είναι πέρα για πέρα η πιο ολέθρια, διότι πηγάζει όχι από λάθος, αλλά από προμε- 114 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης λετημένη και εσκεμμένη προσπάθεια για παραπλάνηση. Προκειμένου να απαλλάξεις τον εαυτό σου από την ευθύνη καλλιεργείας τέτοιων απόψεων, απαντάς ότι οι απόστολοι έπρεπε να επαινεθούν για προσποίηση σε αυτές τις περιπτώσεις. Σκοπός τους, λέγεις, ήταν να αποφύγουν να πουν πως πταίουν πολλοί αδύναμοι Ιουδαίοι πιστοί, οι οποίοι ακόμη δεν κατενόησαν ότι αυτά τα πράγματα έπρεπε να απορριφθούν˙ όμως τώρα που η διδασκαλία της χάριτος του Χριστού σταθερά έχει εδραιωθεί απ’ άκρη σε άκρη μεταξύ τόσο πολλών εθνών και με την ανάγνωση του νόμου και των προφητών είναι πασίγνωστη σε όλες τις εκκλησίες του Χριστού, νομίζουν ότι αυτά δεν τα διαβάζουμε για να τα τηρήσουμε, αλλ’ απλώς για να τα διδαχθούμε. Οποιοσδήποτε θα σκόπευε να προσποιηθεί ότι συμμορφώνεται με αυτούς τους τύπους, θα θεωρούνταν παράφρων. Ποια ένσταση μπορεί να υπάρχει στον ισχυρισμό μου, ότι ο απόστολος Παύλος και άλλοι σωστοί και πιστοί Χριστιανοί ήσαν υποχρεωμένοι ειλικρινά να διακηρύξουν την αξία αυτών των παλαιών τύπων με το να τους τιμούν από καιρό σε καιρό; Και αυτό από φόβο μη τυχόν θεωρηθεί ότι αυτές τις διατάξεις, αρχικά πλήρεις προφητικής σημασίας, που τηρήθηκαν απαραβίαστα από τους πιο ευσεβείς προπάτορές τους, έπρεπε να τις αποστραφούν οι απόγονοί τους, ως μιαρές εφευρέσεις του διαβόλου; Τώρα που ήλθε η πίστη, η οποία προτυπώθηκε κατά το παρελθόν από αυτούς τους τύπους και αποκαλύφθηκε μετά από το θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου, αυτοί οι τύποι, όσον αφορά στην αποστολή τους, έχασαν τρόπον τινά την ζωή τους. Αλλ’ όπως ακριβώς είναι πρέπον τα σώματα των νεκρών να μεταφέρονται με τιμή στον τάφο από τους συγγενείς τους, έτσι Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 115 ταιριάζει και σε αυτούς τους τύπους να καταργηθούν με ένα τρόπο άξιο της προελεύσεως και της ιστορίας τους˙ και αυτό όχι με προσποιητό σεβασμό, αλλά ως ένα θρησκευτικό καθήκον, αντί να εγκαταλειφθούν αμέσως ή να απορριφθούν για να ξεσχισθούν σε κομμάτια από τις κατηγορίες των εχθρών τους, όπως τα σώματα των νεκρών ξεσχίζονται από τα δόντια των σκύλων. Ας αναγάγω το παράδειγμα περαιτέρω: Εάν τώρα ένας Χριστιανός, που μπορεί να έχει μεταστραφεί από τον Ιουδαϊσμό, έχει σκοπό να μιμηθεί τους αποστόλους στην τήρηση αυτών των τύπων, είναι όπως ένας ο οποίος ανακατεύει τη στάχτη των νεκρών˙ όμως αυτός δεν εκτελεί με ευλάβεια το καθήκον του στην κηδεία, αλλ’ ασεβώς βεβηλώνει το μνήμα. 17. Ομολογώ ότι στην ανάλυση που περιέχεται στην επιστολή μου, σχετικά με το νόημα και το λόγο, γιατί ό Παύλος επιχείρησε -αν και ήταν απόστολος Χριστού- να εκτελέσει ορισμένους τύπους, έλεγα ότι μπορούσε να δείχνει πως αυτοί οι τύποι δεν ήσαν καταστρεπτικοί για όσους επιθυμούσαν να συνεχίσουν αυτό που παρέλαβαν διά του νόμου από τους πατέρες τους. Εγώ δεν το ανέπτυξα με αρκετή σαφήνεια, προσθέτοντας ότι αυτή η περίπτωση ήταν μόνο για εκείνον τον καιρό, κατά τον οποίο η χάρι της πίστεως αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά. Εκείνην την εποχή δεν ήσαν επιβλαβείς. Οι τύποι αυτοί επρόκειτο να εγκαταλειφθούν από όλους τους Χριστιανούς, σταδιακά με το πέρασμα του χρόνου˙ όχι όλοι αμέσως, μη τυχόν, εάν γινόταν αυτό, οι άνθρωποι δεν διέκριναν τη διαφορά μεταξύ αυτού που ο Θεός διά του Μωυσέως καθόρισε στον παλαιό λαό του και των τύπων που το πονηρό πνεύμα δίδαξε τους ανθρώπους να εκτελούν στους ναούς των ειδωλολατρικών θεών. Παραδέχομαι, λοιπόν, ότι σε 116 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης αυτό το σημείο η αποδοκιμασία σου είναι δικαιολογημένη και η παράλειψή μου είναι άξια επιπλήξεως. Παρά ταύτα, πολύ πριν παραλάβω την επιστολή σου, όταν έγραψα μία πραγματεία εναντίον του Φαύστου, του Μανιχαίου132, δεν παρέλειψα να παρεμβάλω το χαρακτηριστικό χωρίο που έχω ακριβώς αναφέρει σε μία σύντομη εξήγηση της ιδίας περικοπής, όπως μπορείς να διαπιστώσεις, αν ευγενώς καταδεχόσουν να διαβάσεις εκείνην την πραγματεία. Μπορείς να ικανοποιηθείς, με έναν άλλο τρόπο που σου αρέσει, από τον κομιστή αυτής της επιστολής και να πιστεύσεις ότι προ πολλού το είχα διατυπώσει. Και τώρα, σαν να ομιλώ ενώπιον του Θεού, σε ικετεύω, με το δικαίωμα της αγάπης, να με πιστεύσεις, όταν με όλη μου την καρδιά λέγω ότι ποτέ δεν είχα τη γνώμη πως στην εποχή μας οι Ιουδαίοι, που έγιναν Χριστιανοί, ήσαν είτε υποχρεωμένοι είτε ελεύθεροι να τηρούν οπωσδήποτε τους τύπους του παλαιού νόμου, ορμώμενοι από οποιοδήποτε κίνητρο. Βεβαίως, σχετικά με τον απόστολο Παύλο, πάντοτε, από την ώρα που ήλθα σε επαφή με τα έργα του, υποστήριζα τη γνώμη που εσύ αμφισβητείς. Αυτά τα δύο πράγματα δεν μπορούν να σου φανούν αταίριαστα, διότι εσύ δεν πιστεύεις ότι είναι καθήκον του καθενός στην εποχή μας να προσποιείται συμμόρφωση με αυτούς τους ιουδαϊκούς τύπους, αν και έχεις τη γνώμη ότι οι απόστολοι έκαναν κάτι τέτοιο. 132. Πρόκειται για το έργο του αγίου Αυγουστίνου Contra Faustum Manichaeum, σε τριάντα τρία βιβλία (397-400), όπου ο άγιός μας αντικρούει τις κατηγορίες των Μανιχαίων για “αντιφάσεις” στην αγία Γραφή, ιδιαίτερα του Φαύστου, ο οποίος ήταν εξέχον στέλεχος της αιρέσεως. Βλ. ΡL 42, 207-518, ιδιαίτερα PL 42, 218, 228, 231, 305, 351, 502-503. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 117 18. Συνεπώς, εσύ ισχυρίζεσαι αντίθετα με εμένα. Αναφέρω τις δικές σου λέξεις: «Aν και o κόσμος επρόκειτο να διαμαρτυρηθεί εναντίον αυτού, άφοβα διακηρύττεις ότι οι ιουδαϊκοί τύποι είναι για τους Χριστιανούς και επιζήμιοι και θανατηφόροι, και οποιοσδήποτε τους τηρεί, είτε ήταν πρώτα Ιουδαίος είτε εθνικός, βαδίζει προς την κόλαση του αιωνίου πυρός»133. Εγώ επιδοκιμάζω πλήρως αυτήν τη θέση και προσθέτω: «Οποιοσδήποτε τηρεί αυτούς τους τύπους, είτε ήταν πρώτα Ιουδαίος είτε εθνικός, βαδίζει προς την κόλαση του αιωνίου πυρός, όχι μόνον εάν τους τηρεί ειλικρινά, αλλά και αν τους τηρεί υποκριτικά». Τι περισσότερο ζητείς; Αλλ’ όπως εσύ κάνεις διάκριση ανάμεσα στην υποκρισία που υποστήριξες ότι διέπραξαν οι απόστολοι, προβαίνοντας σε κατάλληλο χειρισμό του παρόντος ζητήματος, το ίδιο κάνω και εγώ μεταξύ της μεθόδου που ο Παύλος, όπως νομίζω, ειλικρινά ακολούθησε σε όλα αυτά τα παραδείγματα τότε και του τρόπου τηρήσεως αυτών των ιουδαϊκών τύπων στις ημέρες μας, μολονότι έγινε, όπως στην περίπτωσή του, χωρίς καμία υποκρισία. Τότε μεν έπρεπε να επιδοκιμασθούν, ενώ τώρα πρέπει να τους αποστραφούμε. Βεβαίως διαβάζουμε ότι «ὁ νόμος καί οἱ προφῆται ἕως Ἰωάννου» (Λκ 16, 16 )˙ ότι «διά τοῦτο μᾶλλον ἐζήτουν αὐτόν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τό σάββατον, ἀλλά καί πατέρα ἴδιον ἔλεγε τόν Θεόν, ἴσον ἑαυτόν ποιῶν τῷ Θεῷ» (Ιω 5, 18)˙ ότι «ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν χάριν ἀντί χάριτος»˙ ότι «ὁ νόμος διά Μωυσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ιω 1, 16-17)˙ και ότι διά του Ιερεμίου υποσχέθηκε ο 133. Πρβλ. 112, 14 επιστολή του Ιερωνύμου. 118 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Θεός πως θα συνάψει νέα διαθήκη με τον οίκο του Ιούδα, όχι σύμφωνα με τη διαθήκη που συνήψε με τους πατέρες τους (Ιε 38 [31], 31-32). Παρά ταύτα δεν νομίζω ότι η περιτομή του Κυρίου μας ήταν μία πράξη υποκρισίας. Εάν κανείς αντιτάξει το επιχείρημα ότι δεν την απαγόρευσε επειδή ήταν βρέφος, φρονώ ότι δεν είχε σκοπό να παραπλανήσει, όταν έλεγε στο λεπρό: «Προσένεγκε περί τοῦ καθαρισμοῦ σου ἅ προσέταξε Μωυσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς» (Μρ 1, 44˙ Λευιτ 14, 2-32), προσθέτοντας έτσι τη δική του εντολή στο κύρος του μωσαϊκού νόμου σχετικά με εκείνην την τυπική συνήθεια. Ούτε υπήρχε υποκρισία όταν ανέβηκε στην εορτή (Ιω 7, 10), καθόσον δεν επιθυμούσε να τον δουν. Ανέβηκε όχι φανερά, αλλά κρυφά. 19. Όμως μπορούν να αναφερθούν εναντίον μου τα λόγια του ιδίου του αποστόλου: «Ἴδε ἐγώ Παῦλος λέγω ὑμῖν ὅτι ἐάν περιτέμνησθε, Χριστός ὑμᾶς οὐδέν ὠφελήσει» (Γα 5, 2). Έπεται από αυτό ότι εξαπάτησε τον Τιμόθεο και ο Χριστός δεν τον ωφέλησε καθόλου. Εγγυάσαι ότι αυτή η περιτομή δεν έβλαψε τον Τιμόθεο, εφόσον έγινε με σκοπό να εξαπατήσει; Απαντώ ότι ο απόστολος δεν έκανε τέτοια εξαίρεση. Δεν λέγει: “Ἐάν περιτέμνεσθε χωρίς υποκρισία”, ούτε “εάν περιτέμνεσθε με υποκρισία”. Λέγει ανεπιφύλακτα: «Ἐάν περιτέμνησθε, Χριστός ὑμᾶς οὐδέν ὠφελήσει». Όπως, λοιπόν, εσύ επιμένεις να βρεις αφορμή για την ερμηνεία σου, με σκοπό να ενισχύσεις τα λόγια σου «εκτός εάν έγινε ως μία πράξη υποκρισίας», δεν σου ζητώ κάτι παράλογο, όταν σε παρακαλώ να μου επιτρέψεις να εκλάβω τα λόγια «ἐάν περιτέμνησθε», ότι σε αυτήν την περικοπή απευθύνεται σε όσους απαιτούσαν να περιτέμνονται, για τον ίδιο λόγο που θεωρούσαν απίθανο να σωθούν Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 119 αυτοί από τον Χριστό δι’ άλλου τρόπου. Οποιονδήποτε τότε περιτέμνονταν εξ αιτίας αυτής της πεποιθήσεως και επιθυμίας και με αυτόν το σκοπό, ο Χριστός βεβαίως δεν τον ωφελούσε καθόλου, όπως ο απόστολος κάπου αλλού σαφώς βεβαιώνει: «Εἰ γάρ διά νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστός δωρεάν ἀπέθανε» (Γα 2, 21). Το ίδιο βεβαιώνεται στα λόγια που έχεις αναφέρει: «Κατηργήθητε ἀπό τοῦ Χριστοῦ οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε» (Γα 5, 4). Συνεπώς η επίπληξή του απευθύνεται σε εκείνους οι οποίοι πίστευσαν ότι έπρεπε να δικαιωθούν από το νόμο˙ όχι σε εκείνους που, γνωρίζοντας καλά το σκοπό για τον οποίο θεσπίσθηκαν οι νομικοί τύποι, ως προάγγελοι της αληθείας, καθώς και το χρόνο για τον οποίο προορίσθηκαν να ισχύουν, τους τήρησαν για να τιμήσουν Αυτόν ο οποίος τους καθόρισε αρχικά. Γι’ αυτόν το λόγο λέγει κάπου αλλού: «Εἰ δέ Πνεύματι ἄγεσθε, οὐκ ἐστέ ὑπό νόμον» (Γα 5, 18)˙ μία περικοπή από την οποία συμπεραίνεις ότι προφανώς όποιος υποτάσσεται στο νόμο, όχι κατ’ οικονομία -όπως νομίζεις ότι πρέσβευαν οι προγενέστεροί μας- αυτός όντως δεν έχει Πνεύμα άγιον, όπως ακριβώς το εκλαμβάνω εγώ. 20. Μου φαίνεται σπουδαίο να εξακριβώσω σαφώς ποια είναι εκείνη η υποταγή στο νόμο, την οποία ο απόστολος εδώ καταδικάζει. Δεν νομίζω ότι o απόστολος κάνει λόγο μόνο για την περιτομή ή για τις θυσίες που τότε προσφέρονταν, αλλά τώρα δεν προσφέρονται από τους Χριστιανούς, ή για άλλους τύπους της ιδίας φύσεως. Μάλλον έχω τη γνώμη ότι συμπεριλαμβάνει ακόμη και εκείνην την εντολή του νόμου «οὐκ ἐπιθυμήσεις» (΄Εξ 20,17˙ Δε 5, 21˙ Ρω 7, 7. 13, 9), στην οποία ομολογούμε ότι οι Χριστιανοί αναντιρρήτως πρέπει να υπακούομε και την οποία βρίσκουμε να δια- 120 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης κηρύττει πληρέστατα και να διαφωτίζει το Ευαγγέλιο. «Ὁ νόμος», λέγει, «ἅγιος καί ἡ ἐντολή ἁγία καί δικαία»˙ και έπειτα προσθέτει: «Τό οὖν ἀγαθόν ἐμοί γέγονε θάνατος; μή γένοιτο. Ἀλλά ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτία, διά τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον, ἵνα γένηται καθ' ὑπερβολήν ἁμαρτωλός ἡ ἁμαρτία διά τῆς ἐντολῆς» (Ρω 7,12-13). Όπως εδώ λέγει «ἵνα γένηται καθ' ὑπερβολήν ἁμαρτωλός ἡ ἁμαρτία διά τῆς ἐντολῆς», έτσι και κάπου αλλού: «Νόμος δέ παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τό παράπτωμα. Οὗ δέ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρω 5, 20). Πάλι σε άλλο χωρίο, όταν κάνει λόγο για τη δωρεά της χάριτος, αφού διαβεβαίωσε ότι η χάρι μόνη της δικαιώνει τον άνθρωπο, ρωτά: «Τί οὖν ὁ νόμος;» και απαντά αμέσως: «Τῶν παραβάσεων χάριν προσετέθη, ἄχρις οὗ ἔλθῃ τό σπέρμα ᾧ ἐπήγγελται» (Γα 3,19). Αυτοί, λοιπόν, των οποίων την υποταγή στο νόμο διακηρύττει εδώ ο απόστολος ως αιτία της καταδίκης τους, είναι εκείνοι που ο νόμος τους καθιστά ενόχους, διότι δεν εκπλήρωσαν τις απαιτήσεις του και οι οποίοι, μη κατανοώντας την αποτελεσματικότητα της χάριτος, βασίζονται με μία αυτάρεσκη αλαζονεία στη δική τους δύναμη, για να μπορέσουν να τηρήσουν το νόμο του Θεού. «Πλήρωμα νόμου ἡ ἀγάπη» (Ρω 13, 10). Τώρα «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν», όχι διά της δικής μας δυνάμεως, αλλά «διά Πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν» (Ρω 5, 5). Όμως, μία ικανοποιητική εξέταση αυτού του θέματος θα απαιτούσε πολύ μεγάλη ανάπτυξη, εάν όχι ένα ξεχωριστό τόμο. Εάν, λοιπόν, η εντολή του νόμου «οὐκ ἐπιθυμήσεις» κρατεί υπό την εξουσία της ως ένοχο εκείνον, του οποίου η ανθρώπινη αδυναμία δεν συνεργάζεται με τη χάρι του Θεού, και, αντί να Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 121 αθωώσει τον αμαρτωλό, τον καταδικάζει ως παραβάτη, εκείνες οι διατάξεις που ήσαν μόνο τυπικές -η περιτομή και τα υπόλοιπα που ήσαν προορισμένα να καταργηθούν, όταν η αποκάλυψη της χάριτος έγινε ευρύτερα γνωστή- πόσο πιο αδύνατο ήταν να αποτελούν το μέσο για τη δικαίωση του κάθε ανθρώπου! Παρά ταύτα, δεν έπρεπε, με βάση αυτό, από το πρώτο ξεκίνημα της αποκαλύψεως της χάριτος που προτυπώθηκε με αυτές τις σκιές, να αποφεύγονται αμέσως με απέχθεια, όπως οι διαβολικές ασεβείς πράξεις της ειδωλολατρίας˙ αλλ’ έπρεπε για ένα μικρό διάστημα να είναι επιτρεπτές, ειδικά μεταξύ εκείνων που προσχώρησαν στην Εκκλησία από το εβραϊκό έθνος, στο οποίο δόθηκαν αυτές οι διατάξεις. Όταν όμως αυτές -όπως και συνέβη- τάφηκαν με τιμές, από τότε και στο εξής έπρεπε οριστικά να εγκαταλειφθούν από όλους τους Χριστιανούς. 21. Τώρα, κάτι σχετικά με τις λέξεις που χρησιμοποιείς: «΄Οχι κατ’ οἰκονομία, όπως πρέσβευαν οι προγενέστεροί μας»134. Σε παρακαλώ να μου δώσεις να καταλάβω τι σημαίνουν αυτά. Βεβαίως τίποτε άλλο, παρά μόνο εκείνο το οποίο ονομάζω «πρέπον ψέμα», το δικαίωμα, δηλαδή, που δίνεται από κάποια σκοπιμότητα, η οποία γίνεται ισάξια με τη φωνή του καθήκοντος, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ένα ψέμα με ευσεβή σκοπό. Επί τέλους δεν μπορώ να δω καμία άλλη εξήγηση, εκτός εάν, φυσικά, η απλή προσθήκη των λέξεων «επετράπη από σκοπιμότητα» είναι αρκετή για να κάνει ένα ψέμα να παύσει να είναι ψέμα˙ και αν αυτό είναι παράλογο, γιατί δεν λέγεις ανοικτά ότι ένα 134. Πρβλ. 112, 14 επιστολή του Ιερωνύμου. 122 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης ψέμα που ειπώθηκε, όπως ταίριαζε, πρέπει να διαφυλάσσεται; Ίσως το όνομα να σε προσβάλλει, διότι η λέξη «πρέπον» δεν είναι συνηθισμένη σε εκκλησιαστικά βιβλία. Όμως αυτό δεν εμπόδισε τον δικό μας Αμβρόσιο να τη χρησιμοποιήσει, διότι επέλεξε τον τίτλο De officiis135, για μερικά βιβλία που είναι γεμάτα με χρήσιμους κανόνες. Έχεις τη γνώμη ότι οποιοσδήποτε χρησιμοποιεί ένα πρέπον ψέμα πρέπει να κατηγορείται, ενώ οποιοσδήποτε κάνει το ίδιο κατ’ οικονομία πρέπει να επαινείται; Σε παρακαλώ, σκέψου ότι ο άνθρωπος που το πιστεύει αυτό, μπορεί να λέγει ψέματα οποτεδήποτε νομίζει ότι ταιριάζει, διότι αυτό περιπλέκει το σπουδαιότατο ερώτημα, κατά πόσον να λέγω ότι αυτό που είναι ψέμα, είναι κάθε φορά το καθήκον ενός καλού ανθρώπου, ειδικά ενός Χριστιανού. Ο Κύριος μάς είπε: «Ἤτω δέ ὑμῶν τό ναί, ναί καί τό οὔ, οὔ, ἵνα μή εἰς ὑπόκρισιν πέσητε» (Ιακ 5,12˙ Μθ 5, 37). Πιστεύουμε δε στον ψαλμικό λόγο: «Ἀπολεῖς πάντας τούς λαλοῦντας τό ψεῦδος» (Ψα 5, 7). 22. Αυτό όμως, όπως έχω πει, είναι ένα άλλο σπουδαίο ερώτημα. Αφήνω όποιον έχει αυτήν τη γνώμη να κρίνει μόνος του τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι ελεύθερος να χρησιμοποιεί ένα ψέμα˙ υπό τον όρο όμως ότι με μεγάλη βεβαιότητα θεωρείται 135. Πρόκειται για έργο του αγίου Αμβροσίου, αποτελούμενο από τρία βιβλία. Ο πλήρης τίτλος του έργου είναι De officiis ministrorum ,“Περί των καθηκόντων των διακόνων”. Απαντά στην ΡL 16, 23-184. Αποτελεί «ένα είδος περίτεχνης διασκευής» του έργου του Κικέρωνα De officiis, χρησίμευσε δε ως «οδηγός» για τους «νεαρούς ιερείς της επισκοπής του». Βλ. H. J. Rose, (1980), Ιστορία της λατινικής λογοτεχνίας, τ. 2, μτφ. Κ. Γρόλλιος, σ. 205, ΜΙΕΤ: Αθήνα. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 123 και υποστηρίζεται πως αυτός ο τρόπος του ψεύδους απουσιάζει τελείως από τους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τη συγγραφή των ιερών κειμένων, ειδικά των βιβλίων του Κανόνος. Μήπως λοιπόν εκείνοι, οι οποίοι είναι οικονόμοι Χριστού που είπε «ὅ δέ λοιπόν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις, ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ» (Α' Κο 4, 2), θα φανούν ότι απέδειξαν την πιστότητά τους μαθαίνοντας σαν ένα μάθημα αξιόλογο το να λέγουν αυτό που είναι ψευδές, όταν είναι σκόπιμο χάριν της αληθείας; Αν και η ίδια η λέξη “πιστότης” στη λατινική γλώσσα λέγεται για να δηλώσει αρχικά την πραγματική συμφωνία ανάμεσα σε αυτό που λέγεται και σε αυτό που γίνεται136. Τώρα εκεί όπου ο λόγος γίνεται πράξη, δεν υπάρχουν ασφαλώς καθόλου περιθώρια για ψέμα. Γι’ αυτό ο Παύλος, ως «πιστός οικονόμος», αναμφίβολα πρέπει να θεωρηθεί ότι απέδειξε την πιστότητά του στα έργα του, διότι υπήρξε πιστός οικονόμος της αληθείας και όχι του ψεύδους. Συνεπώς έγραψε την αλήθεια, όταν έγραφε ότι είδε τον Πέτρο να μη ορθοποδεί σύμφωνα με την αλήθεια του Ευαγγελίου και ότι «ἀντέστη αὐτῷ κατά πρόσωπον», διότι ανάγκαζε τους εθνικούς να ζουν όπως οι Ιουδαίοι. Ο Πέτρος δέχθηκε, με αγία και πλήρη αγάπης ταπείνωση που του άρμοζε, την επίπληξη την οποία έκανε ο Παύλος, για το συμφέρον της αληθείας και με το θάρρος που του έδινε η αγάπη. Ο Πέτρος άφησε παράδειγμα για τους μεταγενέστερους, ώστε, εάν κάποια φορά παρεκκλίνουν από τη σωστή πορεία, να μη το θεωρήσουν υποτιμητικό να δεχθούν τη διόρθωση από νεότερούς τους˙ ένα παράδειγμα πιο εξαιρετικό, που πρέπει να εκτιμήσουμε περισσότερο από εκείνο το οποίο μας 136. Η λ. “πίστις, πιστότης” στα λατινικά είναι “fides”, που κατά τον άγιο Πατέρα μας έχει σχέση με το ρ. “fit”, “γίνεται”. Πρβλ. Cicero, De officiis 1, 7, 23. 124 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης άφησε η συμπεριφορά του Παύλου στην ίδια περίπτωση137. ΄Ετσι οι νεότεροι θα έχουν το θάρρος ακόμη και να ανθίστανται έναντι των μεγαλυτέρων τους, εάν το απαιτεί η προάσπιση της αληθείας του Ευαγγελίου, αλλά με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρήσουν αρραγή την αδελφική αγάπη. Βεβαίως είναι καλύτερο για κάποιον να κατορθώσει να τηρήσει πλήρως τη σωστή πορεία. Είναι όμως πολύ πιο άξιο θαυμασμού και επαίνου, να δεχθεί μία επίπληξη με πραότητα, παρά να ελέγξει ένα παραβάτη με τόλμη. Σε αυτήν την περίπτωση, συνεπώς, ο Παύλος πρέπει να επαινεθεί για αμερόληπτο θάρρος και ο Πέτρος για αγία ταπείνωση. Και όσο μου επιτρέπει η κρίση μου να σχηματίσω μία γνώμη, αυτό μάλλον έπρεπε να υποστηριχθεί στην απάντηση προς τις κατηγορίες του Πορφυρίου, παρά να του δίνεται επί πλέον και ευκαιρία να βρίσκει ψεύδη, για να μπορεί να παρουσιάζει εναντίον των Χριστιανών αυτήν την τόσο πολύ επιβλαβή κατηγορία: ότι οι απόστολοι, είτε γράφοντας τις επιστολές τους είτε συμμορφούμενοι με τις διατάξεις του Θεού, χρησιμοποίησαν απάτη138. 137. Επίσης, στο Υπόμνημά του στην προς Γαλάτας επιστολή, ο άγιος Αυγουστίνος εξάγει τα εξής -ούτως ειπείν- μαθήματα χριστιανικής συμπεριφοράς από το επεισόδιο στην Αντιόχεια: Ο απόστολος Παύλος διόρθωσε τον απόστολο Πέτρο, αλλ’ ο Πέτρος έπραξε το δυσκολότερο, διότι διορθώθηκε δημόσια, άκουσε τον Παύλο και παραδέχθηκε το σφάλμα του. Επιπλέον η ταπείνωση του Πέτρου παρέσχε ένα πρότυπο συμπεριφοράς στους Χριστιανούς. Βλ. PL 35, 2114. 138. O εθνικός Πορφύριος υπήρξε δεινός πολέμιος του Χριστιανισμού. Στο έργο του Κατά Χριστιανών λόγοι πεντεκαίδεκα, το oποίο συνέγραψε περί το 270 μ. Χ. με την ευρυμάθεια, την οξύνοια και την επιδεξιότητα που τον διέκρινε, ασχολήθηκε με τις διαφορές των ευαγγελικών αφηγήσεων. Το έργο αυτό Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 125 23. Ζητείς από εμένα να παρουσιάσω το όνομα ενός ακόμη, του οποίου τη γνώμη ακολούθησα σε αυτό το θέμα. Συ έχεις αναφέρει τα ονόματα πολλών, οι οποίοι πριν από σένα υποστήριξαν τη γνώμη που υπερασπίζεσαι. Λέγεις, επίσης, ότι, εάν σε βεβαιώσω για την πλάνη της, ζητείς να σου επιτραπεί να παραμείνεις στην πλάνη μαζί με τόσο σπουδαίους άνδρες. Εγώ δεν διάβασα τα έργα τους, αλλά, μολονότι είναι μόνο έξι ή επτά συνολικά, συ ο ίδιος προσβάλλεις το κύρος των τεσσάρων από αυτούς. Σχετικά με τον συγγραφέα από τη Λαοδίκεια139, του οποίου το όνομα δεν δίνεις, λέγεις ότι τελευταία έχει εγκαταλείψει την Εκκλησία. Τον Αλέξανδρο χαρακτηρίζεις ως παλαιό αιρετικό. Όσο για τον Ωριγένη και τον Δίδυμο140, διαβάζω σε μερικά από τα πιο πρόσφατα έργα σου επικρίσεις των απόψεών τους και αυτές με λόγια καθόλου μετριοπαθή, ούτε σε σχέση με ερωτήματα ασήμαντα, αν και στο παρελθόν επαινούσες και θαύμαζες τον Ωριγένη141. αποτελούσε πραγματικό «οπλοστάσιο» για τους εθνικούς. Ο Αυγουστίνος τον χαρακτηρίζει «πανούργο και άσπονδο εχθρό των Χριστιανών». Βλ. De Civitate Dei, 19, 23˙ ΡL 41, 652. Πρβλ. Sermo 241, 7, 7˙ PL 38, 1137. Ο Ευσέβιος Καισαρείας τον αποκαλεί «πάντων δυσμενέστατον καί πολεμιώτατον». Βλ. Προπαρασκευή ευαγγελική, 10, 9˙ ΡG 21, 808Α. O Eπιφάνιος Κωνσταντίας τον κατατάσσει πρώτο μεταξύ των Ελλήνων φιλοσόφων που κατηγορούσαν για αντιφάσεις τους ευαγγελιστές. Βλ. Πανάριος 51, 8˙ PG 41, 901B. 139. Υπονοεί τον Απολινάριο Λαοδικείας. 140. Είναι ο Δίδυμος ο τυφλός. 141. O Αυγουστίνος ήλθε σε επαφή με τα έργα του Ωριγένη μέσω της λατινικής μεταφράσεώς τους από τον Ιερώνυμο. Κατά τον Μ. von Albrecht, «χωρίς την εκδοτική και ερμηνευτική δραστηριότητα του Ωριγένη δεν θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί το συγγραφικό έργο του Ιερωνύμου». Βλ. M. von Albrecht, ό.π., σ. 1897. 126 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Υποθέτω, συνεπώς, ότι ακόμη και συ ο ίδιος δεν θα ανεχόσουν να μείνεις στην πλάνη μαζί με αυτούς τους συγγραφείς˙ αν και αυτό λέγεται παρομοίως, σαν να μη είχαν πλανηθεί σε αυτό το θέμα. Ποιος είναι αυτός που θα δεχόταν να σφάλλει εν γνώσει του, μαζί με οποιαδήποτε ομάδα, με την οποία μπορούσε να συμμερισθεί τις πλάνες της; Επομένως απομένουν μόνο τρεις από τους επτά: Ο Ευσέβιος Εμέσης, ο Θεόδωρος Ηρακλείας και ο Ιωάννης, τον οποίο αναφέρεις λίγο μετά και ο οποίος πρόσφατα ποίμαινε ως επίσκοπος την εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. 24. Όμως, εάν ζητείς να μάθεις ή ενθυμείσαι τη γνώμη του δικού μας Αμβροσίου142, καθώς και του Κυπριανού143, επί του προβλήματος, ίσως θα βρεις ότι και εγώ ακολουθώ κάποιου τα ίχνη στη γνώμη που έχω υποστηρίξει. Συγχρόνως, όπως ήδη έχω πει, μόνο στα κανονικά βιβλία είμαι υποχρεωμένος να αποδίδω τέτοια απόλυτη υποταγή, ώστε να ακολουθώ τη διδασκαλία τους, χωρίς να προσθέτω την παραμικρή υποψία ότι ήταν δυνατό να εμφιλοχωρήσει σε αυτά ένα λάθος ή μία αναφορά που αποσκοπούσε στην απάτη. Γι’ αυτό, όταν αναζητώ πάλι ένα τρίτο όνομα -διότι μπορώ να αντιτάξω τρεις από την πλευρά μου έναντι των 142. Βλ. Αμβροσίου, Υπόμνημα στην προς Γαλάτας επιστολή˙ PL 17, 349D-350, όπου τονίζεται ότι οι απόστολοι διαφώνησαν «όχι για ίδιον λόγο, αλλά για τη μέριμνα της Εκκλησίας» και ότι «γι’ αυτό επιπλήττει μόνο τον Πέτρο, ώστε δι’ αυτού, ο οποίος ήταν πρώτος, να μάθουν οι υπόλοιποι». 143. Βλ. Κυπριανού, επιστολή 71, 3˙ PL 4, 410BC, όπου λέγει ότι ο απόστολος Πέτρος δέχθηκε τη «συμβουλή της αληθείας» και εύκολα συμφώνησε με την πρέπουσα μέθοδο που μετέρχονταν ο απόστολος Παύλος, «παρέχοντας σε εμάς παράδειγμα ομονοίας και υπομονής». Είναι καλό «να θεωρούμε δικά μας», εάν «είναι αληθή και πρέποντα» αυτά που λέγουν οι αδελφοί και συνεργοί μας. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 127 τριών δικών σου- εύκολα θα μπορούσα πράγματι να βρω έναν, πιστεύω, εάν ήθελα να επεκτείνω τη μελέτη μου. Έρχεται όμως στο νου μου ένας, του οποίου το όνομα είναι τόσο σπουδαίο, όσο και των άλλων, ή μάλλον μεγαλυτέρου κύρους -εννοώ τον ίδιο τον απόστολο Παύλο. Προς αυτόν εγώ τώρα αποτείνομαι, σε αυτόν προσφεύγω παραμερίζοντας την κρίση όλων εκείνων των ερμηνευτών των έργων του, οι οποίοι προβάλλουν μία γνώμη διαφορετική από τη δική μου. Τον ερωτώ και ζητώ από τον ίδιο να μάθω κατά πόσο αυτό που έγραψε ήταν αληθές ή το έγραψε υπό το πρόσχημα σκοπιμότητος, εν γνώσει του ότι ήταν ψευδές˙όταν δηλαδή έγραψε ότι είδε τον Πέτρο να μη ορθοποδεί σύμφωνα με την αλήθεια του Ευαγγελίου και «ἀντέστη αὐτῷ κατά πρόσωπον», διότι με την υποκρισία του ανάγκαζε τους εθνικούς να ζουν σύμφωνα με τα έθιμα των Ιουδαίων. Τον ακούω να απαντά και να διακηρύττει με επίσημο όρκο πρωτύτερα στην αρχή της επιστολής του: «Ἅ δέ γράφω ὑμῖν, ἰδού ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι οὐ ψεύδομαι» (Γα 1, 20). 25. Ας μου επιτρέψουν αυτοί που πιστεύουν κάτι άλλο να διαφοροποιηθώ από αυτούς, παρ’ όλο το μεγάλο τους όνομα. Η μαρτυρία που δίνει ένας τόσο μεγάλος απόστολος, ένας όρκος ως διαβεβαίωση της αληθείας των λόγων του, είναι για εμένα μεγαλύτερης αξίας από τη γνώμη ενός ανθρώπου, ακόμη και πολύ πεπαιδευμένου, ο οποίος ερευνά τα έργα ενός άλλου. Ούτε φοβούμαι μήπως κάποιοι άνθρωποι θα πουν ότι υπερασπίζομαι έτσι τον Παύλο, επειδή δεν προσποιήθηκε συμμόρφωση με την πλάνη των Ιουδαίων, αλλά πραγματικά ήταν στην πλάνη. Αφ’ ενός μεν, δεν ήταν ένοχος προσποιητής συμμορφώσεως στην πλάνη, επειδή, με το δικαίωμα ενός αποστόλου, τόσο κα- 128 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης ταλλήλου για εκείνη τη μεταβατική περίοδο, εκτέλεσε εκείνες τις παλαιές ιερές διατάξεις, όταν ήταν απαραίτητο να διακηρύξει την αρχική τους υπεροχή ως καθορισμένων όχι από τα τεχνάσματα του σατανά για να εξαπατούν τους ανθρώπους, αλλά από τη σοφία του Θεού για να προτυπώσουν τα μέλλοντα. Αφ’ ετέρου δε, δεν ήταν ένοχος πραγματικής συμμορφώσεως με τις πλάνες του Ιουδαϊσμού, διότι βλέπουμε ότι όχι μόνο γνώριζε, αλλά και κήρυττε σταθερά και αποφασιστικά πως ήταν στην πλάνη εκείνοι, οι οποίοι πίστευαν ότι αυτοί οι τύποι έπρεπε να επιβληθούν στους εθνικούς προσηλύτους ή ήσαν αναγκαίοι για τη δικαίωση ενός που είχε πιστεύσει. 26. Επί πλέον, σχετικά με αυτό που είπα, ότι στους Ιουδαίους έγινε ως Ιουδαίος και στους εθνικούς ως εθνικός, όχι με την πονηρία μιας εσκεμμένης απάτης, αλλά με τη συμπόνια σπλαγχνικής αγάπης, μου φαίνεται ότι δεν το πρόσεξες επαρκώς, ή μάλλον δεν κατόρθωσα εγώ να το καταστήσω σαφές. Δεν εννοώ με αυτό ότι θεωρώ πως ο Παύλος στην κάθε μία από τις δύο περιπτώσεις συμμορφώθηκε υποκριτικά˙ αλλά το είπα αυτό επειδή η συμμόρφωσή του ήταν ειλικρινής, καθόλου λιγότερο ειλικρινής απ’ ό,τι όταν έγινε στους Ιουδαίους ως Ιουδαίος, στους εθνικούς ως εθνικός -κάτι ανάλογο με αυτό που πρότεινες συ ο ίδιος και εξ αιτίας του οποίου με ευγνωμοσύνη ομολογώ ότι ουσιαστικά έχεις ενισχύσει το επιχείρημά μου. Στην επιστολή σού ζήτησα να μου εξηγήσεις πώς είναι δυνατό να πιστεύσουμε ότι ο Παύλος έγινε στους Ιουδαίους ως Ιουδαίος και επομένως πρέπει να συμπεριφέρθηκε δόλια κατά τη συμμόρφωσή του με τους ιουδαϊκούς τύπους, βλέποντας ότι τέτοια απατηλή συμμόρφωση με τα ειδωλολατρικά έθιμα δεν συν- Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 129 επάγεται πως έγινε στους εθνικούς ως εθνικός. Η απάντησή σου ήταν: Το ότι έγινε στους εθνικούς ως εθνικός δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο από το ότι δέχθηκε τους απερίτμητους και επέτρεψε την ελεύθερη χρήση εκείνων των κρεάτων, τα οποία ο μωσαϊκός νόμος είχε κηρύξει ως ακάθαρτα. Όταν σε ρωτώ εάν και σε αυτό το σημείο υποκρίθηκε ο Παύλος, μία τέτοια γνώμη την απορρίπτεις ως προφανώς γελοία και ψευδή. Εξάγεται λοιπόν ένα ευνόητο συμπέρασμα: Εκτελώντας εκείνες τις νομικές διατάξεις, με τις οποίες έγινε στους Ιουδαίους ως Ιουδαίος, έκανε χρήση μιας συνετής ελευθερίας. Δεν υποχώρησε σε έναν ταπεινωτικό εξαναγκασμό, ούτε έκανε κάτι που θα ήταν ακόμη πιο ανάξιο γι’ αυτόν˙ δηλαδή να καταπέσει από την εντιμότητα στην απάτη, επειδή απέβλεπε σε κάποια σκοπιμότητα. 27. Για τους πιστούς και εκείνους που γνωρίζουν την αλήθεια, όπως βεβαιώνει ο απόστολος -εκτός και αν εδώ, ίσως, εξαπατά τους αναγνώστες του-, «πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν καί οὐδέν ἀπόβλητον μετά εὐχαριστίας λαμβανόμενον» (Α' Τι 4, 4). Συνεπώς για τον Παύλο, όχι μόνο ως άνθρωπο, αλλά και ως οικονόμο κατ’ εξοχήν πιστό, όχι μόνο ως γνώστη, αλλά και ως διδάσκαλο της αληθείας, κάθε κτίσμα του Θεού που χρησιμοποιείται για την τροφή, δεν ήταν υποκριτικά, αλλά πραγματικά, καλό. Εάν, λοιπόν, στους εθνικούς έγινε ως εθνικός, τηρώντας και διδάσκοντας την αλήθεια σχετικά με τα κρέατα και την περιτομή, μολονότι δεν υποκρίνονταν συμμόρφωση με τα έθιμα και τις τελετές των εθνικών, γιατί λέγεις ότι ήταν αδύνατο για τον Παύλο να γίνει στους Ιουδαίους ως Ιουδαίος, εκτός και αν προσποιούνταν ότι εκτελούσε τους τύπους της θρησκείας τους; Γιατί τήρησε την αληθινή πιστότητα ενός οικονόμου έναντι 130 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης των εθνικών, που είναι ο εμβολιασμένος κλάδος της αγριελιάς, και επέδειξε ένα παράξενο κάλυμμα προσποιήσεως με το πρόσχημα της σκοπιμότητος ενώπιον των Ιουδαίων που ήσαν οι φυσικοί και αρχικοί κλάδοι της ελιάς (Ρω 11, 16-24); Πώς εξηγείται, γινόμενος στους εθνικούς ως εθνικός, να βρίσκεται σε αρμονία η διδασκαλία του και η συμπεριφορά του με τα πραγματικά του αισθήματα˙ ενώ, γινόμενος στους Ιουδαίους ως Ιουδαίος, να κλείνει ένα πράγμα μέσα στην καρδιά του και να διακηρύττει κάτι εντελώς αντίθετο με τα λόγια του, τις πράξεις του και τα γραφόμενά του; Αλλά δεν έχουμε καμία πρόθεση να καλλιεργούμε τέτοιες σκέψεις για τον απόστολο Παύλο. Και στους Ιουδαίους και στους εθνικούς οφείλουμε «ἀγάπην ἐκ καθαρᾶς καρδίας καί συνειδήσεως ἀγαθῆς καί πίστεως ἀνυποκρίτου» (Α' Τι 1, 5). Γι’ αυτό έγινε «τοῖς πᾶσι τά πάντα», για να μπορέσει να κερδίσει τους πάντες όχι με την πανουργία ενός απατεώνα, αλλά με την αγάπη ενός ανθρώπου πλήρους ευσπλαγχνίας˙ δηλαδή όχι προσποιούμενος ότι κάνει όλα τα επιβλαβή πράγματα που κάνουν άλλοι, αλλά καταβάλλοντας τους πιο μεγάλους κόπους για να διακονήσει, πλήρης ευσπλαγχνίας, τη θεραπεία που απαιτείται εξ αιτίας των κακών που κατέχουν και βασανίζουν άλλους, σαν να ήταν δική του η περίπτωσή τους. 28. Όταν, λοιπόν, δεν αρνήθηκε να εφαρμόσει μερικούς από αυτούς τους τύπους της Παλαιάς Διαθήκης, δεν οδηγήθηκε από την ευσπλαγχνία προς τους Ιουδαίους, για να υποκριθεί αυτήν τη συμμόρφωση, αλλ’ αναντιρρήτως ενήργησε με ειλικρίνεια. Διακηρύσσοντας με αυτόν τον τρόπο το σεβασμό προς εκείνες τις διατάξεις που κατά τον παλαιό νόμο ορίσθηκαν από τον Θεό για Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 131 ένα διάστημα, έκανε τη διάκριση ανάμεσα σε αυτά και στις ασεβείς ιεροτελεστίες της ειδωλολατρίας. Εκείνον τον καιρό, εξ άλλου, έγινε στους Ιουδαίους ως Ιουδαίος όχι με την πονηρία ενός απατεώνα, αλλά με την αγάπη ενός που κινείται από συμπάθεια. Βλέποντάς τους είτε να είναι στην πλάνη, η οποία τους έκανε απρόθυμους να πιστεύουν στον Χριστό, είτε να πιστεύουν ότι με αυτές τις παλαιές θυσίες και τις τυπικές τελετές μπορούσαν να καθαρισθούν από την αμαρτία και να συμμετάσχουν στη σωτηρία, θέλησε με αυτόν τον τρόπο να τους απαλλάξει από εκείνην την πλάνη, σαν να έβλεπε όχι αυτούς, αλλά τον εαυτό του μπλεγμένο μέσα σε αυτήν. Αληθινά, λοιπόν, αγαπούσε τον πλησίον του ως τον εαυτό του και έκανε στους άλλους ό,τι ήθελε αυτός να του κάνουν οι άλλοι, εάν ζητούσε τη βοήθειά τους. ΄Εκανε δηλαδή το καθήκον που, όταν το ανέπτυσσε ο Κύριός μας, πρόσθεσε τα εξής: «Οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καί οἱ προφῆται» (Μθ 7, 12). 29. Αυτήν τη σπλαγχνική αγάπη ο Παύλος συνιστά στην ίδια, την προς Γαλάτας επιστολή, λέγοντας: «Ἐάν καί προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοί καταρτίζετε τόν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραότητος, σκοπῶν σεαυτόν μή καί σύ πειρασθῇς» (Γα 6, 1). Πρόσεξε ότι δεν έχει πει: “Γίνε σαν αυτόν, ώστε να μπορέσεις να τον κερδίσεις”. Όχι βεβαίως για να διαπράξει ή να προσποιηθεί ότι έχει διαπράξει το ίδιο παράπτωμα με εκείνον που έχει «προληφθεί», αλλά με το σφάλμα του άλλου να μπορεί να σκεφθεί τι θα ήταν δυνατό να συμβεί στον ίδιο και έτσι με συμπάθεια να αποδώσει βοήθεια στον άλλο, όπως θα ήθελε εκείνος να του κάνει, εάν ήταν στην ίδια περίπτωση˙ δηλαδή όχι 132 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης με την πονηρία ενός απατεώνα, αλλά με την αγάπη ενός σπλαγχνικού ανθρώπου. Έτσι, οποιαδήποτε και αν ήταν η πλάνη ή το παράπτωμα στο οποίο ο Παύλος έβρισκε να έχει περιπέσει ένας Ιουδαίος ή εθνικός ή οποιοσδήποτε άνθρωπος, «τοῖς πᾶσι γέγονε τά πάντα». Δεν υποκρίνονταν γι’ αυτό που δεν ήταν αληθές, αλλ’ επειδή μπορούσε να ήταν η δική του περίπτωση, αισθανόταν τη συμπάθεια ενός που έθετε τον εαυτό του στη θέση του άλλου, ώστε να μπορέσει να κερδίσει όλους144. 30. Σε παρακαλώ, εάν ευαρεστείσαι, να ρίξεις ένα βλέμμα για λίγο μέσα στην καρδιά σου -εννοώ, μέσα στην καρδιά σου όπως είναι διατεθειμένη απέναντί μου- και θυμήσου, ή, εάν έχεις όσα συνέγραψες, διάβασε πάλι τα λόγια σου σε εκείνο το βραχύτερο γράμμα που μου έστειλες με τον Κυπριανό, τον αδελφό μας και τώρα συνεργάτη μου. Διάβασε, για να δεις με πόση γνήσια αδελφική και ειλικρινή αγάπη προσέθετες, με ένα σοβαρό παράπονο για ό,τι σου έκανα εγώ, αυτές τις λέξεις: «Με αυτό η φιλία τραυματίζεται και οι νόμοι της αδελφικής κοινωνίας περιφρονούνται. Ας μη δει ο κόσμος να διαπληκτιζόμαστε σαν παιδιά και δώσουμε αφορμή για να φιλονικούν οργισμένοι εκείνοι, οι οποίοι μπορεί να γίνουν ιδιαίτεροι υποστηρικτές μας ή αντίπαλοι»145. Αυτά τα λόγια αντιλαμβάνομαι ότι λέγονται μέσα από την καρδιά σου και μάλιστα από μία καρδιά που ευγενικά επιζητεί να μου δώσει καλή 144. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκ των υστέρων ο Ιερώνυμος δέχθηκε την ορθότητα της απόψεως του Αυγουστίνου σχετικά με την επιτίμηση του Πέτρου στην Αντιόχεια. Αυτό μαρτυρεί η 180ή επιστολή του Αυγουστίνου στον Οceanus. Βλ. ΡL 33, 779. Εκεί επικαλείται το «πρόσφατο έργο» του Ιερωνύμου Adversus Pelagium και του Κυπριανού την epist. 71 ad Quintum. 145. Πρβλ. 105, 4 επιστολή του Ιερωνύμου. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 133 συμβουλή. Συ λοιπόν προσθέτεις κάτι που θα ήταν σε εμένα αυτονόητο και χωρίς να μου το πεις: «Γράφω κάτι που δεν το έχω γράψει τώρα, διότι επιθυμώ να διατηρήσω απέναντί σου γνήσια τη χριστιανική αγάπη και να μη κρύψω στην καρδιά μου κάτι που δεν συμφωνεί με τα λόγια των χειλέων μου»146. Ω πιστέ άνθρωπε και αγαπημένε μου! Μάρτυς ο Θεός που μαλακώνει την ψυχή μου ότι πιστεύω με άδολη καρδιά τα λόγια σου. Όπως ακριβώς δεν αμφισβητώ την ειλικρίνεια της ομολογίας σου, την οποία έχεις κάνει με αυτόν τον τρόπο στην επιστολή σου, έτσι και εγώ χωρίς αντίρρηση πιστεύω στον απόστολο Παύλο, όταν στην επιστολή του κάνει την ίδια ομολογία. Απευθύνεται όχι στον καθένα προσωπικά, αλλά στους Ιουδαίους και Έλληνες και σε όλους εκείνους τους εθνικούς που ήσαν παιδιά του διά του Ευαγγελίου, για των οποίων την πνευματική γέννηση είχε ωδίνες, και μετά από αυτούς σε τόσες πολλές χιλιάδες πιστών εν Χριστώ, χάριν των οποίων διασώθηκε εκείνη η επιστολή. Πιστεύω, λέγω, ότι δεν έκρυψε μέσα στην καρδιά του κάτι το οποίο δεν συμφωνούσε με τα λόγια των χειλέων του. 31. Πράγματι απέναντί μου είσαι ένα και το αυτό- γινόμενος σε εμένα ό,τι είμαι και εγώ- «όχι με την πονηρία της απάτης, αλλά με την αγάπη και τη συμπάθεια»147. Πίστευσες ότι επιβάλλεται να αναλάβεις τόσους πολλούς κόπους για να με εμποδίσεις να μείνω μέσα σε ένα λάθος, στο οποίο πίστευες ότι βρίσκομαι, όπως και συ θα επιθυμούσες ένας άλλος να φροντίσει για τη διάσωσή σου, εάν ήσουν στην ίδια περίπτωση. Γι’ αυτό, με ευ146. Πρβλ. 105, 4 επιστολή του Ιερωνύμου. 147. Πρβλ. 112, 17 επιστολή του Ιερωνύμου. 134 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης γνωμοσύνη αναγνωρίζοντας αυτήν τη μαρτυρία της καλοσύνης σου προς εμένα, εγώ επί πλέον ισχυρίζομαι ότι και συ δεν είσαι δυσαρεστημένος μαζί μου, εάν, όταν κάτι με ταράσσει στις πραγματείες σου, σου καθιστώ γνωστή την αγωνία μου. Επιθυμώ η ίδια μέθοδος να ακολουθείται για εμένα από όλους, όπως και εγώ προς εσένα, ώστε για οτιδήποτε κάποιοι νομίσουν άξιο επιπλήξεως στα έργα μου, ούτε να με κολακεύουν με δόλιο έπαινο ούτε να με κατηγορούν ενώπιον των άλλων γι’ αυτό που μπροστά μου σιωπούν. Με αυτόν τον τρόπο, καθώς μου φαίνεται, πιο σοβαρά πληγώνεται η φιλία και περιφρονούνται οι νόμοι της αδελφικής κοινωνίας. Θα δίσταζα να χαρακτηρίσω χριστιανικές εκείνες τις φιλίες, στις οποίες η κοινή παροιμία «Η κολακεία κάνει φίλους και η αλήθεια εχθρούς»148 έχει μεγαλύτερο κύρος από την παροιμία της Γραφής: «Ἀξιοπιστότερά εἰσι τραύματα φίλου ἤ ἑκούσια φιλήματα ἐχθροῦ» (Πρμ 27, 6). 32. Γι’ αυτό, είναι καλύτερο να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να παρουσιάσουμε ενώπιον των αγαπημένων φίλων μας, οι οποίοι από τα βάθη της καρδιάς τους θέλουν να είμαστε σωστοί στις πραγματείες μας, ένα τέτοιο παράδειγμα, ώστε να μπορούν να γνωρίζουν ότι είναι δυνατόν οι πιο στενοί φίλοι να διαφέρουν τόσο πολύ στις γνώμες τους. Οι απόψεις του ενός είναι δυνατό να αντικρούονται από τον άλλο, χωρίς όμως να μειώνεται καθόλου η αμοιβαία αγάπη τους και, αν η αντίκρουση από μόνη της είναι σύμφωνη με την αλήθεια, δεν χρειάζεται να ανάβει κάποιο μίσος εξ αιτίας εκείνης της ειλικρινείας, η οποία αρμόζει σε μία 148. Βλ. Terentius, Andria Actus 1. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 135 γνήσια φιλία. Τουλάχιστον, οποιαδήποτε και αν είναι η βαθύτερη σημασία της αληθείας, εκφράζεται από μία ειλικρινή καρδιά ενός ο οποίος δεν είναι αποφασισμένος «να κρύψει στην καρδιά του κάτι που δεν συμφωνεί με τα λόγια των χειλέων του». Γι' αυτό οι αδελφοί μας και φίλοι σου, των οποίων έχεις τη μαρτυρία ότι είναι σκεύη Χριστού, ας με πιστεύσουν, όταν λέγω ότι, παρά τη θέλησή μου, συνέβη να πέσει η επιστολή μου στα χέρια πολλών άλλων πριν φθάσει σε σένα και ότι η καρδιά μου είναι γεμάτη με λύπη ουκ ολίγη γι’ αυτό το λάθος. Το πώς συνέβη, θα έπαιρνε πολλή ώρα να το λέγω, και αυτό τώρα, αν δεν κάνω λάθος, είναι περιττό. Εάν όσα λέγω πρέπει να γίνουν κατανοητά απόλυτα σε σχέση με αυτό, μου είναι αρκετό να πω ότι δεν έγινε από εμένα με δόλιο σκοπό, όπως μερικοί υποθέτουν, και ότι δεν έγινε επειδή το ήθελα ή το σχεδίαζα, ή με τη συγκατάθεσή μου ή σκοπίμως. Εάν δεν πιστεύουν αυτό, το οποίο βεβαιώνω ενώπιον του Θεού, δεν μπορώ να κάνω τίποτε περισσότερο για να τους ικανοποιήσω. Δεν έχω όμως καμία διάθεση να πιστεύσω ότι το πρότειναν στην αγιότητά σου με τη μοχθηρή επιθυμία να διεγείρουν έχθρα ανάμεσα σε σένα και σε εμένα, από την οποία είθε ο Θεός να μας φυλάξει με τη χάρι Του. Αναμφίβολα, χωρίς καμία πρόθεση να τους αδικώ, εύκολα με υποψιάσθηκαν ως έναν άνθρωπο με ελαττώματα, συνηθισμένα στην ανθρώπινη φύση. Είναι δίκαιο να το πιστεύουν αυτό για εμένα σχετικά με αυτά, εάν οι ίδιοι είναι σκεύη Χριστού προορισμένα όχι για ατιμία, αλλά για τιμή και κατασκευασμένα από τον Θεό κατάλληλα για κάθε καλό έργο στη μεγάλη Του οικία (Β' Τι 2, 20-21). Εάν, όμως, λάβουν γνώση αυτής της σοβαρής 136 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης διαμαρτυρίας μου και αυτοί ακόμη επιμένουν στην ίδια γνώμη για τη συμπεριφορά μου, θα διαπιστώσεις μόνος σου ότι επ' αυτού κάνουν λάθος. 33. Όσον αφορά σε εκείνα που είπα, ότι ποτέ δεν έστειλα στη Ρώμη ένα βιβλίο εναντίον σου, το έγραψα αυτό, διότι, εν πρώτοις, δεν θεώρησα το όνομα “βιβλίο” ως κατάλληλο για την επιστολή μου και συνεπώς είχα την εντύπωση ότι πληροφορήθηκες κάτι άλλο τελείως διαφορετικό από αυτό. Δεύτερο, δεν έστειλα την επιστολή, περί της οποίας γίνεται λόγος, στη Ρώμη, αλλά σε σένα. Τρίτο, δεν σκέφθηκα ότι είναι εναντίον σου, διότι εν γνώσει μου παρακινήθηκα από την ειλικρίνεια της φιλίας, η οποία θα μας έδινε το δικαίωμα για ανταλλαγή προτάσεων και διορθώσεων μεταξύ μας. Αφήνοντας μακριά για ένα διάστημα τους φίλους σου, για τους οποίους έχω μιλήσει, σε παρακαλώ, με τη χάρι διά της οποίας έχουμε λυτρωθεί, να μη πιστεύσεις ότι υπήρξα ένοχος επιτηδευμένης κολακείας για κάτι που έχω πει στα γράμματά μου, σχετικά με τις άφθονες δωρεές που σου χάρισε η χρηστότητα του Κυρίου. Εάν, όμως, σε κάτι έκανα λάθος, συγχώρησέ με. Σχετικά με εκείνο το άγνωστο επεισόδιο στην ζωή κάποιου ποιητή, το οποίο, ίσως με σχολαστικότητα μεγαλύτερη από μία ευγενική λεπτότητα, ανέφερα από την κλασική φιλολογία, σε παρακαλώ να μη το προσαρμόσεις στον εαυτό σου περισσότερο απ’ ό,τι δηλώνουν τα λόγια μου, διότι αμέσως προσέθεσα: «Δεν το λέγω αυτό για να μπορέσεις να ανακτήσεις την ικανότητα της πνευματικής οράσεως -δεν έχω καμία διάθεση να πω ότι την έχεις χάσει- αλλά, έχοντας και τα δύο σου μάτια καθαρά και γρήγορα για να διακρίνουν, μπορείς να τα στρέψεις σε αυτό το θέμα»149. 149. Πρβλ. 40, 7 επιστολή του Αυγουστίνου. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 137 Σκέφθηκα μία αναφορά σε εκείνο το επεισόδιο, απόλυτα κατάλληλη και σχετική με την “παλινωδία”, ως προς την οποία όλοι οφείλουμε να μιμηθούμε τον Στησίχορο, εάν έχουμε γράψει κάτι που πρέπει να διορθώσουμε σε μεταγενέστερο έργο. Καθόλου δεν τη συσχέτισα με την τύφλωση του Στησιχόρου, την οποία εγώ ούτε απέδωσα στο πνεύμα σου ούτε φοβήθηκα ότι πιθανώς σου συνέβη. Και πάλι σε παρακαλώ να διορθώσεις άφοβα οτιδήποτε βλέπεις πως χρειάζεται να διορθωθεί. Μολονότι ο βαθμός του επισκόπου είναι ανώτερος του πρεσβυτέρου, καθώς διακρίνονται οι τίτλοι των αξιωμάτων που χρησιμοποιούνται στην Εκκλησία, παρ’ όλα αυτά σε πολλά πράγματα ο Αυγουστίνος είναι κατώτερος του Ιερωνύμου150. Τη διόρθωση δεν πρέπει ούτε να την αρνούμαστε ούτε να την περιφρονούμε, ακόμη και όταν προέρχεται από έναν ο οποίος από άλλη άποψη μπορεί να είναι κατώτερος. 150. Οποία ταπεινοφροσύνη επισκόπου! Είναι βεβαίως γεγονός ότι ο Αυγουστίνος υστερούσε έναντι του πρεσβυτέρου Ιερωνύμου, διότι δεν είχε ολοκληρωμένη γνώση των ελληνικών και δεν γνώριζε καλά τα εβραϊκά, μολονότι είχε μικρή γνώση της καρχηδονικής γλώσσας, η οποία έχει ορισμένες ομοιότητες με την εβραϊκή. Παρότι, όμως, αναγκαζόταν να χρησιμοποιεί μεταφράσεις, πολλές φορές αναφέρεται σε ερμηνευτικά ζητήματα και προβλήματα ορθής απόδοσης του πρωτοτύπου. Κατέστη δε δεινός ερμηνευτής της Γραφής. Περί τα τέλη της ζωής του, προέτρεψαν τον Αυγουστίνο να μεταφράσει ένα απόσπασμα από το έργο του Επιφανίου Πανάριος. Ο Αυγουστίνος θεωρούσε σπουδαίο αυτό το έργο, ήταν δε ο μοναδικός στην εκκλησία της Αφρικής, ο οποίος, με τη γνώση των ελληνικών που κατείχε, μπορούσε να επιχειρήσει αυτήν τη μετάφραση. Επιπλέον μετέφρασε κάποια τμήματα από τις ομιλίες του ιερού Χρυσοστόμου, όσα χρειαζόταν για τα δικά του έργα. Βλ. W. Berschin, ό. π., σ. 95-96. 138 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης 34. Όσον αφορά στη μετάφρασή σου151, με έχεις πείσει τώρα για τα πλεονεκτήματα που εξασφαλίζονται από το σχέδιό σου να μεταφράσεις τη Γραφή από το πρωτότυπο εβραϊκό, για να μπορείς να φέρεις σε φως εκείνα που είτε παραλείφθηκαν είτε διαστρεβλώθηκαν από τους Ιουδαίους. Αλλά σε παρακαλώ να είσαι τόσο έγκυρος, ώστε να καθορίσεις από ποιους Ιουδαίους έγινε αυτό: Από εκείνους οι οποίοι προ της ελεύσεως του Κυρίου μετέφρασαν την Παλαιά Διαθήκη -και αν έχει έτσι, από ποιον, έναν ή περισσότερους- ή από τους μεταγενέστερους, οι οποίοι μπορεί να υποχρεώθηκαν να κολοβώσουν ή να αλλοιώσουν τα ελληνικά χειρόγραφα, ώστε να μη βρεθούν στη δύσκολη θέση να μείνουν άναυδοι μπροστά στις μαρτυρίες των χειρογράφων για τη χριστιανική πίστη; Δεν μπορώ να βρω κανένα λόγο που να ώθησε τους παλαιότερους Ιουδαίους μεταφραστές σε τέτοιες ανακρίβειες. Επί πλέον, σε παρακαλώ να μας στείλεις τη μετάφραση των Ο΄, για την οποία δεν ήξερα ότι δημοσιεύθηκε. Επίσης λαχταρώ να διαβάσω εκείνο το βιβλίο σου, το οποίο ονόμασες De optimo genere interpretandi152 και να μάθω από αυτό πώς να ρυθμίζω την ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που προέρχεται από τη γνωριμία του μεταφραστή με την πρωτότυπη γλώσσα και στις εικασίες εκείνων, οι οποίοι είναι ικανοί υπομνηματογράφοι της Γραφής και, παρά την προσήλωσή τους στη μία αληθινή πίστη, συχνά παρουσιάζουν ποικίλες γνώμες, εξ αιτίας του δυσνοήτου πολλών περικοπών153˙ αν και αυτή η διαφορά της ερμηνείας επ’ ουδενί απο151. Εννοεί την Vulgata του Ιερωνύμου. 152. “Περί του αρίστου είδους ερμηνείας”. 153. Πολύ σημαντική η γνώμη του αγίου Αυγουστίνου, με την οποία υποστηρίζει τη “συμφωνία των Πατέρων” (“consensus Patrum”) ως αυθεντία στη Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 139 μακρύνει από την ενότητα της πίστεως, όπως ακριβώς ένας υπομνηματογράφος μπορεί ο ίδιος, σε συμφωνία με την πίστη την οποία υποστηρίζει, να δίνει δύο διαφορετικές ερμηνείες της ιδίας περικοπής, διότι το δυσνόητο της περικοπής καθιστά και τις δύο εξ ίσου παραδεκτές. 35. Επιθυμώ, επί πλέον, τη μετάφρασή σου των Ο΄, για να μπορέσω να απαλλαγώ, όσο είναι δυνατόν, από τις συνέπειες της καταφανούς ανικανότητος εκείνων οι οποίοι, είτε ήσαν κατάλληλοι είτε όχι, επιχείρησαν μία λατινική μετάφραση. Έτσι αυτοί που νομίζουν ότι βλέπω με φθόνο τα ωφέλιμα έργα σου, θα μπορέσουν τελικά, εάν είναι δυνατό, να αντιληφθούν ότι ο μόνος λόγος που αντέδρασα στη δημόσια ανάγνωση της μεταφράσεώς σου από τα εβραϊκά στις εκκλησίες μας, ήταν, μη τυχόν, παρουσιάζοντας κάτι που ήταν -όπως και ήταν- καινούργιο και αντιτασσόταν προς το κύρος της μεταφράσεως των Ο΄, θα προκαλούσαμε σύγχυση και μεγάλο σκάνδαλο στο ποίμνιο του Χριστού. Τα αυτιά και οι καρδιές του ποιμνίου συνήθισαν να ακούουν τη μετάφραση των Ο΄, στην οποία η σφραγίδα της εγκυρότητος δόθηκε από τους ιδίους τους αποστόλους154. μετάφραση της Γραφής. 154. Η επονομαζόμενη μετά από τον 9ο αιώνα Vulgata του Ιερωνύμου άρχισε να δημιουργείται ως εξής: Τα βιβλία της Κ. Διαθήκης δημιουργήθηκαν μεταξύ των ετών 382 και 384. Τα έτη 391-405 μεταφράσθηκαν τα βιβλία της Π. Διαθήκης, αλλ’ όχι όλα. Βλ. M. von Albrecht, ό. π., σ. 1898. Η στάση του Αυγουστίνου υπήρξε καθοριστική για την τύχη της Vulgata του Ιερωνύμου. Ρητώς στην αρχή αποδοκίμασε τις μεγάλες αλλαγές που επέφερε στο κείμενο της Π. Διαθήκης. ΄Ηλεγξε, μάλιστα, το εγχείρημα ως ανωφελές και επικίνδυνο, ενώ ο Ιερώνυμος απάντησε με ύφος πικρό. Αυτή η αντίθεση του Αυγουστίνου καθυστέρησε την επιτυχία της αναθεωρημένης από τον Ιερώνυμο λατινικής 140 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Γι’ αυτό το λόγο, σχετικά με εκείνο το θάμνο στο βιβλίο του Ιωνά, εάν στο εβραϊκό δεν ήταν ούτε κολοκύνθη ούτε κισσός, αλλά κάτι άλλο που στέκεται όρθιο και το οποίο υποστηρίζεται από το δικό του βλαστό χωρίς άλλα στηρίγματα, εγώ θα προτιμούσα να το ονομάσω “κολοκύνθη”155 σε όλες τις λατινικές μεταφράσεις. Δεν πιστεύω ότι οι Ο΄ το απέδωσαν έτσι τυχαία και δεν γνώριζαν πως το φυτό ήταν κάτι παρόμοιο με κολοκύνθη156. 36. Νομίζω ότι έχω δώσει μία ικανοποιητική απάντηση- ίσως περισσότερο από ικανοποιητική- στις τρεις επιστολές σου, από τις οποίες δύο έλαβα μέσω του Κυπριανού και μία μέσω του Firmus. Σε απάντηση, στείλε μου οτιδήποτε νομίζεις πιθανό να χρησιμοποιηθεί για να διδαχθώ εγώ και οι άλλοι. Και θα προσέχω περισσότερο με τη βοήθεια του Θεού, ώστε κάθε επιστολή που μπορεί να σου γράφω, να φθάνει σε σένα πριν πέσει στα χέρια Βίβλου. Τελικώς ο Αυγουστίνος διάβασε την απολογία του Ιερωνύμου και μετά χαράς χρησιμοποίησε τη μετάφρασή του και την εισήγαγε στην επισκοπή του. 155. Είναι αξιοσημείωτο πως σε μία αναφορά της λ. cucurbita, κολοκύνθη, ο Αυγουστίνος περιγελά τον ακροατή των Μανιχαίων που κόπτει κολοκύθια το Σάββατο, ως «homicida cucurbitarum», φονιά κολοκυθιών. Βλ. Contra Faustum Manichaeum 6, 4˙ PL 42, 230. 156. Ορθώς έχει παρατηρηθεί ότι, όταν διαβάζουμε σήμερα το χωρίο Ιωνάς 4, 6 στο κείμενο της Vulgata, ουδείς από εμάς υποψιάζεται την αντίθεση των δύο αγίων Πατέρων. Δεν υπάρχει η λ. «cucurbitam», κολοκύνθην, για την οποία σημειωτέον ότι υπάρχουν εκατόν εξήντα οκτώ αναφορές στη λατινική γραμματεία. Η λ. «hederam», κισσόν, μπορεί να παραμένει στην Vulgata, αλλά και το περιστατικό που είχε αναφέρει ο Αυγουστίνος στην 71η επιστολή, με τον επίσκοπο της Οίας, ανακαλείται στη μνήμη ως «ένα ενδιαφέρον περιστατικό». Βλ. J. Fitzmyer (2008), The Interpretation of Scripture: In Defense of the Historical-Critical Method, σ. 18, Paulist Press: New Jersey. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 141 άλλου, από τον οποίο το περιεχόμενο μπορεί να κοινολογηθεί έξω. Ομολογώ ότι δεν θα ήθελα κανένα γράμμα σου προς εμένα να έχει την τύχη που είχαν τα δικά μου γράμματα και δικαίως παραπονείσαι γι’ αυτό. Ας αποφασίσουμε να διατηρήσουμε οπωσδήποτε μεταξύ μας όχι μόνο την αγάπη, αλλά και την ελευθερία της φιλίας. Έτσι στις επιστολές που ανταλλάσσουμε, κανείς από εμάς δεν θα συστέλλεται να διατυπώσει ειλικρινά αυτό που νομίζει ότι πρέπει να διορθωθεί˙ αρκεί πάντοτε να γίνεται αυτό με το πνεύμα που δεν δυσαρεστεί τον Θεό, ως ασυμβίβαστο με την αδελφική αγάπη. Εάν, όμως, νομίζεις ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο μεταξύ μας, χωρίς να διακινδυνεύσει η αδελφική αγάπη, ας μη το κάνουμε αυτό. Η αγάπη, την οποία θα ήθελα να βλέπω να διατηρείται ανάμεσά μας, είναι ασφαλώς η μεγαλύτερη που θα καθιστούσε δυνατή αυτήν την αμοιβαία οικειότητα. Όμως το λιγότερο είναι καλύτερο από το τίποτε. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ EΠΙΣΤΟΛΗ 73η157 Στον σεβαστό και ποθητό άγιο αδελφό και συμπρεσβύτερο Ιερώνυμο, ο Αυγουστίνος, εν Κυρίω χαίρειν Ν όμιζα ότι, πριν ακόμη τις λάβεις, έφθασαν στα χέρια σου οι επιστολές μου, τις οποίες απέστειλα με τον δούλο του Θεού και υιό μας, τον διάκονο Κυπριανό. Με αυτές σίγουρα θα αναγνώρισες την επιστολή μου, της οποίας αντίγραφα είπες ότι έφθασαν εκεί. Γι’ αυτό φρονώ πλέον ότι, με τις απαντήσεις σου, σαν να ήσαν μεγάλοι Εντελλίνοι158 και κοπτεροί ιμάντες, τρόπον τινά ως τολμηρή Dareta159, άρχισα να ταράσσομαι και να ενοχλούμαι. Όμως τώρα με αυτά τα γράμματά μου απαντώ στις επιστολές σου, τις οποίες αξιώθηκες να στείλεις με τον υιό μας Αστέριο και με τις οποίες πληροφορήθηκα τη μεγάλη εύνοια και αγάπη σου προς εμένα˙ αλλά και πάλι υπάρχουν μερικές ενδείξεις κάποιας λύπης σου, εξ αιτίας μου. 157. Γράφηκε περί το έτος 404. Απαντά σε αιτιάσεις του Ιερωνύμου, που περιέχονται στις υπ’ αριθμ. 102 και 105 επιστολές του. 158. Οι κάτοικοι της πόλεως Entella, ευρισκομένης στην ενδοχώρα της Σικελίας. 159. Βλ. Vergilius, Aeneis 12, 363. 144 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Συνεπώς, όταν κάτι με έθελγε και το διάβαζα, τότε συνεχώς ασχολιόμουν και απορούσα παραπολύ, επειδή λέγεις ότι δικαιολογημένα δεν πρέπει να πιστεύεις στα αντίγραφα των επιστολών μου, μη τυχόν, απαντώντας, δικαίως υποστείς ζημία και σε κατηγορήσω, διότι πρωτύτερα όφειλες να εξετάσεις ότι είναι δικά μου τα λόγια και κατόπιν να απαντήσεις˙ ύστερα δε να δώσεις εντολή, εάν είναι δική μου η επιστολή, να γράψω ανοικτά ή να στείλω αντίγραφα πιο γνήσια, ούτως ώστε να διάγουμε στην ενασχόληση με τη Γραφή με χαλασμένο το στομάχι μας. Υπό αυτές τις συνθήκες μπορούμε να διάγουμε σε αυτήν τη συζήτηση, χωρίς να χαλάσουμε το στομάχι, εάν ετοιμάζεσαι να με βλάψεις; ΄Η, εάν δεν ετοιμάζεσαι, με ποιο τρόπο, χωρίς εσύ να με βλάψεις και εγώ να ζημιωθώ από σένα, δικαιολογημένα θα σε εγκαλούσα ότι όφειλες πρωτύτερα να εγκρίνεις ότι είναι δικά μου τα λόγια και έτσι να απαντήσεις στην επιστολή μου, δηλαδή και με αυτόν τον τρόπο να με βλάψεις; Εκτός και αν με έβλαπτες με την απάντησή σου και εγώ δικαίως δεν θα μπορούσα να σε εγκαλέσω. Γι’ αυτό, επειδή απάντησες με τέτοιον τρόπο, ώστε να με βλάψεις, είναι δυνατόν να ασχολούμαστε με τη Γραφή, χωρίς να χαλάσει το στομάχι μας; Εγώ μεν κάθε άλλο παρά υφίσταμαι ζημία, εάν θα ήθελες και θα μπορούσες για κάποιο βέβαιο λόγο να μου αναφέρεις από την προς Γαλάτας επιστολή του αποστόλου τι άλλο από τη Γραφή κατάλαβες πιο σίγουρα από εμένα. Βεβαίως κάθε άλλο. Θα θεωρούσα κέρδος μου και θα σε ευχαριστούσα, εάν θα με μάθαινες με τη διδασκαλία σου και με διόρθωνες με όσα θα επανορθώσεις. 2. Αλλ’ όμως συ, φίλτατέ μου αδελφέ, εάν δεν θεωρείς ότι ζη- Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 145 μιώνεσαι με τα γραφόμενά μου, μη νομίσεις ότι εγώ μπορώ να ζημιωθώ με τις απαντήσεις σου. Κατ’ ουδένα τρόπο θα είχα αυτήν τη γνώμη για σένα, ότι νομίζεις πως ζημιώθηκες και γι’ αυτό δεν απάντησες, για να με βλάψεις˙ ή, εάν θεωρηθεί ότι ζημιώνομαι, λόγω της άμετρης ανοησίας μου, επειδή συ δεν απάντησες έτσι, σαφώς ζημιώθηκες από το ότι δεν σχημάτισες αυτήν τη γνώμη για εμένα. Αλλά κατ’ ουδένα τρόπο θα πίστευες, χωρίς λόγο, πως είμαι τέτοιος, ενώ ποτέ δεν είχες εμπειρία για εμένα ότι είμαι τέτοιος, συ που χωρίς λόγο αρνήθηκες να πιστεύσεις από τα αντίγραφα των επιστολών μου, ακόμη και όταν αναγνώρισες το γραφικό μου χαρακτήρα. Εάν, λοιπόν, δικαιολογημένα είδες ότι δικαίως σε κατηγόρησα και αν χωρίς λόγο πίστευσες πως είναι δικές μου επιστολές αυτές που δεν ήσαν δικές μου, πόσο πιο πολύ δίκαιο θα είχα να κατηγορήσω αυτόν που χωρίς λόγο με θεώρησε τέτοιο, ενώ δεν με γνώρισε αυτός που σχημάτισε για εμένα τέτοια γνώμη; Επομένως, ουδόλως θα μπορούσες να διολισθήσεις, ούτως ώστε, εφόσον δεν απάντησες για να ζημιωθώ εγώ, να με θεωρήσεις υπερβαλλόντως ασύνετο, διότι ακόμη και με τέτοια απάντησή σου μπόρεσα να ζημιωθώ. 3. Απομένει, λοιπόν, να πεις ότι με έβλαψες με την απάντησή σου, εάν από κάποιο βέβαιο τεκμήριο μάθαινες ότι είναι δικές μου οι επιστολές. ΄Ετσι, επειδή δεν πιστεύω ότι αδίκως με θεωρείς ζημιωμένο, απομένει να αναγνωρίσω το σφάλμα μου, διότι πρωτύτερα εγώ σε έβλαψα με τις επιστολές που δεν μπορώ να αρνηθώ ότι είναι δικές μου. Γιατί, λοιπόν, προσπαθώ κόντρα στο ρεύμα του ποταμού και δεν ζητώ μάλλον συγχώρηση; Σε «παρακαλῶ διά τῆς πραότητος τοῡ Χριστοῡ» (Β΄ Κο 10, 1), 146 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης εάν σε έβλαψα, να μη απομακρυνθείς από εμένα και ούτε να μου ανταποδώσεις κακό αντί κακού, με το να με βλάψεις με τη σειρά σου. Θα με έβλαπτες, όμως, εάν μου αποσιωπούσες το σφάλμα μου, το οποίο πιθανώς θα έβρισκες στις πράξεις μου ή στα λόγια μου. Εάν με κατηγορείς γι’ αυτά που δεν είναι αξιόμεμπτα, ζημιώνεις εσένα μάλλον παρά εμένα, κάτι που απέχει από το ήθος και τις προθέσεις σου. Προκειμένου να το κάνεις αυτό, θέλοντας να βλάψεις, κατηγορείς εμένα και με κακολογείς για κάτι το οποίο γνωρίζεις στ’ αλήθεια ότι δεν μπορείς να με κατηγορήσεις. Συνεπώς ή θα με ελέγξεις με εύνοια, ακόμη και αν δεν υπάρχει σφάλμα, γι’ αυτό που νομίζεις ότι πρέπει να με ελέγξεις, ή καταπράυνέ με με πατρική διάθεση, την οποία δεν αρνείσαι να παράσχεις. Μπορεί, λοιπόν, να έχεις άλλη γνώμη απ’ ό,τι είναι πραγματικά, εφόσον δεν κάνεις κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι επιτάσσει η αγάπη. Εγώ λίαν ευχαρίστως θα δεχθώ το φιλικότατο έλεγχο, ακόμη και αν δεν αξίζει ο έλεγχος, κάτι που δεν μπορεί να υποστηριχθεί σωστά˙ ή θα αναγνωρίσω συγχρόνως και την ευμένειά σου και το λάθος μου και, με τη χάρι του Κυρίου, εν μέρει θα είμαι ευγνώμων και εν μέρει θα έχω διορθωθεί. 4. Γιατί, άραγε, να φοβούμαι τα σκληρά, αλλά σίγουρα σωτήρια λόγια σου, σαν τους ιμάντες του Εντέλλου; Εκείνος κατακόπτονταν, αλλά δεν τον φρόντιζαν και γι’ αυτό νικώνταν και δεν θεραπεύονταν. Εγώ, όμως, εάν δεχθώ με γαλήνη την ιατρική σου επιτίμηση, δεν θα πονέσω. Αλλ’ εάν δεν είναι δυνατόν παρά να λυπείσαι πολύ λίγο για την τρόπον τινά ανθρώπινη ασθένειά μου, ακόμη και όταν με ελέγχεις αληθινά, μάλλον πονά ο όγκος της κεφαλής, επειδή τον φροντίζουμε, και δεν θεραπεύεται, επειδή τον λυπούμαστε. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 147 Αυτό σημαίνει ότι είδε πολύ καθαρά όποιος είπε ότι είναι πολύ πιο ωφέλιμοι οι εχθροί που κατηγορούν, παρά οι φίλοι που φοβούνται να ελέγξουν160. Oι πρώτοι, επειδή είναι εριστικοί, λέγουν καμία φορά αληθινά πράγματα, για να διορθωνόμαστε. Οι δεύτεροι, όμως, επιδεικνύουν χαλαρότητα στο δίκαιο, επειδή φοβούνται να παραπικράνουν τη γλυκύτητα της φιλίας. Γι’ αυτόν το λόγο, μολονότι, όπως νομίζεις, είμαι σαν βόδι, που ίσως απέκαμε από το σωματικό γήρας και ίδρωσε στο αλώνι του Κυρίου όχι από την ψυχική δύναμη, αλλά με τον καρποφόρο κόπο, εάν είπα κάτι χωρίς λόγο, μπήξε το πόδι σου με πιο πολλή δύναμη. Δεν πρέπει να είναι φορτικό για εμένα το βάρος της ηλικίας σου, όσο συντρίβεται το άχυρο του σφάλματός μου. 5. Εκείνο, το οποίο έθεσες στο τέλος της επιστολής σου, το διαβάζω και το ξανασκέπτομαι με αναστεναγμό και μεγάλο πόθο. «Είθε», λέγεις, «να αξιωθούμε να σε ασπασθούμε και συγκρίνοντας αμφότεροι να διδάξουμε ή να μάθουμε κάποια πράγματα»161. Εγώ, όμως, λέγω: «Είθε, τουλάχιστον, να κατοικούσαμε σε πλησιέστερες περιοχές, ούτως ώστε, εάν δεν είναι δυνατό να συζητούμε απευθείας, να μπορούν να είναι συχνότερες οι επιστολές!». Τώρα, όμως, λόγω της τόσο μεγάλης απόστασης, απέχουμε και από το να γνωρίζει καλά ό ένας τις απόψεις του άλλου, με 160. Βλ. Cicero, De amicitia 24, 90. Πρβλ. Πρμ 27, 6. Είναι εκπληκτικό πόσο κοντά στους κλασικούς και στον πραγματικό κόσμο είναι ο Αυγουστίνος, αυτός ο «φιλόσοφος της εσωτερικότητας». Η επίδραση του Κικέρωνα στον Αυγουστίνο δεν περιορίζεται μόνο στη μορφή των έργων του, αλλ’ επεκτείνεται και στο φιλοσοφικό περιεχόμενό τους. Βλ. M. von Albrecht, ό. π., σ. 1920, 1941. 161. Πρβλ. 102, 2 επιστολή του Ιερωνύμου. 148 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης αποτέλεσμα να θυμηθώ ότι για εκείνα τα λόγια του αποστόλου Παύλου στην προς Γαλάτας επιστολή162, ως νέος, έγραψα στην αγιότητά σου και ιδού, γέροντας πλέον, δεν αξιώθηκα ακόμη να λάβω τις απαντητικές επιστολές σου163. Δεν γνωρίζω πώς τα αντίγραφα της επιστολής μου έφθασαν σε σένα ευκολότερα, με ποια ευκαιρία πρόλαβαν να φθάσουν ή μήπως το φρόντισα με την ίδια την επιστολή. Ο άνθρωπος, ο οποίος τότε την παρέλαβε, ούτε σε σένα τη μετέφερε, ούτε σε εμένα την επανέφερε. Όμως στις επιστολές σου, οι οποίες μπόρεσαν να φθάσουν στα χέρια μας, μου φαίνεται ότι γράφεις τόσο πολλά, ώστε να μη προτιμήσω κάτι από τις μελέτες μου, εάν θα μπορούσα, αλλά να προτιμήσω να προσκολληθώ στη δική σου άποψη. Επειδή δεν μπορώ να το κάνω αυτό, σκέπτομαι να σου στείλω κάποιον από τους εν Κυρίω υιούς μας, για να μας διδάξεις, εάν αξιωθώ των απαντήσεών σου ακόμη και επ’ αυτού του θέματος. Ούτε εγώ γνωρίζω τόσο πολύ την αγία Γραφή, ούτε θα μπορούσα να τη γνωρίζω ήδη τόσο, όσο βλέπω να τη γνωρίζεις εσύ. Εάν έχω κάποια δυνατότητα γι’ αυτό, οπωσδήποτε την αναλίσκω για το λαό του Θεού. Δεν μπορώ καθόλου να ασχολούμαι και να φροντίζω περισσότερο για να μορφώσω τους φιλομαθείς, απ’ ό,τι φροντίζω να ακούει ο λαός, και αυτό λόγω των εκκλησιαστικών υποχρεώ162. Κατά τον Ε. Plumer, στο Υπόμνημά του στην προς Γαλάτας επιστολή, ο Αυγουστίνος καταπολεμά μάλλον τους Μανιχαίους, παρά τους Πελαγιανούς. Οι Μανιχαίοι έβλεπαν στο πρόσωπο του αποστόλου Παύλου τον υπέρμαχο της αιτιοκρατίας και του δυαλισμού που αυτοί πρέσβευαν. Βλ. Ε. Plumer (2003), Augustine’s Commentary on Galatians, σ. 19, Oxford University Press: London. 163. Πέρασαν περίπου δέκα χρόνια από τότε που ο Αυγουστίνος έστειλε την 28η επιστολή στον Ιερώνυμο. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 149 σεών μου164. 6. Δεν γνωρίζω ποια κείμενα, με κατηγορίες εναντίον σου, έφθασαν στην Αφρική. Όμως λάβαμε αυτό που αξιώθηκες να στείλεις, απαντώντας σε εκείνες τις κακολογίες. Το διάβασα και ομολογώ ότι λυπήθηκα πολύ, διότι ανεφύη τόσο μεγάλο κακό διαφωνίας ανάμεσα σε πρόσωπα τόσο αγαπητά και οικεία και δεμένα με δεσμό φιλίας, γνωστότατο σε όλες σχεδόν τις εκκλησίες. Στις επιστολές σου διακρίνεται αρκετά το ότι, όσο μπορούσες, μετρίασες και συγκράτησες τον ερεθισμό και την αγανάκτησή σου, για να μη ανταποδώσεις κακολογία αντί κακολογίας. Όμως, εάν μαράθηκα από τη λύπη, όταν τις διάβαζα, και έμεινα σαν αναίσθητος από το φόβο, τι θα μου προξενούσαν εκείνα που σου έγραψε, εάν τυχόν έφθαναν στα χέρια μου; «Οὐαί τῷ κόσμῳ ἀπό τῶν σκανδάλων» (Μθ 18, 7). Ιδού συμβαίνει και εκπληρώνεται πλήρως αυτό που λέγει η αλήθεια της Γραφής: «Διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Μθ 24, 12). Τι θα μπορέσει να γεμίσει με ασφάλεια τις πιστές καρδιές; Ποίου τα φρονήματα προβάλλει εξ ολοκλήρου η αγάπη που δεν φοβείται; Ποιος φίλος, τελικά, δεν φοβείται μήπως γίνει εχθρός, εάν μπόρεσε να δημιουργηθεί ανάμεσα στον Ιερώνυμο και στον Ρουφίνο165 αυτό, για το οποίο οδυρόμαστε; Ω 164. Παρ’ όλες τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από το επισκοπικό αξίωμά του, ο Aυγουστίνος ασχολήθηκε ευρύτατα με την ερμηνεία της Γραφής, με αποτέλεσμα η φήμη του ως ερμηνευτή να είναι μεγάλη και η επιρροή του αξιόλογη. ΄Ηταν ο επίσκοπος που όφειλε να οικοδομήσει τους πιστούς και να στηρίξει τους σαλευόμενους. 165. Ο Ρουφίνος -Tyrannius ή Turannius Rufinus- μετέφρασε πολλά έργα του Ωριγένη, του Μ. Βασιλείου, του Γρηγορίου Θεολόγου και το έργο του Ευσεβίου Καισαρείας Χρονικά. Χάρη στον Ρουφίνο ουκ ολίγα αξιόλογα έργα 150 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης αθλία και ελεεινή περίπτωση! Ω άπιστη γνώση του τι θέλουν οι τωρινοί φίλοι, εφόσον δεν υπάρχει καμία πρόγνωση για τους μελλοντικούς! Αλλά τι να θεωρήσω πως πρέπει να θρηνήσει ο ένας για τον άλλο, όταν ούτε ο ίδιος ο άνθρωπος γνωρίζει το μέλλον του; Σίγουρα ο άνθρωπος γνωρίζει δύσκολα οποίος είναι τώρα. Όμως αγνοεί οποίος θα είναι αργότερα. 7. Εάν, βεβαίως, οι άγιοι και μακάριοι άγγελοι όχι μόνο γνωρίζουν τι είναι κάποιος, αλλά έχουν και την πρόγνωση166 για το τι θα είναι στο μέλλον, δεν βλέπω καθόλου πώς ο διάβολος θα είναι κάποτε μακάριος, αν και κάποτε ήταν αγαθός άγγελος και γνωρίζει τη μέλλουσα δεινή του θέση και την αιώνια τιμωρία. Θα ήθελα να ακούσω τι φρονείς επ’ αυτού του θέματος, διότι σίγουρα χρειάζεται να το γνωρίζουμε. Βλέπε τι κάνουν οι στεριές και οι θάλασσες που χωρίζουν τα έφθασαν έως εμάς. Οπαδός του Ωριγένη, έμεινε πιστός σε αυτόν ακόμη και όταν αποκηρύχθηκε ως αιρετικός. Βλ. M. von Albrecht, ό. π., σ. 1915-1916. Ο Ρουφίνος ήταν παλαιός φίλος του Ιερωνύμου, με τον οποίο ο άγιος Πατέρας μας είχε πολύ μεγάλη διένεξη. Αφορμή στάθηκε η μετάφραση από τον Ρουφίνο του έργου του Ωριγένη Περί Αρχών. Ο Ιερώνυμος του επιτέθηκε, ο δε Ρουφίνος αντεπιτιθέμενος έγραψε τα δύο βιβλία Invectivae, Επιτιμητικοί λόγοι. Στα τρία βιβλία του έργου του Apologia adversus libros Rufini ο Ιερώνυμος απάντησε με ύφος πικρόχολο και δηκτικό. Βλ. H. J. Rose, ό. π., σ. 207-208, 213-214. 166. Σύμφωνα με κάποιους Ανατολικούς Πατέρες, οι άγγελοι δεν γνωρίζουν όσα πρόκειται να συμβούν στο μέλλον και τα απόκρυφα των καρδιών των ανθρώπων. Κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό, «ούτε οι άγγελοι του Θεού γνωρίζουν τα μέλλοντα», αλλά «προλέγουν, διότι ο Θεός τους αποκαλύπτει και επιτάσσει να προλέγουν». Βλ. PG 94, 877A. Ο δε Ισίδωρος Πηλουσιώτης γράφει ότι «οι τάξεις των αγγέλων αγνοούν τα μη παρόντα, ως σύνδουλοι της φύσεως». Βλ. PG 78, 308B. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 151 σώματά μας. Εάν ήταν δική μου αυτή η επιστολή, την οποία διαβάζεις, ήδη θα μου έλεγες ότι ησύχασες. Τώρα, όμως, πότε θα απαντήσεις; Πότε θα αποστείλεις την επιστολή σου; Πότε θα φθάσει; Πότε θα την παραλάβω; Και όμως είθε να γίνει κάποτε αυτό που δεν μπορεί να γίνει τόσο γρήγορα, όσο θέλουμε. Πόση υπομονή μπορούμε να κάνουμε! Γι’ αυτό επιστρέφω σε εκείνα τα λόγια της επιστολής σου, τα γλυκύτατα και πλήρη αγίου πόθου, και με τη σειρά μου λέγω τα εξής: «Είθε να αξιωθούμε να σε συναντήσουμε, να σε ασπασθούμε και να διδάξουμε ή να διδαχθούμε κάποια πράγματα». Εάν όμως αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει με εκείνον τον τρόπο, τότε εγώ θα σε δίδασκα. 8. Παρηγορούμαι, όμως, πολύ με αυτά τα λόγια, όχι μόνο τα δικά σου αλλά και τα δικά μου. ΄Οταν ευχαριστιέμαι και αναθαρρώ και μολονότι μας διακατέχει και συνδέει και τους δύο μεγάλη επιθυμία, τότε πάλι στενοχωρούμαι και πονάω παραπολύ. Σκέπτομαι ότι ανάμεσα σε εσάς, που ο Θεός σας χάρισε άφθονα και μεγαλόδωρα αυτό ακριβώς που ο καθένας μας ευχόταν, και, ενώ είσθε δεμένοι και κατέχετε πολύ το μέλι της αγίας Γραφής, διασύρετε ο ένας τον άλλο και, χωρίς να το καταλαβαίνετε, εισάγετε τόσο μεγάλο όλεθρο και πικρία σε περιπτώσεις που δεν πρέπει να φοβόμαστε άνθρωπο. Πράγματι ποιος δεν μπορεί να φοβείται, όταν, σε αυτόν τον καιρό, έχοντας αποβάλει το φορτίο των κοσμικών φροντίδων, ήδη ανάλαφροι ακολουθήσατε τον Κύριο και ζήσατε μαζί σε αυτήν τη γη, στην οποία ο Κύριος περπάτησε και είπε: «Εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῑν, εἰρήνην τήν ἐμήν ἀφίημι ὑμῑν» (Ιω 14, 27), και όμως μπόρεσε να συμβεί αυτή η έχθρα ανάμεσα σε εσάς, ανθρώπους ώριμους που διάγετε με την ευγλωττία του Κυρίου! Πραγ- 152 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης ματικά «πειρατήριόν ἐστιν ὁ βίος ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς» (Ιώβ 7, 1). Κρίμα για εμένα που δεν μπορώ να βρεθώ κάπου μαζί σας! ΄Ισως, επειδή ταράσσομαι, πονώ και φοβούμαι, θα έπεφτα στα πόδια σας, θα έκλαια και, όσο μπορούσα, θα παρακαλούσα. Πόσο θα χαιρόμουν άλλοτε τον ένα από εσάς για ό,τι είναι, άλλοτε αμφότερους για τον καθένα σας και για τους άλλους και προπάντων για τους «ασθενείς», για τους οποίους «Χριστός ἀπέθανε» (Α΄Κο 8, 11)! Αυτοί σας βλέπουν, σαν σε θέατρο αυτής της ζωής, να κινδυνεύετε πολύ, μήπως, συγγράφοντας αυτά για εσάς, διασπείρετε εκείνα, για τα οποία αρνείσθε να ομονοήσετε, επειδή δεν θα μπορέσετε να τα εξαλείψετε με τη συμφωνία, ή εκείνα που φοβείσθε να διαβάσετε και να συμφωνήσετε, μη τυχόν πάλι φιλονικήσετε. 9. Λέγω στην αγάπη σου ότι δεν φοβήθηκα τίποτε περισσότερο, παρά μόνο αυτό το παράδειγμα, όταν στην επιστολή σου που διάβασα, διέκρινα κάποια τεκμήρια του θυμού σου˙ όχι τόσο τα περί του Εντέλλου και για το κουρασμένο βόδι, όπου μου φάνηκε ότι μάλλον χαριεντιζόσουν με ιλαρότητα, παρά απειλούσες οργισμένος, όσο εκείνο που φαίνεται αρκετά ότι το έγραψες με βιασύνη. Προηγουμένως ίσως μίλησα περισσότερο απ’ ό,τι όφειλα, αλλ’ όχι περισσότερο απ’ ό,τι φοβήθηκα, όταν είπες: «Μη τυχόν κουράσθηκες και δικαίως θα κατηγορούσες». Σε ρωτώ αν είναι δυνατό αμφότεροι να ερευνούμε κάτι και να διαπραγματευόμαστε, ώστε οι καρδιές μας να τρέφονται χωρίς την πικρία της διαφωνίας. Εάν όμως δεν μπορώ να πω τι νομίζω πως πρέπει να διορθωθεί στα κείμενά σου ούτε συ στα δικά μου κείμενα, παρά μόνο με την υποψία του φθόνου ή τη βλάβη της φιλίας, ας τα αποσιωπήσουμε και ας μη βλάψουμε τη σωτηρία Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 153 της ψυχής μας. Σίγουρα λιγότερο κατέχουμε τη γνώση που «φυσιοῑ», ενώ δεν λυπεί η αγάπη που «οἰκοδομεῑ» (Α΄Κο 8, 1). Εγώ αισθάνομαι ότι ευρίσκομαι μακριά από εκείνην την τελειότητα, που λέγει η Γραφή: «Εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ» (Ιακ 3, 2). Αλλά σαφώς με το έλεος του Θεού φρονώ ότι εύκολα μπορώ να ζητήσω συγγνώμη από σένα, εάν σε κάτι σε λύπησα. Οφείλεις να μου το δηλώσεις, ούτως ώστε, όταν σε ακούσω, να κερδίσεις τον αδελφό σου (Μθ 18, 15). Λόγω της αποστάσεως των χωρών μας, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό ανάμεσά μας και γι’ αυτό οφείλεις να με αφήσεις να πλανηθώ. Πάντως, όσον αφορά στα ίδια τα πράγματα που θέλουμε να μάθουμε, εάν γνωρίζω ή πιστεύω ή θεωρώ πως κάτι αληθινό με αφορά, και γι’ αυτό εσύ έχεις διαφορετική άποψη, με όση δύναμη δίνει ο Κύριος, θα προσπαθήσω να το επιβεβαιώσω χωρίς να σε βλάψω. Όμως όσον αφορά στη θλίψη σου, επειδή διαισθάνομαι ότι είσαι θυμωμένος, δεν θα ζητήσω τίποτε άλλο, παρά μόνο συγγνώμη. 10. Ούτε νομίζω καθόλου ότι μπόρεσες να αγανακτήσεις, εκτός και αν ή είπα αυτό που δεν όφειλα να πω, ή δεν μίλησα όπως όφειλα. Δεν απορώ που γνωριζόμαστε λιγότερο απ’ ό,τι μας γνωρίζουν οι στενοί φίλοι και οι οικείοι. Ομολογώ ότι εύκολα ρίχνω στην αγάπη τους όλο μου τον εαυτό, ιδιαίτερα όταν είμαι κουρασμένος από τα σκάνδαλα του κόσμου, και εκεί αναπαύομαι χωρίς καμία φροντίδα. Βεβαίως αισθάνομαι ότι εκεί είναι ο Θεός, στον Οποίο ρίχνω αμέριμνος τον εαυτό μου και σε Αυτόν αναπαύομαι χωρίς καμία φροντίδα. Με αυτήν μου την ασφάλεια δεν φοβούμαι την αβεβαιότητα του αύριον και το εύθραυστο του ανθρώπου, περί του οποίου πρωτύτερα αναστέναξα. 154 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Επειδή, λοιπόν, αισθάνομαι ότι έγινες πιστός μου φίλος εσύ, ένας άνθρωπος που καίεται από τη χριστιανική αγάπη, σου εμπιστεύομαι όλες τις προθέσεις και τις σκέψεις μου˙ όχι σε οποιονδήποτε άνθρωπο, αλλά σε εκείνον που παραμένει τέτοιος. «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει» (Α΄ Ιω 4, 16). Εάν με εγκαταλείψεις, αναγκαστικά θα λυπηθώ, ενώ, παραμένοντας κοντά μου, θα με χαροποιήσεις. Αλλ’ όμως, όταν κάποιος από στενότατος φίλος έγινε εχθρός, αναρωτιέται μάλλον τι επινόησε ως πανούργος και όχι τι βρήκε για να το εγκαταλείψει οργισμένος. Ο καθένας εύκολα το επιτυγχάνει όχι κρύβοντας αυτό που έκανε, αλλά μη κάνοντας αυτό που ήθελε να κρύψει. Το έλεος του Θεού παραχωρεί στους καλούς και ευσεβείς να συναναστρέφονται ελεύθεροι και ασφαλείς όλους τους φίλους, να μη φανερώνουν τα ξένα αμαρτήματα που τους εμπιστεύθηκαν και τα οποία φοβούνται να φανερωθούν, ενώ οι ίδιοι δεν εμπιστεύονται τίποτε. Επειδή είναι ψέμα αυτό που επινοεί ένας κακολόγος, ή δεν γίνεται καθόλου πιστευτό ή σίγουρα και μόνο με τη φήμη βλάπτεται εξ ολοκλήρου η σωτηρία του ανθρώπου. Όμως, επειδή αυτός διαπράττει κακό, είναι εσωτερικός εχθρός, ακόμη και αν δεν γίνεται φανερό με την πολυλογία του ή με την έριδα. Γι’ αυτόν το λόγο, ποιος νουνεχής δεν το βλέπει, ακόμη και συ, πόσο υπομονετικά υποφέρεις μερικές φορές τις απιστίες και εχθρότητες ενός φίλτατου και οικειότατου, με την παρηγοριά -τρόπον τινά- της συνειδήσεως, είτε όταν κάτι διαφημίζεται είτε όταν κάτι ίσως μερικοί το πιστεύουν; Θα το θεωρήσεις, λοιπόν, ότι αγωνίζεται κατά του διαβόλου με τα αριστερά όπλα Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 155 μάλλον, παρά με τα δεξιά;167. Αλλά θα προτιμούσα εκείνος να ήταν κατά κάποιο τρόπο πιο ήπιος, παρά εσύ να είσαι με τον ίδιο τρόπο πιο αρματωμένος. Αυτό είναι το μεγάλο και θλιβερό που απορεί κανείς: Από μεγάλες φιλίες να φθάσει σε αυτές τις έχθρες. Θα είναι ευχάριστο και πολύ πιο σπουδαίο να επανέλθει από τόσο μεγάλες έχθρες στην παλαιά ομόνοια. 167. Πρβλ. Β΄ Κο 6, 7. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 103η168 Στον αληθινά άγιο κύριο, και μακαριώτατο πάπα Αυγουστίνο, ο Ιερώνυμος, εν Χριστώ χαίρειν Τ ο παρελθόν έτος, μέσω του αδελφού μας Αστερίου, του υποδιακόνου, έστειλα στην Εντιμότητά σου επιστολή, με την οποία ανταπέδωσα το πρόδηλο καθήκον του χαιρετισμού, τον οποίο νομίζω ότι ήδη σου είχα ανταποδώσει. Τώρα, επίσης, με τον άγιο αδελφό μου Praesidius, τον διάκονο, παρακαλώ εν πρώτοις να με μνημονεύεις, κατόπιν να έχει συστάσεις από σένα αυτός που μεταφέρει τις επιστολές και να τον αναγνωρίζεις ως όμοιο με εμένα˙ και, αν παραστεί ανάγκη, να τον φροντίσεις και να τον διαθρέψεις, όχι όταν χρειάζεται κάτι που θα το χορηγήσει ο Κύριος, αλλ’ επειδή επιθυμεί με απληστία τις φιλίες των καλών και θεωρεί ότι για να δεθούν αυτές οι φιλίες είναι κυρίως απαραίτητη η ευεργεσία. Όμως το γιατί έπλευσε στη Δύση μπορείς να το μάθεις, αν σου το αφηγηθεί ο ίδιος. 2. Εμείς εγκατασταθήκαμε στο μοναστήρι169 και από τότε καταπονούμαστε από ποικίλους κινδύνους και υπομένουμε τις δυ- 168. Γράφηκε το έτος 403. 169. Υπονοεί την παραμονή του στη Βηθλεέμ από το 386 έως το θάνατό του. 158 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης σκολίες της αποδημίας. Αλλά πιστεύουμε σε Αυτόν που είπε: «Θαρσεῑτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ιω 16, 33). Με τη χάρι και την προστασία του Κυρίου μας θα επιτύχουμε τη νίκη εναντίον του εχθρού μας, του διαβόλου. Σε παρακαλώ να χαιρετήσεις τον άγιο και αξιοσέβαστο αδελφό μας, τον πάπα Αλύπιο, και να του διαβιβάσεις τα σέβη μου. Οι άγιοι αδελφοί, οι οποίοι μετά σπουδής υπηρετούν μαζί μας τον Κύριο στο μοναστήρι, σου στέλνουν τους θερμούς χαιρετισμούς τους. Ο Χριστός και παντοδύναμος Θεός μας να σε φυλάγει αβλαβή. Να με μνημονεύεις, αληθινά άγιε κύριε και αποδεκτέ πάπα. ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ AUCTARIUM O ποιος μελετά τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων με ιδιαίτερη προσοχή, επιμέλεια και πόθο, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ξεδιψά και να ανακουφίζει την ψυχή του. Τα συγγράμματά τους αποτελούν τις πηγές που και αυτές προέρχονται από τις δύο μεγάλες πηγές, της αγίας Γραφής και της ιεράς Παραδόσεως. Ολόκληρο το περιεχόμενο της Γραφής βρίσκεται μετουσιωμένο στις σελίδες των πατερικών συγγραμμάτων. Γι’ αυτό όποιος τις μελετά, έρχεται σε επαφή και βαθύτερη γνωριμία με τη Γραφή. Οι Πατέρες, θεοφώτιστοι, ερμήνευσαν τη Γραφή και έλυσαν πολλά και πολύπλοκα προβλήματα. Πατέρες και Γραφή συνδέονται στενά και δεν μπορούν να νοηθούν χωριστά. Οι Πατέρες μάς δείχνουν τον τρόπο κατανοήσεως του αγιογραφικού βάθους, το δρόμο να βγούμε από το τέλμα. Με το θείο φωτισμό τους απλοποιούν και επιλύουν τα ζητήματα και μας εισάγουν στην απλότητα του θείου λόγου. Η παρουσία των πεπνυμένων Πατέρων μέσα στον αγιογραφικό χώρο αποτελεί ασφάλεια και εγγύηση για την πορεία μας στην οδό της ερμηνείας της Γραφής. Ως εκλεκτά της χάριτος σκεύη αποτυπώνουν την προσωπικότητά τους στα έργα τους. ΄Οποιος τους μελετά, μένει εκστατικός μπροστά στην αρμονία ζωής και πίστεως, που φαίνεται στα έργα 160 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης τους. Βλέπει την αλήθεια της πίστεως, συνοδευόμενη από τη γνησιότητα της χριστιανικής ζωής. Οι Πατέρες είχαν τον ψυχικό φωτισμό. Αλλά η ένωσή τους με τον Θεό επιτεύχθηκε, διότι έμειναν μέσα στην Εκκλησία˙ καλλιεργήθηκαν με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που μόνον η Εκκλησία μεταδίδει στους πιστούς. Μόνο με την Εκκλησία μπορεί να γίνει ο άνθρωπος “δεκτικός Θεού”, “capax Dei”. Γι’ αυτό, όποιος εντρυφά στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων, εντρυφά στις θείες ηδονές˙ εγγίζει τον Θεό και πυρέσσει για την αγάπη Του. Οι Πατέρες δεν είναι για εμάς πρωτίστως “φιλόσοφοι”, αλλά άνθρωποι της πίστεως, της ζώσας Παραδόσεως. Ad Patres, ο fratres. Στους Πατέρες, αδελφοί. Αυτή η επιστροφή δεν θα είναι οπισθοδρόμηση. Θα είναι ανύψωση της ζωής μας, ασφάλεια σε ακύμαντο λιμένα. Η καρδιά μας, εμπνεόμενη από την ζωή, τη διδασκαλία των Πατέρων μας, θα τείνει πάντοτε να ομοιωθεί προς την καρδιά του Ιησού, ο Οποίος υπέδειξε τον προορισμό του ανθρώπου˙ θα γίνει ο μακρόκοσμος μέσα στον μικρόκοσμο. Ιδιαίτερα στις επιστολές των δύο αγίων Πατέρων Ιερωνύμου και Αυγουστίνου, οι οποίοι ανήκουν στη χορεία των αγίων και μεγάλων εκκλησιαστικών διδασκάλων της μιας και αδιαιρέτου Εκκλησίας, είναι πρόδηλη η λιπαρά γνώση της Γραφής και η ευχέρεια με την οποία χρησιμοποιούσαν τα αγιογραφικά χωρία. Μελετώντας τις επιστολές τους και τα συγγράμματά τους εν γένει, αβίαστα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι γνώριζαν από στήθους τη Γραφή. Επίσης, στις επιστολές που αντήλλαξαν, καθίσταται σαφής η μέριμνά τους να υπερασπισθούν το θεόπνευστο κείμενο της αγί- Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 161 ας Γραφής έναντι παγανιστών και αιρετικών. Βεβαίως από διαφορετική σκοπιά ο καθένας, με διαφωνία που καταλήγει στη συμφωνία, στην αρμονία του αγίου Πνεύματος. Από τον sensus στον consensus. Αυτή η αγωνία τους τούς κατέστησε δυνατούς μαχητές στο πεδίο της Γραφής, για να μας καταλίπουν υπόδειγμα πώς οι πνευματικοί ηγέτες τυρβάζονται περί τα πνευματικά και όχι περί τα υλικά του κόσμου τούτου, ο οποίος παρέρχεται μαζί με την επιθυμία του. Η Εκκλησία δεν προσαρμόζεται στην κοσμική νοοτροπία, αλλά ο κόσμος προσαρμόζεται στη θεία Αλήθεια που φέρει η Εκκλησία. Μόνον η Εκκλησία κατέχει το “χάρισμα της αληθείας”, ως ιερά παρακαταθήκη, τον «κανόνα της αληθείας», «regulam veritatis», κατά τον άγιο Ειρηναίο Λουγδούνου170. Η Εκκλησία είναι ο εγγυητής του αγιογραφικού κειμένου, σύμφωνα με την κλασική ρήση του αγίου Αυγουστίνου˙ «Ego vero Evangelio non crederem, nisi me catholicae Ecclesiae commoveret auctoritas»: Εγώ βεβαίως δεν θα πίστευα στο Ευαγγέλιο, αν δεν με παρακινούσε η αυθεντία της καθολικής Εκκλησίας171. Η αυθεντία της καθολικής Εκκλησίας είναι η αναμφισβήτητη, η αναγκαία αρχή ορθής ερμηνείας. Η πραγματική ερμηνεία της Γραφής είναι η κηρύσσουσα Εκκλησία, η Παράδοση. Κατά δε τον άγιο Ιερώνυμο, οι αιρετικοί «δεν κατέχουν το Ευαγγέλιο του Θεού, καθόσον στερούνται του αγίου Πνεύματος, άνευ του οποίου το διδασκό- 170. Βλ. ΄Ελεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, Α΄, 9, 4. 171. Βλ. Contra epistοlam Manichaei, quam vocant fundamenti 5, 6˙ PL 42, 176. 162 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης μενο Ευαγγέλιο καθίσταται ανθρώπινο»172. Η αληθινή έννοια της Γραφής, ο sensus Scripturae, γίνεται αντιληπτός «juxta fidei veritatem», σύμφωνα με την αλήθεια της πίστεως. Orate, Patres. Mementote desiderantium vos et curam gerentium scriptorum vestrorum: Εύχεσθε, Πατέρες. Μνημονεύετε όσων σας ποθούν και επιμελούνται τα έργα σας. 172. Βλ. Commentarium in epistolam ad Galatas˙ PL 26, 347Α. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α΄. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ Α΄. 1. Λατινική Ambrosius, De officiis ministrorum, PL 16, 23-184. Του αυτού, Commentarium in epistolam beati Pauli ad Galatas, PL 17, 337-372. Augustinus, Epistolae ad Hieronymum, CSEL 34, 2˙ 55, 2. Του αυτού, Retractationes, PL 32, 581-656. Tου αυτού, Confessiones, PL 32, 659-868. Του αυτού, Epistolae, PL 33, 61-1025. Του αυτού, De doctrina christiana, CCSL 32. Του αυτού, De consensu evangelistarum, PL 34, 1041-1230. Του αυτού, Expositio epistolae ad Galatas, PL 35, 2105-2148. Του αυτού, Εnarrationes in Psalmos, PL 36, 67-1028. Του αυτού, Sermones, PL 38, 23-1484. Του αυτού, De Civitate Dei, PL 41, 13-804. Tου αυτού, Contra epistοlam Manichaei, quam vocant fundamenti, PL 42, 171-206. Του αυτού, Contra Faustum Manichaeum, PL 42, 207-518. Του αυτού, De Trinitate, PL 42, 819-1008. Cyprianus, Epistolae, PL 4, 191-444. Eusebius Vercellensis, Evangelium, PL 12, 141-838. Hieronymus, Epistolae ad Augustinum, CSEL 55, 2. 164 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Του αυτού, Εpistolae, PL 22, 325-1224. Του αυτού, Apologia adversus libros Rufini, PL 23, 415-514. Του αυτού, De viris illustribus, PL 23, 631-760. Του αυτού, Expositio interlinearis libri Ιob, PL 23, 1475-1536. Του αυτού, Commentarium in Ionam prophetam, PL 25, 11171152. Του αυτού, Commentarium in Μichaeam prophetam, PL 25, 1151-1230. Του αυτού, Commentarium in epistolam ad Galatas, PL 26, 331468. Tertullianus, Adversus Marcionem, PL 2, 267-556. Victorinus, In epistolam Pauli ad Galatas, PL 8, 1145-1198. A΄. 2. Ελληνική Γρηγόριος ο Θεολόγος, ΄Επη, PG 37, 397-1600. Δίδυμος ο τυφλός, Περί της αγίας Τριάδος, PG 39, 269-992. Επιφάνιος Κωνσταντίας, Πανάριος, PG 41, 173-1200. Eυσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 20, 45-904. Του αυτού, Προπαρασκευή Ευαγγελική, PG 21, 21-1408. Iσίδωρος Πηλουσιώτης, Επιστολαί, PG 78, 177-1646. Iωάννης Δαμασκηνός, ΄Εκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 789-1228. Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλία τη προτέρα συνάξει…, PG 51, 371-388. Του αυτού, Υπόμνημα εις την προς Γαλάτας επιστολήν, PG 61, 611-682. Μακάριος Μαγνησίας, Μονογενής ή Αποκριτικός προς ΄Ελληνας, PG 10, 1343-1406. Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 165 B΄. ΘΥΡΑΘΕΝ Β΄. 1. Λατινική Cicero, De amicitia: Cambridge. Του αυτού, De officiis: Loeb. Του αυτού, Epistulae ad familiares: Purser. Του αυτού, Rhetorica ad Herennium: Loeb. Martialis, Epigrammata: Oxonii. Persius, Satires: Ramsay. Plinius Secundus, Historia Naturalis: Loeb. Terentius, Andria: Parry. T. Livius, Ab Urbe condita: Oxonii. Vergilius, Aeneis: Oxonii. Του αυτού, Bucolica: Oxonii. Β΄. 2. Ελληνική Ηρόδοτος, Ιστορίαι: Oxonii. Γ΄. NEOTEΡΗ Albrecht von M. (2011), Iστορία της Ρωμαϊκής Λογοτεχνίας, τ. 2, μτφ. - επιστημ. επιμέλεια Δ. Νικήτας, 5η έκδ., Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης: Ηράκλειο. Balmer J. (2013), Piecing together the Fragments: Translating Classical Verse, Creating Contemporary Poetry, Oxford University: Oxford. Berschin W. (1998), Ελληνικά Γράμματα και Λατινικός Μεσαίωνας, μτφ. Δ. Νικήτας, University Studio Press: Θεσσαλονίκη. Brown F. – Driver S. – Briggs C. (1976), A Hebrew and English 166 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Lexicon of the Old Testament, 3η έκδ., Oxford. Χατζηεφραιμίδης Ειρηναίος (1991), Αγίου Ειρηναίου Λουγδούνου, ΄Ελεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, εισαγωγή, μτφ., σχόλια, Θεσσαλονίκη. Χρήστου Π. (1978), Ελληνική Πατρολογία, τ. 2, ΠΙΠΜ: Θεσσαλονίκη. Του αυτού (1987), Ελληνική Πατρολογία, τ. 3, Μερετάκης: Θεσσαλονίκη. Dunn J. - Rogerson J. (2003), Eerdmans Commentary on the Bible, Εerdmans: Cambridge. Field F. (1964), Origenis Exapla, τ. 2, Olms: Hildesheim. Fitzmyer J. (2008), The Interpretation of Scripture: In Defense of the Historical-Critical Method, Paulist Press: New Jersey. Heller J. (1985), “Notes on the Meaning of Κολοκύντη”, Illinois Classical Studies, τ. 10, 1, σ. 68-117. Paul St-Pierre (2008), “Translating Communities”, TranscUlturAl, τ. 1, σ. 1-13, Université de Montréal: Montreal. Plumer Ε. (2003), Augustine’s Commentary on Galatians, Oxford University Press: London. Robinson B. (1985), “Jonah’s Qiqayon Plant”, Zeitschrift für die Alttestamentliche Wissenschaft, τ. 97, σ. 390-403. Rose H. J. (1980), Ιστορία της λατινικής λογοτεχνίας, τ. 2, μτφ. Κ. Γρόλλιος, ΜΙΕΤ: Αθήνα. Scheck Τ. (2010), St. Jerome’s Commentaries on Galatians, Titus and Philemon, μτφ., εισαγωγή, University of Notre Dame Press: Notre Dame, Indiana. Squires S. (2008), Jerome’s Animosity against Augustine, The Catholic University of America: Washington. Walton B. (1964), Biblia Sacra Polyglotta, τ. 3, Akademische Druck: Graz. Α΄. ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΧΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ 20 ΄Εξοδος 17 119. 120 14 Λευιτικόν 2-32 118 5 Δευτερονόμιον 21 119. 120 17 11 17 19 12 Α΄ Βασιλειών 49ε. 48 Β΄ Βασιλειών 4 102 17 102 27 91 32-38 91 Α΄ Παραλειπομένων 17ε. 49 Ψαλμοί 48 122 48 49 49 48 34. 69 28 4 5 56 67 80 107 109 140 7 7 8-9 12 11 2-3 4 5 7 1 27 Παροιμίαι 6 134. 147 22 Σοφία Σειράχ 6 86 Ιώβ 152 Ιωνάς 26 Β΄ Παραλειπομένων 19 48 7 Β΄ Μακκαβαίων 1ε. 34. 70 4 38 [31] 6 80-82. 140 Ιερεμίας 31-32 67. 118 168 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης 25 Ιεζεκιήλ 67 5 7 18 24 37 12 7 12 Ματθαίος 122 131 149 149 1 Μάρκος 44 118 16 16 20 11 14 15 16 18 21 Λουκάς 66 23 1 5 7 14 16 10 Ιωάννης 16-17 67. 117 18 66. 117 46 104 10 118 18 49 6 73 27 151 33 158 Πράξεις 12 56 13 56 14-15 56 34-35 56 44-45 56 28 5 7 10 13 14 47-48 1-3 17-18 26 1-2 4-21 41 3 18 17 20-24 20-25 21 26 12-13 22-24 14 30-31 56 56 57 58 58 58 60 60. 104 60. 104 61 61 105 104 61. 104 62 62 62 62 Ρωμαίους 5 120 20 120 6 67 7 119. 120 12 68 12-13 120 14 68 3 34. 69 4 66 9 119. 120 5 86 169 Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου 15 Α΄ Κορινθίους 2 123 10-16 25 1 153 11 152 20 32. 63 22 35. 130. 132 14-15 26 6 10 11 12 Β΄ Κορινθίους 7 155 1 145 29 35 14 49 4 7 8 9 1 2 3 Γαλάτας 18 58 20 31. 103. 127 21 101 1-2 58 2 58 3-5 108 7-8 53 11 127 11-14 59 12 33 14 25. 31. 33. 101 21 119 19 120 25 68 4 5 6 4-5 19 2 3 4 6 18 1 15 68 101 67. 118 53 67. 119 73 67. 119 131 73 4 6 Εφεσίους 3 29 13-17 48 3 Φιλιππησίους 8 34. 70 2 Κολασσαείς 17 104. 108 1 2 4 Α΄ Τιμόθεον 5 130 7 53 1-3 25 3 69 2 Β΄ Τιμόθεον 20-21 135 6 Εβραίους 20 34. 69 170 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Ιακώβου 3 5 2 12 Αποκάλυψις 153 122 Α΄ Ιωάννου 4 16 154 2 3 9 9 65 65 Β΄. ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ Β1΄. Ελληνόγλωσσο Αίγυπτος, 76, 81 Αιμίλιοι, 80 Ακύλας, 80, 81 Αλεξάνδρεια, 51, 110 Αλύπιος, 15, 21, 96, 158 Αμβροσιαστής, 12, 14 Αμβρόσιος, 76, 122, 126 Αννίβας, 91 Αντιόχεια, 9, 12, 14, 18, 33, 51, 57, 58, 76, 104, 107, 124, 132 Απολινάριος Λαοδικείας, 31, 51, 76, 125 Αρκάδιος, 54 Αστέριος Σκυθοπόλεως, 76 Αστέριος υποδιάκονος, 76, 85, 97, 143, 157 αστερίσκοι, 17, 40, 41, 74, 75 Δίδυμος ο τυφλός Αλεξανδρεύς, 14, 51, 76, 125 Δονατισμός, 32 δοξάριον, 90 Βαρνάβας, 13, 57, 59 Βασίλειος Καισαρείας, 149 Βηθλεέμ, 11, 86, 157 Ηρόδοτος, 81 Γολιάθ, 48 Γρηγόριος Θεολόγος, 33, 149 γυμνοποδία, 61 Δαυίδ, 48, 91, 102 Εβίων, 64, 71 Εβιωναίοι, 64, 65, 113 Ειρηναίος Λουγδούνου, 9, 23, 161 Εντελλίνοι, 143 Επιφάνιος Κωνσταντίας, 51, 125, 137 επιχειρήματα, 85 εριουργός, 87 Ευσέβιος Βερκελλένης, 76 Ευσέβιος Εμέσης, 51, 126 Ευσέβιος Καισαρείας, 13, 24, 76, 125, 149 Θαγάστη, 21 Θεοδοτίων, 74, 81 Θεοδώρητος Κύρρου, 31 Θεόδωρος Ηρακλείας, 51, 76, 126 Ιεροκλής, 30 Ιεροσόλυμα, 55, 59, 90, 106 172 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Ιλάριος Πικταβίου, 23, 76 Ιμέρα, 73 Ιννοκέντιος Α΄, 110 Ιουδαίοι, 14, 15, 32, 34, 35, 43, 53, 55, 58, 59, 60, 61, 62, 64, 65, 66, 69, 70, 71, 72, 73, 77, 78, 79, 82, 101, 104, 105, 106, 107, 108, 111, 112, 113, 114, 116, 123, 127, 128, 129, 130, 131, 133, 138 Ιουλιανός, 30 Ιουστίνος, 23 Ιππών, 11, 33 Ισίδωρος Πηλουσιώτης, 150 Ιωάννης Δαμασκηνός, 150 Ιωάννης Χρυσόστομος, 14, 54, 55, 126, 137 Κυπριανός διάκονος, 16, 39, 47, 132, 140, 143 Κυπριανός Καρχηδόνος, 126, 132 Κύριλλος Ιεροσολύμων, 23 Καισάρεια, 56, 62 κανθήλιος, 80 Καρακάλλας, 87 Κάστωρ, 73 Κεγχρεές, 60, 104 Κέλσος, 30 Κήρινθος, 64 κικεών, 81 κίκι, 81 κισσός, 15, 16, 44, 80, 81, 82, 140 κιττός, 80 Κλήμης Αλεξανδρεύς, 23, 24 Κοϊντιλιανός, 43 Κόιντος Μάξιμος, 91 κολοκύνθη, 9, 15, 16, 18, 43, 79, 80, 81, 96, 140 κρότων, 81 Ναζιραίοι, 60 Ναζωραίοι, 65, 113 Νεποτιανός, 50 Νέρων, 62 Νικήτας Δ., 11, 74 Νισάν, 69 Νουμάς, 87 νύξις, 65 Μακάριος Μαγνησίας, 31 Μάνης, 68 Μανιχαίοι, 68, 102, 116, 140, 148 Μανιχαϊσμός, 32, 68 Μάριος Βικτωρίνος, 12, 13, 14 Μαρκέλλα, 86 Μαρκίων, 68 Μέγας Κωνσταντίνος, 52 Μιναίοι, 64 Μοίρος/ης, 91 Μωυσής, 60, 67, 104, 105 οβελίσκοι, 17, 40, 74, 75 οβελός, 41 Οζίας, 48 Οία, 16, 42, 43, 79, 140 Οράτιος, 19, 54 Παλαιστίνη, 22, 80, 81 παλινωδία, 18, 35, 73, 85, 92, 137 Η αλληλογραφία των αγίων Αυγουστίνου και Ιερωνύμου Παύλα, 86 Παυλινιανός, 84 Πελαγιανοί, 11, 148 Πελάγιος, 12 πήρα, 87 Πολυδεύκης, 73 Πομπήιος, 80 Πορφύριος, 13, 30, 31, 54, 62, 71, 124 Στρωματείς, 51, 54 Σύμμαχος, 81 Συρία, 81 Σύροι, 80 Ρουφίνος, 17, 18, 43, 79, 87, 88, 97, 98, 149, 150 Ρώμη, 14, 62, 74, 80, 83, 85, 86, 87, 89, 91, 110, 136 Φαύστος, 116 Φιλιππούπολη, 51 Φιλοστόργιος, 31 173 Τεισίας, 73 Τερτυλλιανός, 14 Τρίπολη, 16, 43 Τροία, 35 Χρήστου Π., 41, 52, 64, 68 Σαρδική, 52 Σικελία, 13, 87, 143 Σισίννιος, 85, 89 Σόδομα, 35 Στησίχορος, 18, 73, 85, 137 Ωριγένης, 14, 16, 33, 36, 41, 51, 52, 54, 55, 74, 75, 76, 81, 98, 125, 149, 150 Β2΄. Ξενόγλωσσο Albrecht von M., 11, 12, 51, 82, 86, 125, 139, 147, 150 Asinius Pollio, 79, 80 Balmer J., 43 Berschin W., 74, 98, 137 caestus, 87 Calpurnius, 87 capax Dei, 160 captatio benevolentiae, 19 ciceia, 80, 81 ciceion, 80, 81, 82 Cicero, 23, 43, 54, 76, 80, 85, 87, 122, 123, 147 consensus Patrum, 138 Cornelius, 79 cucurbita, 81, 140 Dareta, 87, 143 disjecta membra poetae, 19 Dunn J., 12 Entella, 143 174 Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηεφραιμίδης Entellus, 87, 146, 152 ex persona Christi, 77 Praesidius, 19, 157 Profuturus, 16, 22, 40, 89 Field F., 81 Firmus, 97, 140 Fitzmyer J., 140 qiqayon, 80, 81 hedera, 15, 16, 81, 82, 140 Heller J., 44, 81 homicida cucurbitarum, 140 regula veritatis, 161 ricinus, 81 ridicula cucurbitae quaestio, 15 Robinson B., 81, 96 Rogerson J., 12 Rose H. J., 122, 150 Itala, 96 juxta fidei veritatem, 162 Lanarius, 87 Livius T., 91 Scheck T., 14, 33, 72 sensus Scripturae, 162 Soliloquia, 93 Squires S., 76, 93 Terentius, 134 Martialis, 87 Paul St-Pierre, 96 Persius, 87 Peshitta, 81 Plinius Secundus, 43, 81 Plumer Ε., 148 Vergilius, 87, 91, 143 veritas Hebraica, 43 Vetus Latina, 81, 96 Vulgata, 18, 43, 81, 96, 138, 139, 140