ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΟΦΟΚΛΗΣ:
ΟΙ ΠΛΕΙΣΤΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ
r EbECCa futo k EnnEDy (ἐπιμ.), Brill’s Companion to the Reception of
Aeschylus, Leiden / Βοστόνη 2017.
•
r oSanna L aurioLa καὶ kyriakoS n. DEMEtriou (ἐπιμ.), Brill’s Companion to the Reception of Sophocles, Leiden / Βοστόνη 2017.
Ο
Ι δυΟ πΟλυσΕλΙδΟΙ ΤΟΜΟΙ ποὺ κυκλοφόρησαν τὸ 2017 ἀπὸ τὸν ἐκ-
δοτικὸ οἶκο Brill καὶ φιλοδοξοῦν νὰ καλύψουν τὸ πεδίο τῆς ἀρχαίας
καὶ νεότερης πρόσληψης τοῦ Αἰσχύλου καὶ τοῦ Σοφοκλῆ, ἀποτελοῦν δύο
διαφορετικὰ βιβλία, καθὼς βασίζεται ὁ καθένας σὲ μιὰν οὐσιωδῶς διακριτὴ σύλληψη ὡς πρὸς τὴ δόμηση καὶ τὴν κατανομὴ τοῦ περιεχομένου.
Τὸ Brill’s Companion to the Reception of Aeschylus, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν τόμο ὁ ὁποῖος ἑστιάζει στὸν Σοφοκλῆ, δὲν συγκροτεῖται ἀπὸ κείμενα ποὺ
πραγματεύονται κάθε δράμα ξεχωριστά, ἀλλὰ ἐπιμερίζεται σὲ θεματικὰ
κεφάλαια, ποὺ φωτίζουν τὸ καθένα μιὰ συγκεκριμένη πτυχὴ τῆς ἀπήχησης τῆς αἰσχύλειας δραματουργίας. Αὐτοῦ τοῦ τύπου ἡ διάρθρωση
ἔχει — καὶ μποροῦμε ἐξ ἀρχῆς νὰ τὸ ἐπισημάνουμε — ὡς προφανὲς πλεονέκτημα τὸ γεγονὸς ὅτι ἀφήνει χῶρο γιὰ δοκίμια, γραμμένα ἀπὸ ἐξειδικευμένους μελετητές, ποὺ ἀναπτύσσουν σὲ κάποια ἔκταση ἰδιαίτερες,
ἀκόμη καὶ ἀναπάντεχες πτυχὲς τῆς αἰσχύλειας ἐπιβίωσης. Ὡς δυνητικὸ
μειονέκτημα, ὡστόσο, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὁρίζεται
ὡς προτεραιότητα νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ εὐρύτερη δυνατὴ περιληπτικότητα, προσπάθεια ποὺ ἀπεναντίας ὑπηρετεῖται ρητὰ ὅταν ἕνας ἐρευνητὴς
ἀναλαμβάνει νὰ γράψει ἕνα κεφάλαιο τὸ ὁποῖο θὰ καλύπτει τὶς ποικίλες
ὄψεις τῆς πρόσληψης ἑνὸς δράματος σὲ εὐρὺ χρονικὸ ὁρίζοντα: ἐπιλογὴ
ποὺ υἱοθετήθηκε στὸν ἀντίστοιχο τόμο γιὰ τὸν Σοφοκλῆ. Ἔχοντας κατὰ
νοῦ τὴν οὐσιώδη αὐτὴ διαφοροποίηση θὰ προχωρήσουμε στὴ διαδοχικὴ
ἐξέταση τῶν δύο συλλογικῶν ἔργων.
❧ LogeΙoΝ Α Journal of Ancient Theatre 9 (9) 42-42 ☙
ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΟΦΟΚΛΗΣ: ΠΛΕΙΣΤΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ
403
Τὸ Brill’s Companion to the Reception of Aeschylus συναποτελεῖται ἀπὸ
εἴκοσι πέντε δοκίμια, τὰ ὁποῖα καὶ κατανέμονται σὲ δύο μέρη. Τὸ πρῶτο,
ποὺ εἶναι τὸ σαφῶς συντομότερο (σελ. 9-203), τιτλοφορεῖται “Pre-Modern
Receptions”, φθάνοντας χρονολογικὰ μέχρι καὶ τὴ βυζαντινὴ ἐποχή, ἐνῶ
τὸ δεύτερο (σελ. 205-620), “Modern Receptions”, καλύπτει ὅλη τὴν περίοδο ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση μέχρι καὶ τὸν 21ο αἰώνα. Τὰ κεφάλαια τοῦ
πρώτου μέρους εἶναι κατὰ κανόνα πιὸ ἐκτενῆ σὲ σχέση μὲ ἐκεῖνα τοῦ δεύτερου καὶ παρέχουν μία σφαιρικότερη ἐπισκόπηση θεμάτων ἀρχαίας πρόσληψης τοῦ Αἰσχύλου. Τὸ πρῶτο μελέτημα ἀνήκει στὸν David G. Smith,
ὁ ὁποῖος προσεγγίζει τὸ ζήτημα τῆς σχέσης τοῦ Τραγικοῦ μὲ τὴ Σικελία
μὲ ἀνανεωτικὴ ματιά, ποὺ τὴ διακρίνει ἔντονη δυσπιστία ἀπέναντι στὶς
ἀρχαῖες μαρτυρίες. Ἀφοῦ ἐξετάσει προσεκτικὰ τὰ σχετικὰ τεκμήρια, τελικὰ συνάγει πὼς δὲν ὑπάρχει περιθώριο νὰ σχηματίσουμε ἀσφαλῆ συμπεράσματα σχετικὰ μὲ τὴν πιθανὴ παραμονὴ τοῦ ποιητῆ στὸ νησί, καὶ
μάλιστα στὴν αὐλὴ τοῦ Ἱέρωνα. Ἀκόμη καὶ οἱ Πέρσες ἐνδέχεται ἁπλὰ νὰ
ἀνέβηκαν στὴ Σικελία σὲ μεταγενέστερο χρόνο καὶ ὄχι ἐνόσω ζοῦσε ὁ
Αἰσχύλος. Τὸ δεύτερο κεφάλαιο, ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρτιότερα καὶ πιὸ περιεκτικὰ τοῦ τόμου, τὸ ὑπογράφει ὁ David Rosenbloom, ὁ ὁποῖος ἑστιάζει στὸν
τρόπο πρόσληψης τοῦ Αἰσχύλου ἀπὸ τοὺς κωμικοὺς ποιητές (“The Comedians’ Aeschylus”). Ἐπιχειρεῖ, ἀρχικά, μὲ προσεκτικὸ τρόπο νὰ ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα ἀπὸ ποῦ ἀντλοῦσαν οἱ κωμωδοποιοὶ τὴν ἐξοικείωσή
τους μὲ τὸ ἔργο τοῦ Τραγικοῦ (μέσω τοῦ κειμένου, καθὼς φαίνεται, ἀλλὰ
πιθανῶς καὶ ἀπὸ σκηνικὲς ἀναβιώσεις). Ἐν συνεχεία, ἐξετάζει τὴν αἰσχύλεια ποίηση ὡς ὄχημα κωμικῆς παρώδησης, ἐνῶ ἕνα εἰδικότερο θέμα ποὺ
τὸν ἀπασχολεῖ εἶναι τὸ πῶς ἀνάγονται ὁ Αἰσχύλος καὶ ὁ Εὐριπίδης σὲ πολιτικὰ σύμβολα στοὺς Βατράχους.
Τὸ τρίτο κεφάλαιο ἐπικεντρώνεται στὴν ἀριστοτελικὴ πρόσληψη
τοῦ Αἰσχύλου, τόσο στὴν Ποιητικὴ ὅσο καὶ σὲ ἄλλα ἔργα τοῦ Σταγειρίτη. Ἐδῶ ἡ Dana LaCourse Munteanu μὲ προσοχὴ ἐξετάζει τὸ ζήτημα
τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ δεύτερου καὶ τοῦ τρίτου ὑποκριτῆ, ὅπως τίθεται στὸ
γνωστὸ δυσερμήνευτο χωρίο τῆς Ποιητικῆς (4.1449a15-19), προτοῦ προχωρήσει στὴν ἐξέταση τῶν ὑπολοίπων, σαφῶς εὐάριθμων καὶ ἐνίοτε
πάλι σκοτεινῶν, ἀναφορῶν τοῦ Ἀριστοτέλη σὲ αἰσχύλεια δράματα. Σὲ
μιὰ συνολικὴ προσπάθεια ἀποτίμησης, καταλήγει διατυπώνοντας τὴν
ὑπόθεση ὅτι εἶναι ἴσως ἡ αἰσχύλεια σύλληψη τῆς πλοκῆς ὁ λόγος ποὺ
δὲν καταλαμβάνει πιὸ περίοπτη θέση ὁ Τραγικὸς στὶς ἀριστοτελικὲς
πραγματεῖες. Στὸ τέταρτο κεφάλαιο ἡ Sebastiana Nervegna ἐξετάζει τὴν
πρόσληψη τοῦ ποιητῆ κατὰ τὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχή. Ἐδῶ βρίσκουμε συγκεντρωμένες πολύτιμες πληροφορίες καὶ ἀναλύσεις γιὰ τὴ φιλολογικὴ
404
Α. Μ ΑΡΙ ΝΗΣ
ἐργασία πάνω στὸ corpus τοῦ Αἰσχύλου κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ἀλλὰ
καὶ γιὰ τὶς παράστασεις δραμάτων τοῦ ποιητῆ: ἰδιαίτερα χρήσιμη εἶναι
ἡ ἀναφορὰ στὰ ἀρχαιολογικὰ τεκμήρια, τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν ἐξοικείωση
μὲ τὸ ἔργο του, ἰδίως στὴν Κάτω Ἰταλία. Τὸ ἑπόμενο κεφάλαιο (5), μὲ
θέμα τὶς ἀπηχήσεις τῆς αἰσχύλειας δραματουργίας στὴ ρωμαϊκὴ ἐποχή,
γραμμένο ἀπὸ τὸν George W. M. Harrison, δὲν ἀνταποκρίνεται, ὡστόσο,
ἐξίσου ἐπιτυχῶς στὶς ἀνάγκες τοῦ τόμου. Ἀναμιγνύονται διάφορα εἴδη
πηγῶν, δίχως νὰ ἀποδίδεται ἐπαρκὴς ἔμφαση στὴ σημασία τῆς εἰδολογικῆς διαφοροποίησης. Ἐπιπλέον, ἡ ἀναφορὰ στὴ Θηβαΐδα τοῦ Στατίου
— ἔργο κεντρικὸ ἐν προκειμένω — εἶναι μᾶλλον πρόχειρη καὶ ἐξαιρετικὰ
ἐπιλεκτική, ἐνῶ στὸ τέλος ὁ συγγραφέας ἐστιάζει σὲ διάφορα ἐπιμέρους
δράματα καὶ ἐντέλει στὸν Ἀγαμέμνονα, ὁλοκληρώνοντας τὸ κείμενό του
ἀπότομα, δίχως μιὰ ἀναγκαία, συγκεφαλαιωτικὴ κατακλείδα. Τὸ ἑπόμενο, ἕκτο κεφάλαιο (“Aeschylus in Byzantium”), τοῦ Χρήστου Σιμελίδη,
ἀποζημιώνει, ἐντούτοις, τὸν ἀναγνώστη, δεδομένου ὅτι καλύπτει ἐπιτυχῶς ἕνα σημαντικὸ κενὸ στὴ βιβλιογραφία. Περιλαμβάνει τόσο τὶς
ἀπηχήσεις τοῦ Αἰσχύλου σὲ λόγια καὶ πατερικὰ κείμενα, ὅσο καὶ τὴ φιλολογικὴ ἐργασία πάνω στὸν ἔργο τοῦ ποιητῆ κατὰ τὴ βυζαντινὴ ἐποχή.
Ὁ Ἰωάννης Τζέτζης καὶ ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης ξεχωρίζουν μεταξὺ
τῶν Βυζαντινῶν λογίων ποὺ φιλοξενοῦν στὰ γραπτά τους αἰσχύλεια παραθέματα καὶ μνεῖες στὸ ἔργο τοῦ Τραγικοῦ.
Στὸ δεύτερο μέρος, τώρα, ἔχουμε, καθὼς σημειώθηκε ἤδη, πληθώρα κεφαλαίων, τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζεται ἀπὸ διαφορετικὸ κάθε φορὰ βαθμὸ περιληπτικότητας καὶ εὔρους πραγμάτευσης
(τόσο χρονικοῦ ὅσο καὶ θεματικοῦ). Ἐπιπλέον, ὁ τρόπος κατάταξης τῶν
δοκιμίων δὲν μοιάζει νὰ ὑπαγορεύεται ἀπὸ κάποιο συγκεκριμένο κριτήριο, πέραν μιᾶς χαλαρῆς χρονολογικῆς κατάταξης· τοῦτο ὅμως, καὶ
λόγω της ποικιλόμορφης θεματικῆς, εἶναι σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀναπόφευκτο. Τὸ Κεφάλαιο 7 (“Aeschylus and Opera”) παρέχει μιὰν ἄρτια, πληροφοριακὰ πλούσια ἐποπτεία τῆς ὀπερατικῆς παραγωγῆς ποὺ ἐμπνέεται
ἀπὸ τὸν Αἰσχύλο, ἀπὸ τὸν δέκατο ἕβδομο αἰώνα μέχρι καὶ τὶς μέρες μας.
Νὰ σημειωθεῖ, ὡστόσο, πὼς ἡ σχετικὰ σύντομη ἀναφορὰ στὸν Wagner
καὶ τὸ Δαχτυλίδι τῶν Νιμπελοῦνγκεν συμπληρώνεται ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη
μνεία στὸ Κεφάλαιο 8, ἀλλὰ κατόπιν καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τοῦ Richard
Seaford (Κεφάλαιο 13), ὁ ὁποῖος πραγματεύεται τὸν ρόλο τοῦ χρήματος στὸ Δαχτυλίδι, σὲ συνάφεια μὲ τὸν Αἰσχύλο. Μὲ δεδομένο τὸν πολυκερματισμὸ αὐτόν, μία συνεκτικὴ αὐτοτελὴς συζήτηση τῆς αἰσχύλειας
ἐπιρροῆς στὸν Wagner θὰ συνιστοῦσε μᾶλλον προσφορότερη λύση. Ἀπὸ
τὸ Κεφάλαιο 7 κρατοῦμε ἐπίσης, μεταξὺ ἄλλων, καὶ τὴ σύντομη ἀλλὰ
ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΟΦΟΚΛΗΣ: ΠΛΕΙΣΤΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ
405
μεστὴ παρουσίαση τῆς ’Ορέστειας τοῦ Sergei Taneyev. Τὸ ὄγδοο Κεφάλαιο (“Aeschylus in Germany”), τοῦ Theodore Ziolkowski, παρέχει μιὰ
σφαιρικὴ ἐπισκόπηση τῆς ἐνασχόλησης μὲ τὸν Αἰσχύλο στὴ Γερμανία.
Ἡ εὐρεία αὐτὴ πραγμάτευση ξεκινᾶ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα (ἐποχὴ
τῆς “Θύελλας καὶ Ὁρμῆς”) καὶ φθάνει μέχρι τὸ σήμερα, ἐκτεινόμενη στὴ
λογοτεχνία, τὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ καὶ τὴ φιλολογία καὶ τὴν ἑρμηνεία τῆς
ἀρχαιότητας εὐρύτερα. Θέματα ὅπως ἡ ἀνάδειξη τοῦ Αἰσχύλου μέσω
τῆς μεταφραστικῆς ἐργασίας τοῦ Johann Gustav Droysen ἢ ἡ παρουσία
τοῦ ποιητῆ στὸ ἔργο τοῦ Νίτσε εἶναι μερικὰ μόνο ἀπὸ τὰ ζητήματα στὰ
ὁποῖα εἰσάγεται ὁ ἀναγνώστης μὲ τρόπο κατατοπιστικό. Στὸ ἴδιο κεφάλαιο γίνεται ἐπίσης λόγος γιὰ τὴ σκηνικὴ πρόσληψη τοῦ Αἰσχύλου στὸν
γερμανικὸ χῶρο, φθάνοντας μέχρι καὶ τὸν σύγχρονό μας Durs Grünbein.
Τὰ κεφάλαια ποὺ ἀκολουθοῦν ἐπικεντρώνονται κατὰ κανόνα σὲ ἕνα
συγκεκριμένο ἔργο ἢ μία γεωγραφικὴ περιοχή. Γιὰ λόγους συντομίας θὰ
εἶμαι ὑποχρεωτικὰ ἐπιλεκτικὸς ὡς πρὸς τὸν σχολιασμό τους, δίχως ὅμως
τοῦτο νὰ συνεπάγεται πὼς θέλω νὰ μειώσω τὴ ἀξία κάποιων συμβολῶν.
Πολύτιμο, μεταξὺ ἄλλων, εἶναι τὸ μελέτημα τοῦ Fabien Desset ποὺ ἐμβαθύνει στὸ “λυρικὸ δράμα” Prometheus Unbound τοῦ Percy Bysshe Shelley.
Ἐξετάζει, εἰδικότερα, τοὺς μορφολογικοὺς μετασχηματισμοὺς στοὺς
ὁποίους ἔχει ὑποβληθεῖ ὁ Προμηθέας δεσμώτης ἀπὸ τὸν Ἄγγλο ποιητή, ἐνῶ ἐπίσης ἐπεκτείνεται σὲ ζητήματα ὕφους, ἀναδεικνύοντας, γιὰ
παράδειγμα, τὶς ὀφειλὲς στὸν Milton. Ἐκτενῶς ἀναπτύσσεται ὁ τρόπος
μὲ τὸν ὁποῖο μετουσιώνονται στὸ νεότερο ἔργο θέματα ὅπως ἡ κλοπὴ τοῦ
πυρός, ἀλλὰ καὶ τὰ δῶρα τοῦ Τιτάνα πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Ἐπιπλέον,
ἀξιέπαινη εἶναι ἡ προσεκτικὴ ἀνάγνωση καὶ ἑρμηνεία αὐτοτελῶν χωρίων
τοῦ δράματος.
Νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ πὼς μερικὰ κεφάλαια συζητοῦν περιπτώσεις
αἰσχύλειας πρόσληψης ἐκ πρώτης ὄψεως ἐλάχιστα προφανεῖς, ποὺ ὅμως
διόλου δὲν ὑπολείπονται ὡς πρὸς τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴ σημασία τους.
Ἕνα παράδειγμα εἶναι ἡ συμβολὴ τῆς Barbara Witucki (Κεφάλαιο 12),
ποὺ ἀναδεικνύει αἰσχύλειες ἀπηχήσεις στὸ ἐμβληματικὸ μυθιστόρημα
Vanity Fair τοῦ William Makepeace Thackeray: διόλου αὐθαίρετες δὲν
μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν οἱ συνδέσεις αὐτές, δεδομένης τῆς κλασικῆς παιδείας τοῦ Ἄγγλου συγγραφέα. Ἡ πρόσληψη νοεῖται μὲ διερυμένη ἔννοια
στὴ συμβολὴ τοῦ Στράτου Κωνσταντινίδη, ποὺ ἐρευνᾶ τὸ πῶς ἑρμηνεύθηκαν φιλολογικὰ οἱ λεκτικὲς ἐπαναλήψεις στὸ αἰσχύλειο δράμα καὶ εἰδικότερα στοὺς Πέρσες (Κεφάλαιο 15). Εἰδικότερη ἀφορμὴ γιὰ τὸ δοκίμιο
αὐτὸ παρέχει ἡ ἀρνητικὴ ἀποτίμηση τοῦ ποιητικοῦ αὐτοῦ τρόπου ἀπὸ
τὸν καταξιωμένο ὑπομνηματιστὴ τοῦ ἔργου H. D. Βroadhead. Ἡ ἄποψη
406
Α. Μ ΑΡΙ ΝΗΣ
τοῦ Βroadhead ἀντικρούεται, ἐνῶ ὁ Κωνσταντινίδης στρέφεται εἰδικότερα καὶ στὸ πῶς ἐπέλεξαν νὰ ἀποδώσουν οἱ διάφοροι μεταφραστὲς τοῦ
Αἰσχύλου τὶς λεκτικὲς αὐτὲς ἐπαναλήψεις. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω πὼς μία εὐρύτερη συζήτηση τοῦ μεταφραστικοῦ ζητήματος, στὸ πλαίσιο συγκεκριμένης γλωσσικῆς παράδοσης, θὰ ἦταν
εὐπρόσδεκτη στὸν τόμο ποὺ ἐξετάζουμε ἢ καὶ σὲ μελλοντικὰ ἔργα μὲ
ἀνάλογη θεματική.
Τομεῖς ποὺ διευρύνουν καὶ ἐπικαιροποιοῦν τὸ πεδίο τῆς πρόσληψης
εἶναι ἐξίσου παρόντες, μὲ χαρακτηριστικὰ τὰ Κεφάλαια 16 και 17, τὰ
ὁποῖα ἐστιάζουν στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀξιοποιήθηκαν οἱ Πέρσες καὶ ἡ
Ὀρέστεια, ἀντιστοίχως, στὴ γαλλικὴ καὶ ἀγγλικὴ τηλεόραση. Στὸ Κεφάλαιο 21 ἡ Marianne McDonald προβαίνει σὲ μία ἐνδιαφέρουσα παράλληλη
ἐξέταση τοῦ ἔργου τοῦ O’Neill Τὸ πένθος ταιριάζει στὴν Ἠλέκτρα καὶ τῆς
ταινίας τῶν Werner Herzog καὶ Herbert Golder, My Son, My Son, What
Have Ye Done (2009), ποὺ ἔχει ἔντονα χαραγμένη τὴν ἐπιρροὴ τῆς Ὀρέστειας. Ἡ ἐπισήμανση, ἀπὸ τὸν Geoffrey Bakewell, συνδετικῶν νημάτων
μεταξὺ τοῦ κινηματογραφικοῦ ἔργου The Shining τοῦ Stanley Kubrick καὶ
τῆς Ὀρέστειας (Κεφάλαιο 22) μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀκόμη πιὸ ἀπρόσμενη.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Κεφάλαιο 23, ὅπου ὁ Brett Rogers ἀνακαλύπτει
σημεῖα ἐπαφῆς ἀνάμεσα στὸ αἰσχύλειο ἔργο καὶ τὸ διάσημο μυθιστόρημα Dune τοῦ Frank Herbert. Στὰ θετικὰ σημεῖα τοῦ τόμου προσμετρᾶται
καὶ ἡ ἐπέκταση τοῦ ἐρευνητικοῦ ἐνδιαφέροντος σὲ περιοχὲς ἐκτὸς δυτικοῦ κόσμου· ἀναφερόμαστε ἰδίως στὰ Κεφάλαια 18 καὶ 19, ποὺ ἑστιάζουν στὴν πρόσληψη τοῦ Αἰσχύλου στὴν Ἀφρική. Στὸν τομέα αὐτὸν θὰ
ἦταν εὐκταῖο νὰ ὑπῆρχαν καὶ περισσότερες συμβολές. Τέλος, τὸ βιβλίο
ὁλοκληρώνεται μὲ δύο κεφάλαια (24 καὶ 25) ποὺ ἀναδιφοῦν, μὲ συμπληρωματικὸ τρόπο, τὴν ἐπίδραση τοῦ Αἰσχύλου στὴν πολιτικὴ σκέψη διαχρονικά. Στὸ πρῶτο, ἡ Arlene Saxonhouse ἐκκινεῖ ἀπὸ τὴν “ἀπουσία”
μᾶλλον τοῦ Τραγικοῦ ἀπὸ τὸν δυτικὸ πολιτικὸ στοχασμό, ἐνῶ στὸ δεύτερο ἡ Larissa Atkison καὶ ὁ Ryan Balot προσφέρουν, μεταξὺ ἄλλων, μιὰ
ἀπαραίτητη ἐπισκόπηση τῶν αἰσχύλειων ἀπηχήσεων στὴ μεταπολεμικὴ
πολιτικὴ φιλοσοφία.
Συνοψίζοντας, τὸ Brill’s Companion to the Reception of Aeschylus
ἀποτελεῖ ἕναν ἐκτενὴ ὁδηγό, ὁ ὁποῖος παρέχει μία πολύπλευρη καὶ
ἐξαιρετικὰ χρήσιμη πραγμάτευση τῶν ποικίλων ἐκφάνσεων τῆς αἰσχύλειας πρόσληψης, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα. Καθὼς τονίστηκε
καὶ στὴν ἀρχή, δεδομένης τῆς ἐπιλογῆς ποὺ ἔγινε ὡς πρὸς τὰ περιεχόμενα καὶ τὴ διάρθρωση τοῦ τόμου, δὲν ἐπιζητεῖται ἡ ἐξαντλητικὴ καταγραφή, παρὰ τὴν πληθώρα τοῦ ὑλικοῦ, ἀλλὰ σαφῶς μένουν καὶ πτυχὲς
ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΟΦΟΚΛΗΣ: ΠΛΕΙΣΤΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ
407
ποὺ δὲν καλύπτονται, ἐνῶ προφανῶς ἀποδίδεται ἐξαιρετικὴ ἔμφαση
σὲ ἐπιμέρους θέματα. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἐν πολλοῖς ἀναμενόμενο. Ἐπιπλέον, μπορεῖ εὔλογα νὰ ὑποστηριχθεῖ πὼς ἕνα ἐμπεριστατωμένο δοκίμιο πάνω σὲ μιὰ περιορισμένη ἔστω περιοχὴ ἀπήχησης τοῦ αἰσχύλειου
δράματος μπορεῖ κάλλιστα νὰ λειτουργήσει καὶ παραδειγματικά, παρέχοντας ἕναν ὁδηγὸ γιὰ ἀνάλογου εἴδους μελέτες στὸ μέλλον. Ὑπ’ αὐτὴν
τὴν ἔννοια, ὁ τόμος χρησιμεύει καὶ ὡς ἐφαλτήριο γιὰ τὴ διεύρυνση καὶ
ἐμβάθυνση τῆς ἔρευνας πάνω στὴν ἐπιβίωση τοῦ Αἰσχύλου. Τὸ εὖρος
καὶ ὁ φιλόδοξος χαρακτήρας τοῦ ἐγχειρήματος δὲν ἀποκλείει, ὡστόσο,
νὰ διατυπωθοῦν καὶ μερικὰ ἐπιπλέον ἐρωτήματα ἢ πιθανὲς ἐνστάσεις.
Γιὰ παράδειγμα, θὰ ἔπρεπε μήπως ἡ πρόσληψη τοῦ Αἰσχύλου στὴν
ἀρχαιότητα νὰ καταλαμβάνει περισσότερες σελίδες; Θὰ ἦταν, ἐνδεχομένως, προτιμότερο νὰ ὑπάρχει σαφέστερος θεωρητικὸς προσδιορισμὸς
τῆς ἴδιας τῆς ἔννοιας τῆς πρόσληψης; Ἀνάλογα ἐρωτήματα εἶναι εὔλογο
νὰ τεθοῦν, δίχως ὅμως νὰ ἀναιρεῖται ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ τόμου αὐτοῦ ὡς
πολύτιμου ἔργου ἀναφορᾶς.
Περνώντας τώρα στὸ Brill’s Companion to the Reception of Sophocles,
νὰ σημειώσουμε κατ’ ἀρχὰς πὼς τὰ κεφάλαια, ποὺ καλύπτουν ἕνα σοφόκλειο δράμα τὸ καθένα, ἀκολουθοῦν μία πάγια διάρθρωση σὲ συγκεκριμένες ἑνότητες: λογοτεχνία, εἰκαστικὲς τέχνες, μουσική, χορό, θέατρο
καὶ κινηματογράφο. Ἐνῶ ὅμως ὅλες οἱ συμβολὲς υἱοθετοῦν τὴν ἴδια βασικὴ δομή, δὲν διαθέτουν, παρὰ ταῦτα, τὸ ἴδιο μέγεθος. Ἡ διαφοροποίηση ὡς πρὸς τὴν ἔκταση εἶναι μάλιστα ἀξιοπρόσεκτη· χαρακτηριστικά,
ἀπὸ τὶς 37 σελίδες τοῦ κεφαλαίου γιὰ τὴν Ἠλέκτρα φθάνουμε μέχρι καὶ
τὶς 177 γιὰ τὸν Οἰδίποδα Τύραννο. Προτοῦ ὅμως προχωρήσουμε στὸν
σχολιασμὸ τῶν ἐπιμέρους συμβολῶν, νὰ ἐπισημάνουμε ὡς εὐτυχὴ ἐπιλογὴ τὴν πρόταξη τοῦ εἰσαγωγικοῦ κειμένου τοῦ Enrico Magnelli,
ὁ ὁποῖος πραγματεύεται τὶς ἀρχαῖες καὶ βυζαντινὲς μαρτυρίες γιὰ τὸν
βίο τοῦ Σοφοκλῆ, καθὼς καὶ τὶς ἀντίστοιχες ἀπόψεις γιὰ τὸ ὕφος τῆς
δραματικῆς του γραφῆς.
Τὸ πρῶτο κεφάλαιο, ποὺ ὑπογράφει ἡ Martina Treu, ἔχει ὡς θέμα
τὸν Αἴαντα καὶ ἀριθμεῖ πενήντα σελίδες. Στὴν παραδειγματικὰ δομημένη
ἑνότητα “Λογοτεχνία” ἀναδιφεῖται τόσο τὸ ὑπόβαθρο τῶν πηγῶν στὶς
ὁποῖες βασίστηκε ὁ Σοφοκλῆς ὅσο κυρίως ἡ ἐπίδραση τοῦ ἔργου στὴ μεταγενέστερη γραμματεία. Κρατοῦμε, μεταξὺ ἄλλων, τὴν ἀναφορὰ στὸν
Ὀβίδιο, τοῦ ὁποίου ἡ ποιητικὴ πραγμάτευση ὑπῆρξε ἰδιαίτερα ἐπιδραστικὴ λόγω τῆς καθαρότητας καὶ τῆς εὐφυοῦς σύνθεσής της. Ἀνάμεσα
στὶς ἐνσαρκώσεις τοῦ Αἴαντα στὴ μεταγενέστερη, δυτικὴ λογοτεχνία
408
Α. Μ ΑΡΙ ΝΗΣ
ἐξέχουσα θέση κατέχει τὸ δράμα τοῦ Σαίξπηρ Τρωίλος και Χρυσηίδα.
Ὁ σατιρικὸς μετασχηματισμὸς τῆς μορφῆς τοῦ ἥρωα ἀποτιμᾶται εὔστοχα ὡς μιὰ ἀξιομνημόνευτη “θεατρικὴ ἐπανάσταση” στὴν ἱστορία τῆς
δυτικῆς λογοτεχνίας. Ἐν συνεχεία γίνεται λόγος γιὰ τὴν πρόσληψη τοῦ
σοφόκλειου ἥρωα ἀπὸ τὸν Ugo Foscolo, ἐνῶ στὴ σύγχρονη πιὰ ἐποχὴ
ξεχωρίζει, μεταξὺ ἄλλων, ἡ συγγραφέας τὸν Γιάννη Ρίτσο καὶ τὸ ποίημα
Αἴας τῆς Τέταρτης διάστασης· καταγράφεται, μάλιστα, ἡ ὄχι τόσο γνωστὴ
πληροφορία πὼς ὁ Αἴας τοῦ Ρίτσου ἔχει ἀνέβει πάνω ἀπὸ μιὰ φορὰ σὲ
ἰταλικὲς σκηνὲς τὰ τελευταῖα εἴκοσι χρόνια. Κατόπιν γίνεται λόγος, μεταξὺ ἄλλων, γιὰ τὸν Heiner Müller καὶ τὸ ἔργο του Ajax zum Beispiel,
καθὼς καὶ τὴν Toni Morrison μὲ τὸ μυθιστόρημά της Sula, ὅπου συναντοῦμε ἀπόηχους τοῦ σοφόκλειου Αἴαντα.
Ἡ διάκριση τῶν κεφαλαίων σὲ ἐξ ἀρχῆς προσδιορισμένες ἐπιμέρους
ἑνότητες ἔχει ὡς πλεονέκτημα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀναγνώστης γνωρίζει ἐκ
τῶν προτέρων σὲ ποιὸ σημεῖο θὰ ψάξει γιὰ νὰ βρεῖ τὶς πληροφορίες ποὺ
χρειάζεται. Λόγου χάριν, στὸ κεφάλαιο τῆς Martina Treu ἀνακαλύπτει
κανεὶς τὶς λιγότερο γνωστὲς ὄπερες ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ τὸν μύθο τοῦ
Αἴαντα. Χαρακτηριστικά, γίνεται λόγος γιὰ τὸ ἔργο Achille et Polyxène,
τὴ μουσικὴ τοῦ ὁποίου ξεκίνησε νὰ γράφει ὁ σπουδαῖος Jean-Baptiste Lully
(1632–1687) καὶ τὴ συνέχισε, μετὰ τὸν θάνατο ἐκείνου, ὁ μαθητής του
Pascal Collasse (1649–1709). Μαθαίνουμε, ἐπιπλέον, γιὰ τὸ λυρικὸ δράμα
L’Ajace, ποὺ πρωτοπαίχθηκε τὸ 1694 στὸ Teatro Ducale τοῦ Μιλάνου, σὲ
μουσικὴ σύνθεση τοῦ Francesco Ballarotti (περ. 1660–1712)· ἀντίστοιχα,
στὴν ἑνότητα “Χορὸς” γιὰ τὸ μπαλέτο La mort d’Ajax τοῦ Γάλλου χορογράφου Jean-Georges Noverre (1727–1810).
Τὸ ὑποκεφάλαιο ὅπου καταγράφονται οἱ παραστάσεις τοῦ Αἴαντα
στὴ νεότερη ἐποχὴ πάσχει, ἐντούτοις, ἀπὸ περιορισμούς. Συγκεκριμένα,
ἀποδίδεται ὑπερβολικὴ ἔμφαση στὴν ἀναβίωση τοῦ ἔργου στὸ φεστιβὰλ
τῶν Συρακουσῶν, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα στὴν Ἰταλία, ἐνῶ δὲν γίνεται
(ἐπαρκὴς) λόγος γιὰ ἄλλους εὐρωπαϊκοὺς θεσμοὺς ὅπου καλλιεργήθηκε
ἡ σκηνικὴ πρόσληψη τοῦ ἀρχαίου δράματος.1 Ἐδῶ — καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀδικήσουμε τοὺς συγγραφεῖς — γεννιέται ἕνας εὐρύτερος προβληματισμός,
ποὺ σχετίζεται μὲ τὴ βασικὴ ἐπιλογὴ ἡ ὁποία καθοδηγεῖ τὴ διάρθρωση
τοῦ τόμου, δηλαδὴ τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ καθέναν ἀπὸ τοὺς συντελεστὲς ἔχει
1.
Τοῦτο ἔχει ἤδη ἐπισημανθεῖ στὴν κριτική τῆς Cressida Ryan, ἡ ὁποία ἀνιχνεύει ἐλλείψεις καὶ στὴν ἑνότητα ποὺ ἀναφέρεται στὸν κινηματογράφο· βλ. Bryn Mawr Classical
Review 2019.10.17 [https://bmcr.brynmawr.edu/2019/2019.10.17/]
ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΟΦΟΚΛΗΣ: ΠΛΕΙΣΤΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ
409
ἐξ ὁλοκλήρου ἀνατεθεῖ ἡ ἀνάπτυξη τῶν πολλῶν πτυχῶν τῆς πρόσληψης
ἑνὸς ἀρχαίου δράματος. Δὲν εἶναι προφανῶς δυνατὸν νὰ ἀναμένεται ἀπὸ
τοὺς συγγραφεῖς νὰ ἔχουν ἐξειδικευθεῖ σὲ ἀντικείμενα τόσο διαφορετικὰ
ὅσο ἡ λογοτεχνία, ὁ χορὸς ἢ ὁ κινηματογράφος, οὔτε ἐπίσης νὰ ἔχουν
κατ’ ἀνάγκην καλλιεργήσει μιὰ πολυσχιδὴ μεθοδολογία τῆς πρόσληψης
ποὺ νὰ ἀνταποκρίνεται, διαφοροποιούμενη, στὰ καλλιτεχνικὰ μέσα τὰ
ὁποῖα κάθε φορὰ ἐξετάζονται.2
Τὸ Κεφάλαιο 2, γραμμένο ἀπὸ τὸν Eric Dugdale, ἀφιερώνεται στὸν
Φιλοκτήτη καὶ εἶναι πιὸ ἀναλυτικὸ σὲ σχέση μὲ ἐκεῖνο τῆς Treu. Ἕνα
ἀπὸ τὰ ἰσχυρά του σημεῖα εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὶς ἀπεικονίσεις τοῦ ὁμώνυμου ἥρωα στὶς εἰκαστικὲς τέχνες. Ἕνα ἀρχαῖο ἄγαλμα στὶς Συρακοῦσες,
γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου μαθαίνουμε ἀπὸ τὸν Πλίνιο τὸν Πρεσβύτερο,
ἀποτυπώσεις σὲ ἀγγεῖα, μιὰ τοιχογραφία ἀπὸ τὴν Πομπηία, ἕνα ἀνάγλυφο μετάλλιο στὴν ἐξωτερικὴ διακόσμηση τοῦ Ναοῦ τῆς Εἰρήνης στὸ
ἀνάκτορο Sanssouci στὸ Potsdam, ἕνας πίνακας τοῦ Ἰρλανδοῦ ζωγράφου
James Barry, τὸ διάσημο γλυπτὸ τοῦ von Hildebrand: μερικὰ μόνο ἀπὸ τὰ
ἔργα τέχνης ποὺ συναπαρτίζουν τὴν ὄχι ἀμελητέας ἔκτασης εἰκαστικὴ
ἀξιοποίηση τοῦ μύθου τοῦ Φιλοκτήτη ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Τὸ Κεφάλαιο 3, τὸ
ἐκτενέστερο καὶ ἴσως τὸ ἀρτιότερο τοῦ τόμου, συγκροτεῖ ἕναν πλουσιότατο σὲ ὑλικὸ ὁδηγὸ τῆς ἀπήχησης τοῦ Οἰδίποδα τύραννου. Ἡ Rosanna
Lauriola ἐξάλλου ἔχει ἤδη ἐντρυφήσει στὴν πρόσληψη τῆς ἀρχαίας τραγωδίας πολλαπλῶς, ἀλλὰ καὶ ἰδίως ὡς συνεπιμελήτρια τοῦ τόμου Brill’s
Companion to the Reception of Euripides.3 Ἡ συμβολή της μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὑποδειγματικὴ γιὰ τὴ σύνθεση, ὄχι ἁπλὰ ἑνὸς κεφαλαίου, ἀλλὰ ἐπὶ
τῆς οὐσίας μιᾶς μονογραφίας — δεδομένης τῆς ἔκτασης — μὲ θέμα τὴν
πολύμορφη ἐπιβίωση ἑνὸς ἀρχαίου δράματος. Στὴν ἑνότητα “Λογοτεχνία” περιέχεται μιὰ πλήρης ἐπισκόπηση, στὴν ὁποία ἐντάσσεται, μεταξὺ ἄλλων, ὁ Σενέκας, ὁ Μακρόβιος καὶ ὁ Στάτιος. Ἰδιαίτερα χρήσιμη
εἶναι ἡ ἐκτενὴς συζήτηση τοῦ Οἰδίποδα τῶν Dryden καὶ Lee (1679), ὅπως
καὶ τοῦ ὁμότιτλου ἔργου τοῦ Βολταίρου. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὴν ἀναφορὰ
στὸν Gide ἢ τὸν Cocteau, γιὰ παράδειγμα, ἀλλὰ καὶ σὲ λιγότερο γνωστοὺς συγγραφεῖς καὶ ποιητὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ὅπως τοὺς Ἄραβες
Ali Ahmad Bakathir καὶ Ali Salim. Ἐξίσου πλούσιες εἶναι καὶ οἱ ἑνότητες
ποὺ καλύπτουν τὶς εἰκαστικὲς τέχνες, τὸν χορό, τὴ μουσικὴ ἢ τὴν ὄπερα.
2.
3.
Βλ. καὶ σχετικὲς ἐπισημάνσεις τῆς Ryan, ὅ.π..
Rosanna Lauriola καὶ Kyriakos N. Demetriou (ἐπιμ.), Brill’s Companion to the Reception
of Euripides, Leiden / Βοστόνη 2015.
410
Α. Μ ΑΡΙ ΝΗΣ
Τὸ Κεφάλαιο 4, τὸ ὁποῖο ἑστιάζει στὸν Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ, ἐκτείνεται σὲ 70 περίπου σελίδες, ἀλλὰ εἶναι ἐξαιρετικὰ περιεκτικό, δεδομένης καὶ τῆς μικρότερης ποσότητας τοῦ ὑλικοῦ ποὺ ἀφορᾶ στὸ ὕστατο
ἔργο τοῦ Σοφοκλῆ. Ἡ συγγραφέας Elizabeth Scharffenberger φανερώνει
ἰδιαίτερη εὐρυμάθεια καθὼς διεξέρχεται τὶς ποικίλες μορφὲς τῆς ἀπήχησης τοῦ ἔργου, ἐνῶ ἀξιοποιεῖ καὶ τὴν ἐρευνητική της ἐργασία πάνω
στὴν κωμωδία, προκειμένου νὰ ἀναδείξει, μεταξὺ ἄλλων, τὶς πιθανὲς
συσχετίσεις μεταξὺ τοῦ ἀριστοφανικοῦ Πλούτου καὶ τοῦ σοφόκλειου
αὐτοῦ δράματος. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καὶ ἡ ἀρκετὰ ἐκτενὴς
παρουσίαση τοῦ δραματικοῦ ἔργου Caractacus τοῦ Ἄγγλου κληρικοῦ καὶ
ποιητῆ William Mason (1724–1797), τὸ ὁποῖο ἀνέβηκε στὸ Covent Garden τὸ 1776. Ἐπαρκὴς ἀνάλυση ἀφιερώνεται, ἐπίσης, στὸ ἐπιτυχημένο
μιούζικαλ The Gospel at Colonus (1983) τῶν Ἀμερικανῶν Lee Breuer καὶ
Bob Telson.
Τὸ Κεφάλαιο 5, ποὺ ὑπογράφει ἡ Maria de Fátima Silva, ἀνταποκρίνεται μὲ ἐπιτυχία στὸ ἀναντίρρητα δύσκολο ἐγχείρημα νὰ ἐκτεθεῖ
ἑνιαῖα ἡ πολύπλευρη πρόσληψη τῆς Ἀντιγόνης. Μία πιθανὴ ἔνσταση, ποὺ
ἐν μέρει πηγάζει ἀπὸ τὸν ἴδια τὴν ἀνελαστικὴ δομὴ τοῦ κεφαλαίου, ἀφορᾶ
στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀξιοποίηση τοῦ ἔργου στὸν στοχασμὸ τοῦ Hegel ἢ τοῦ
Kierkegaard ἔχει ὑπαχθεῖ στὴν ἑνότητα “Λογοτεχνία”. Ἕνα ἄλλο σημεῖο
τὸ ὁποῖο ἀξίζει νὰ ἐπισημανθεῖ εἶναι ἡ ἔκταση ποὺ ἀφιερώνεται στὶς ἀπηχήσεις τῆς σοφόκλειας δραματουργίας σὲ ἔργα γραμμένα στὴν πορτογαλικὴ γλώσσα, γεγονὸς ποὺ ἀνάγεται ἀσφαλῶς στὴν ἐξοικείωση τῆς
de Fátima Silva μὲ τὴ σχετικὴ λογοτεχνικὴ παραγωγή. Τὸ Κεφάλαιο 6,
μὲ ἀντικείμενο τὴν Ἠλέκτρα, εἶναι — καθὼς σημειώθηκε — τὸ συντομότερο ὅλων, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ εἶναι πυκνὸ σὲ πληροφορίες καὶ χρηστικό. Ὁ συγγραφέας, P. J. Finglass, ἀναντίρρητα γνωρίζει σὲ βάθος τὸ
κείμενο ὡς φιλολογικὸς ὑπομνηματιστής του· ἡ πρόσληψη τῆς Ἠλέκτρας
στὴ λογοτεχνία εἶναι, ἀναμενόμενα, ἕνα ἀπὸ τὰ ἰσχυρότερα σημεῖα τοῦ
κεφαλαίου. Στὴν ἐνότητα “Stage”, ὡστόσο, δὲν ἀφιερώνεται ἀρκετὸς
χῶρος στὴ σκηνικὴ πρόσληψη, ἐνῶ τόσο αὐτὴ ὅσο καὶ ἡ ἑνότητα ποὺ καλύπτει τὴ μουσικὴ ἀντιμετωπίζονται μᾶλλον διεκπεραιωτικά. Ὀλίσθημα σπάνιο — δεδομένης τῆς ἀκριβολογίας ποὺ γενικὰ διέπει τὸν τόμο
— παρατηρεῖται στὴ μνεία τῆς ἱστορικῆς παράστασης τῆς Ἠλέκτρας τὸ
1938 στὴν Ἐπίδαυρο, ὅπου ἀναφέρεται ὡς σκηνοθέτης ὁ Τάσος Μελετόπουλος.4 Ὁ Μελετόπουλος βεβαίως διήθυνε τὴν κινηματογραφικὴ λήψη
4.
Βλ. σελ. 502.
ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΟΦΟΚΛΗΣ: ΠΛΕΙΣΤΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ
411
τῆς παράστασης, ἐνῶ ὁ θεατρικὸς σκηνοθέτης δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν
Δημήτρη Ροντήρη, τοῦ ὁποίου ἡ Ἠλέκτρα διέτρεξε λαμπρὴ πορεία γιὰ
δεκαετίες καὶ ἀνέβηκε τόσο στὴν Ἑλλάδα ὅσο καὶ σὲ διάφορες χῶρες
τοῦ ἐξωτερικοῦ μεταπολεμικά.5
Εὐσύνοπτη ἀλλὰ μεστὴ εἶναι, στὴ συνέχεια, ἡ συμβολὴ τῆς Sophie
Mills ποὺ ἔχει ὡς θέμα τὶς Τραχίνιες (Κεφάλαιο 7): πιὸ ἰσορροπημένη ἀπὸ
ἐκείνη τοῦ Finglass, ἀλλὰ καὶ μὲ μεγαλύτερη ἔμφαση στὶς εἰκαστικὲς τέχνες, ὅπως καὶ στὴ θεατρικὴ ἐπιβίωση τοῦ μύθου τοῦ Ἡρακλῆ καὶ τῆς
Δηιάνειρας. Κρατοῦμε ἰδίως τὴν ἀρκετὰ λεπτομερὴ ἀνάπτυξη τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο δεξιώθηκε ἡ ζωγραφικὴ τὸν προκείμενο μύθο: σειρὰ
ὀνομάτων παρατίθεται, ἀπὸ τὸν Jan Gossaert τοῦ 16ου αἰώνα μέχρι τὸν
Picasso. Ἀξιέπαινη, εἶναι ἐπίσης ἡ πραγμάτευση τῆς σκηνικῆς πρόσληψης — ἀπὸ τὶς ἀρτιότερες στὸν τόμο — ὅπου καταγράφεται πλειάδα
παραστάσεων, μὴ ἐξαιρουμένων καὶ τῶν σύγχρονων ἑλληνικῶν, ποὺ συνήθως ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὰ ἄλλα κεφάλαια. Ὁ τόμος κλείνει μὲ μιὰ ὀλιγοσέλιδη κατατοπιστικὴ συζήτηση τῶν Ἰχνευτῶν ἀπὸ τὸν Simone Beta.
Ἡ προσθήκη αὐτὴ εὔστοχα κρίθηκε ἀπαραίτητη προκειμένου νὰ ἀναδειχθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ τραγικοὶ ποιητὲς τῆς κλασικῆς ἐποχῆς ὑπῆρξαν
ταυτόχρονα καὶ συνθέτες ἑνὸς διαφορετικοῦ δραματικοῦ εἴδους, ποὺ τοποθετεῖται πλησιέστερα πρὸς τὴν κωμικὴ γραφὴ (τραγῳδία παίζουσα).
Τέλος, σχετικὰ μὲ τὸ εὑρετήριο, νὰ σημειωθεῖ πὼς ἀκολουθήθηκε ἡ λύση
νὰ διαιρεθεῖ σὲ ἑνότητες ἀνὰ κεφάλαιο/ἔργο, ἐπιλογὴ ὅμως ποὺ δὲν διευκολύνει τὴ θεματικὴ ἔρευνα ἡ ὁποία θὰ ἐπιδιώξει νὰ ἐπεκταθεῖ στὸ σοφόκλειο ἔργο συνολικά.
Ἀνακεφαλαιώνοντας, τὸ Brill’s Companion to the Reception of Sophocles ἀποτελεῖ ἕναν τόμο πλούσιο σε πληροφορίες καὶ χρηστικό, ὁ ὁποῖος
ἀναδεικνύεται σὲ πολύτιμο ἐργαλεῖο καὶ ἔργο ἀναφορᾶς γιὰ ἐρευνητὲς
καὶ φοιτητές. Ἡ συνύπαρξη, ἐπίσης, σὲ κάθε κεφάλαιο ἑνοτήτων ποὺ
ἑστιάζουν σὲ ποικίλες τέχνες ὑποβοηθεῖ καὶ ἐνθαρρύνει τὴ διεπιστημονικὴ ἐξέταση. Κατὰ μία ἔννοια ὁ τόμος αὐτὸς πλεονεκτεῖ σὲ σχέση
μὲ τὸ Brill’s Companion to the Reception of Aeschylus, δεδομένου ὅτι σὲ
5.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ καὶ μία βασικὴ βιβλιογραφικὴ παράλειψη στὴν ἐνότητα
“Μουσική”: ἀναφορικὰ μὲ τὴν Ἠλέκτρα τοῦ Richard Strauss προκαλεῖ ἐντύπωση ἠ
ἀπουσία παραπομπῆς στὸ μακροσκελὲς δοκίμιο τοῦ Simon Goldhill, “Blood from the
shadows: Strauss’ disgusting, degenerate ‘Electra’”, στὸν τόμο Who Needs Greek? Contests in the Cultural History of Hellenism, Cambridge 2002, σελ. 108-177. Ἀντιθέτως,
γίνεται παραπομπὴ (σελ. 497 σημ. 61) σὲ τρεῖς σελίδες ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τῶν Simon
Goldhill καὶ Edith Hall στὸν συλλογικὸ τόμο Sophocles and the Greek Tragic Tradition
(Cambridge 2009).
412
Α. Μ ΑΡΙ ΝΗΣ
κάθε κεφάλαιο ἐξετάζονται σταθερὰ μιὰ σειρὰ ἀπὸ θέματα ποὺ συχνὰ
ἀπουσιάζουν ἀπὸ ἐκεῖνον: γιὰ παράδειγμα ἡ ἐπίδραση ποὺ ἄσκησε
ἡ δραματικὴ πραγμάτευση ἑνὸς μύθου στὴ γλυπτικὴ τῆς ἀρχαιότητας
ἢ στὸ μπαλέτο καὶ τὴν ὄπερα τῶν νεότερων χρόνων. Σὲ κάθε περίπτωση, ὡστόσο, καὶ οἱ δύο τόμοι συγκεντρώνουν ἐκπληκτικὴ ποσότητα ὑλικοῦ καὶ ἀνοίγουν καινούργιους δρόμους, παρέχοντας, σὲ συνδυασμὸ μὲ
τὸ ἀντίστοιχο συλλογικὸ ἔργο γιὰ τὸν Εὐριπίδη,6 πλειάδα ἐρεθισμάτων
στοὺς ἐρευνητές. Οἱ ὅποιες ἐνστάσεις διατυπώθηκαν παραπάνω δὲν εἶναι
ἀσφαλῶς σὲ θέση νὰ σκιάσουν τὴ ἀνεκτίμητη ἀξία καὶ τῶν δύο ἔργων.
Ὀφείλουμε νὰ συγχαροῦμε τοὺς ἐπιμελητές, τὴ Rebecca Futo Kennedy,
τὴ Rosanna Lauriola καὶ τὸν Κυριάκο Δημητρίου, γιὰ τὸ ἐπίτευγμά τους.
αγΙσ ΜαρΙνησ
Πανεπιστήμιο Πατρῶν
amarinis@upatras.gr
6.
Βλ. παραπάνω, σημ. 3.