Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                

About: Tava

An Entity of Type: muscle, from Named Graph: http://dbpedia.org, within Data Space: dbpedia.org

A tava(h) / tawa(h) (mainly on the Indian subcontinent), saj (in Arabic), sac (in Turkish) and other variations and combinations thereof, is a metal-made cooking utensil. The tawa is round and can be flat, but more commonly has a curved profile, and while the concave side can be used as a wok or frying pan, the convex side is used for cooking flatbreads and pancakes.

Property Value
dbo:abstract
  • Una tava(h), tawa(h), teghna(h), tabbakhe(y), tapa, saj, o sac és una paella de fregir còncava o convexa amb forma de disc, normalment feta de ferro de fosa, làmina d'acer o d'alumini. Es fa servir en la gastronomia del sud d'Àsia, Àsia Central i Àsia occidental o la del Caucas per a guisar una gran varietat de pa pla, o com a paella per a fregir la carn. A Àsia occidental el tava/saj és invariablement convex, mentre al sud d'Àsia del sud pot ser concau o convex. (ca)
  • Ο ταβάς ή νταβάς είναι είδος επίπεδου ή κοίλου με μορφή δίσκου τηγάνι ή ταψί, συνήθως κατασκευασμένο από χυτοσίδηρο, αλουμίνιο ή χάλυβα . Μπορεί να είναι εμαγιέ ή μπορεί να έχει αντικολλητική επιφάνεια . Χρησιμοποιείται στις κουζίνες της κεντρικής, δυτικής και νότιας Ασίας, στον Καύκασο, την Καραϊβική και τα Βαλκάνια. Οι μεγάλου μεγέθους κοίλοι ταβάδες, μερικές φορές ονομάζονται Σατζ ή σάκο ταβά. Κάποιοι από αυτούς έχουν την δυνατότητα να αναποδογυρίζονται έτσι ώστε η κοίλη πλευρά του σκεύους να βρίσκεται στην πλευρά της εστίας και η κυρτή πλευρά να χρησιμοποιείται ως επιφάνεια μαγειρέματος για το ψήσιμο διαφόρων αρτοσκευασμάτων με μορφή πίτας. Η κοίλη πλευρά χρησιμοποιείται ως γουόκ ή τηγάνι. Σε όλες σχεδόν τις Ινδο-Αριακές γλώσσες, όπως η Παντζάμπα, Χίντι και Ουρντού η λέξη ταβά σημαίνει μαγείρεμα Είναι συσχετισμένο με την περσική λέξη tāve ( تاوه ) η οποία χρησιμοποιείται στο Ιράν, και με την λέξη tapa (ტაფა) στην γεωργιανή γλώσσα, ενώ η ονομασία σατζ (( صاج ) στα Αραβικά έχει την έννοια πυρωμένου μετάλλικού φύλλου η τουρκική λέξη saç ή sac χρησιμοποιείται στη Νοτιοδυτική Ασία. Η λέξη tava χρησιμοποιείται επίσης στα Βοσνιακά, Κροατικά, Σερβικά, Ρουμανικά και Τουρκικά και αναφέρεται σε κάθε είδους τηγάνι. Στη Σερβία και τη Βουλγαρία, τα επίπεδα κεραμικά σκεύη сач ή сачѐ (sach / sache) χρησιμοποιούνται για το μαγείρεμα λαχανικών και κρέατος κομμένα σε λεπτες φέτες, ενώ ο тава (ταβά) είναι μεταλλικά σκεύη ψησίματος. Στη γλώσσα παστού είναι πιο γνωστό ως tabakhey (تبخے / طبخی). * Ψήσιμο πιτών στην κυρτή πλευρά του ταβά. * Ταβάς με λαβές * Γυναίκα σε χωριό της Δυτικής Όχθης ψήνει σε σατζ. * Είδος πίτας που ψήνεται σε ένα ταβά * Ετοιμασία είδους ψωμιού στο Βόρειο Σουδάν (el)
  • Eine Tava ist ein Küchengeschirr, das in Süd-, Zentral- und Westasien, der südlichen Karibik sowie Teilen des Balkans verwendet wird, um verschiedene Arten von Fladenbrot zu backen. Weitere Schreibweisen sind Tavah, Tawa oder Tawah. (de)
  • Saj Un tava, ou saj, est une grande poêle plate, concave ou convexe constituée de fer, de fonte, d'acier ou d'aluminium. Il est utilisé aussi bien en Asie du Sud, en Asie centrale et en Asie de l'Ouest que dans le Caucase, pour cuire une multitude de pains plats et servir de poêle à frire. Ce nom désigne parfois des poêles en céramique. Le nom connaît de nombreuses orthographes suivant les régions : tava, tavah, tawa, tawah, tapa, saj, sac, sadje. En Asie de l'Ouest, les tava sont invariablement convexes tandis qu'en Asie du Sud, on en trouve des plats et des concaves. (fr)
  • Una tava o saj es una plancha grande, plana o ligeramente cóncava, con forma circular hecha de hierro fundido, acero o aluminio. Es uno de los muchos utensilios de cocina usado en las cocinas india y pakistaní. Se usa concretamente para preparar varios tipos de roti o pan, incluyendo chapati, paratha, , , chaat, etcétera. La tava también se usa para elaborar platos de India del Sur, como la dosa o el pesarattu. También se emplea para una clase de recetas llamada tava masala. (es)
  • A tava(h) / tawa(h) (mainly on the Indian subcontinent), saj (in Arabic), sac (in Turkish) and other variations and combinations thereof, is a metal-made cooking utensil. The tawa is round and can be flat, but more commonly has a curved profile, and while the concave side can be used as a wok or frying pan, the convex side is used for cooking flatbreads and pancakes. The Indian tawa might have a handle or not, and it can be made of cast iron or aluminium, or of carbon steel. The utensil may be enameled or given a non-stick surface. The tawa and saj are used in the cuisines of South, Central, and West Asia, as well as of the Caucasus and the Balkans. The tawa is also used in Indo-Caribbean cuisine. (en)
  • 타바(힌디어: तवा) 또는 사지(튀르키예어: sac)는 중앙아시아, 남아시아, 서남아시아 및 캅카스에 이르는 지역에서 쓰는 프라이팬이나 번철과 비슷한 조리 도구이다. 탄소강, 알루미늄, 주철 등으로 만들어, 납작빵 등을 굽거나 음식을 지지는 데 사용한다. (ko)
  • Una tava(h), tawa(h), tapa, saj o sac è un utensile di cucina, simile ad una padella larga a forma di disco piatta, concava o convessa in metallo (solitamente lamiera, ghisa, o alluminio), originaria del subcontinente indiano. . È usata in Asia centrale, Medio Oriente, Caucaso, Caraibi, Balcani e Asia meridionale per cucinare una varietà di focacce e come padella. Talvolta tale termine viene usato anche per riferirsi alla padella in ceramica. In Medio Oriente si usano tava/saj convesse, mentre nell'Asia meridionale si trovano tutte le versioni: piatte, convesse e concave. (it)
  • Садж, сач — название группы блюд, характерных для балканской кухни. Главная особенность — для приготовления блюда используется одноименная посуда (вогнутая сковорода), также имеющая название tava. (ru)
dbo:thumbnail
dbo:wikiPageExternalLink
dbo:wikiPageID
  • 1798934 (xsd:integer)
dbo:wikiPageLength
  • 9450 (xsd:nonNegativeInteger)
dbo:wikiPageRevisionID
  • 1124112325 (xsd:integer)
dbo:wikiPageWikiLink
dbp:bot
  • medic (en)
dbp:date
  • December 2021 (en)
  • July 2020 (en)
dbp:reason
  • 0001-01-23 (xsd:gMonthDay)
  • NOT helpful to drop all local variants into the first sentence of the grid. Local patriotism has to be left out. Only main variants here, the rest further down, or the user is overwhelmed and misses the entire point. (en)
dbp:wikiPageUsesTemplate
dcterms:subject
gold:hypernym
rdf:type
rdfs:comment
  • Una tava(h), tawa(h), teghna(h), tabbakhe(y), tapa, saj, o sac és una paella de fregir còncava o convexa amb forma de disc, normalment feta de ferro de fosa, làmina d'acer o d'alumini. Es fa servir en la gastronomia del sud d'Àsia, Àsia Central i Àsia occidental o la del Caucas per a guisar una gran varietat de pa pla, o com a paella per a fregir la carn. A Àsia occidental el tava/saj és invariablement convex, mentre al sud d'Àsia del sud pot ser concau o convex. (ca)
  • Eine Tava ist ein Küchengeschirr, das in Süd-, Zentral- und Westasien, der südlichen Karibik sowie Teilen des Balkans verwendet wird, um verschiedene Arten von Fladenbrot zu backen. Weitere Schreibweisen sind Tavah, Tawa oder Tawah. (de)
  • Saj Un tava, ou saj, est une grande poêle plate, concave ou convexe constituée de fer, de fonte, d'acier ou d'aluminium. Il est utilisé aussi bien en Asie du Sud, en Asie centrale et en Asie de l'Ouest que dans le Caucase, pour cuire une multitude de pains plats et servir de poêle à frire. Ce nom désigne parfois des poêles en céramique. Le nom connaît de nombreuses orthographes suivant les régions : tava, tavah, tawa, tawah, tapa, saj, sac, sadje. En Asie de l'Ouest, les tava sont invariablement convexes tandis qu'en Asie du Sud, on en trouve des plats et des concaves. (fr)
  • Una tava o saj es una plancha grande, plana o ligeramente cóncava, con forma circular hecha de hierro fundido, acero o aluminio. Es uno de los muchos utensilios de cocina usado en las cocinas india y pakistaní. Se usa concretamente para preparar varios tipos de roti o pan, incluyendo chapati, paratha, , , chaat, etcétera. La tava también se usa para elaborar platos de India del Sur, como la dosa o el pesarattu. También se emplea para una clase de recetas llamada tava masala. (es)
  • 타바(힌디어: तवा) 또는 사지(튀르키예어: sac)는 중앙아시아, 남아시아, 서남아시아 및 캅카스에 이르는 지역에서 쓰는 프라이팬이나 번철과 비슷한 조리 도구이다. 탄소강, 알루미늄, 주철 등으로 만들어, 납작빵 등을 굽거나 음식을 지지는 데 사용한다. (ko)
  • Una tava(h), tawa(h), tapa, saj o sac è un utensile di cucina, simile ad una padella larga a forma di disco piatta, concava o convessa in metallo (solitamente lamiera, ghisa, o alluminio), originaria del subcontinente indiano. . È usata in Asia centrale, Medio Oriente, Caucaso, Caraibi, Balcani e Asia meridionale per cucinare una varietà di focacce e come padella. Talvolta tale termine viene usato anche per riferirsi alla padella in ceramica. In Medio Oriente si usano tava/saj convesse, mentre nell'Asia meridionale si trovano tutte le versioni: piatte, convesse e concave. (it)
  • Садж, сач — название группы блюд, характерных для балканской кухни. Главная особенность — для приготовления блюда используется одноименная посуда (вогнутая сковорода), также имеющая название tava. (ru)
  • Ο ταβάς ή νταβάς είναι είδος επίπεδου ή κοίλου με μορφή δίσκου τηγάνι ή ταψί, συνήθως κατασκευασμένο από χυτοσίδηρο, αλουμίνιο ή χάλυβα . Μπορεί να είναι εμαγιέ ή μπορεί να έχει αντικολλητική επιφάνεια . Χρησιμοποιείται στις κουζίνες της κεντρικής, δυτικής και νότιας Ασίας, στον Καύκασο, την Καραϊβική και τα Βαλκάνια. Οι μεγάλου μεγέθους κοίλοι ταβάδες, μερικές φορές ονομάζονται Σατζ ή σάκο ταβά. Κάποιοι από αυτούς έχουν την δυνατότητα να αναποδογυρίζονται έτσι ώστε η κοίλη πλευρά του σκεύους να βρίσκεται στην πλευρά της εστίας και η κυρτή πλευρά να χρησιμοποιείται ως επιφάνεια μαγειρέματος για το ψήσιμο διαφόρων αρτοσκευασμάτων με μορφή πίτας. Η κοίλη πλευρά χρησιμοποιείται ως γουόκ ή τηγάνι. (el)
  • A tava(h) / tawa(h) (mainly on the Indian subcontinent), saj (in Arabic), sac (in Turkish) and other variations and combinations thereof, is a metal-made cooking utensil. The tawa is round and can be flat, but more commonly has a curved profile, and while the concave side can be used as a wok or frying pan, the convex side is used for cooking flatbreads and pancakes. (en)
rdfs:label
  • Tava (en)
  • Tava (ca)
  • Tava (de)
  • Ταβάς (el)
  • Tava (es)
  • Tava (fr)
  • Tava (pentola) (it)
  • 타바 (도구) (ko)
  • Садж (блюдо) (ru)
owl:sameAs
prov:wasDerivedFrom
foaf:depiction
foaf:isPrimaryTopicOf
is dbo:wikiPageDisambiguates of
is dbo:wikiPageRedirects of
is dbo:wikiPageWikiLink of
is foaf:primaryTopic of
Powered by OpenLink Virtuoso    This material is Open Knowledge     W3C Semantic Web Technology     This material is Open Knowledge    Valid XHTML + RDFa
This content was extracted from Wikipedia and is licensed under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 Unported License